Ένας συχνός πονοκέφαλος για μεταφραστές και υποτιτλιστές προκαλείται από λέξεις ή φράσεις που συνηθίζονται στην Αμερική στα πλαίσια διαφόρων ειδών συρμού, κλισέ ή στάσης απέναντι στα πράγματα, όπως λ.χ. της πολιτικής ορθότητας ή του όποιου ευπρεπισμού. Κάποιες δε από αυτές τις στιγματίζουμε ως "αμερικανιές" για να δηλώσουμε το πόσο ξένες (έως ενίοτε και γελοίες) είναι για τη δική μας συλλογική νοοτροπία — είμαι βέβαιος ότι υπάρχουν μεταφραστές που έχουν δει ολόκληρα βιβλία αυτοβοήθειας γεμάτα από
challenge εκεί όπου κανονικά θα έπρεπε να γράφουν
problem.
Μια τέτοια λέξη είναι και το επίθετο
humbling. Οι Αμερικανοί έχουν περί πολλού την ταπεινοφροσύνη, και η αγγλική γλώσσα τούς προσφέρει τη δυνατότητα να διαχωρίζουν τις δύο δικές μας σημασίες για την ταπείνωση στον άνθρωπο:
humility είναι η
ταπείνωση "ταπεινότητα, ταπεινοφροσύνη, έλλειψη αλαζονείας" — ενώ
humilitation είναι η
ταπείνωση "μείωση της προσωπικότητας, εξευτελισμός, προσβολή". Ο ίδιος διαχωρισμός δεν είναι ωστόσο εξίσου σαφής και στα αντίστοιχα ρήματα,
humble και
humiliate. Ενώ το
humiliate είναι αμιγώς κακόσημο, το
humble μπορεί να είναι είτε κακόσημο είτε εύσημο. Γράφει σχετικά το RHWUD για την κακόσημη χρήση αμφοτέρων:
HUMBLE, HUMILIATE suggest lowering or causing to seem lower. To HUMBLE is to bring down the pride of another or to reduce him or her to a state of abasement: to humble an arrogant enemy. To HUMILIATE is to make others feel or appear inadequate or unworthy, esp. in some public setting: to humiliate a sensitive person. Η εύσημη χρήση τού
humble υπάρχει στη σημασία
to make meek: to humble one's heart. Επομένως οφείλουμε από τα συμφραζόμενα να αντιλαμβανόμαστε με ποια ακριβώς σημασία έχουμε στο κείμενό μας ένα
humble ή ένα
humbling.
Έλα τώρα όμως που το δικό μας (ενεργητικό ρήμα)
ταπεινώνω δεν έχει τη σημασία τού
humble "to make meek", αλλά μόνο την κακόσημη: "με τη συμπεριφορά ή τις ενέργειές μου μειώνω την αξιοπρέπεια ενός ατόμου· εξευτελίζω". Η εύσημη σημασία "αποβάλλω τον εγωισμό μου, δείχνω ταπείνωση" υπάρχει στο μεσοπαθητικό
ταπεινώνομαι (παράλληλα, φυσικά, και με την κακόσημη σημασία "μειώνεται η αξιοπρέπειά μου από τη συμπεριφορά κάποιου") — και μου κάνει εντύπωση που δεν τη βρήκα στο ΛΝΕΓ (2006). Η κατάσταση (μαζί με τα όποια περιθώρια ευελιξίας για τον μεταφραστή) χειροτερεύει περισσότερο στο επίθετο
ταπεινωτικός, όπου τα πράγματα είναι εντελώς μονοκόμματα: μία απόλυτη σημασία, η κακόσημη "(αυτός) που ταπεινώνει, που εξευτελίζει" (συνώνυμα:
μειωτικός,
προσβλητικός,
εξευτελιστικός). Και, για να δυσκολέψουν περισσότερο τα πράγματα, τα GWord και Polylexicon που κοίταξα δεν καλύπτουν τη σημασία τού
humble "to make meek".
Βλέπω λοιπόν σε υπότιτλο (ταινία
Head of State) τη δήλωση του Ρέιγκαν, ο οποίος είπε ότι η εκλογή του στο προεδρικό αξίωμα των Η.Π.Α. ήταν:
«the most humbling moment in my life», να αποδίδεται «η πιο ταπεινωτική στιγμή μου». Είναι βέβαιο ότι ο Ρέιγκαν δεν θεωρούσε την εκλογή του ως την εξευτελιστικότερη στιγμή της ζωής του. Πράγματι καλοστημένη η παγίδα τού
humbling (όπως εξήγησα παραπάνω), αλλά ο υποτιτλιστής θεωρώ ότι θα έπρεπε να την έχει αμέσως μυριστεί και αποφύγει.