Theseus
¥
In my entry '(you) know what I mean', daeman gave me as one of his many alternatives τη σακουλεύτικες. While checking it in slang.gr, I came across these three meanings:-
1. σακουλεύομαι
Την κοπανάω, την κάνω, παίρνω τον πούλο, κόβω λάσπη (ως αποτέλεσμα του άλλου ορισμού).
[Εναλλακτικά: (παίρνω) τη σακούλα.]
Παλιά έκφραση που απαντά ακόμα στον υπόκοσμο.
Πιθανή προέλευση: από τη σακούλα με τα κλοπιμαία που είναι το πρώτο πράγμα που παίρνει κάποιος όταν του την πέσουν.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
- Πώς ήταν εχτές η φάση;
- Μάπα! Τη σακουλευτήκαμε στο πεντάλεπτο!
- Μπάτσοι!!!
2. σακουλεύομαι
Την ψυλλιάζομαι, διαισθάνομαι πως κάτι κακό σχεδιάζεται, καταλαβαίνω πως μου την έχουν στημένη.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Μπουλέκος : - Πού να στα λέω! Χτες έβγαλα τσάρκα το εργαλείο στην Εθνική και έπιασα τα 260!
Κάγκουρας : - Τι λε ρε μαλάκα ναούμ, ευτυχώς που δεν σε γράψανε.
Μπουλέκος :
- Χα, ο τόπος ήταν τίγκα στο μπατσικό, αλλά την σακουλεύτηκα και έπαιξα αντιραντάρ. Όταν βάρεσε έκοψα και την έβγαλα καθαρή.
3. σακουλεύομαι
Η επαναπροσαρμογή της ισορροπίας στα καμπανέλια.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
- Ρε μη σακουλεύεσαι σα χλεχλες, βλέπει το παστάκι.. - Άσε τα δικά μου χρειάζονται συχνά ζυγοστάθμιση.
Can anyone give me an explanation of the different three meanings of this verb as given above, since the examples are far too slangy for me to make any sense of? This is one occasion I feel completely stuck on the shades of meaning of a particular word as there are also many highlighted cross references which only confound my confusion.
1. σακουλεύομαι
Την κοπανάω, την κάνω, παίρνω τον πούλο, κόβω λάσπη (ως αποτέλεσμα του άλλου ορισμού).
[Εναλλακτικά: (παίρνω) τη σακούλα.]
Παλιά έκφραση που απαντά ακόμα στον υπόκοσμο.
Πιθανή προέλευση: από τη σακούλα με τα κλοπιμαία που είναι το πρώτο πράγμα που παίρνει κάποιος όταν του την πέσουν.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
- Πώς ήταν εχτές η φάση;
- Μάπα! Τη σακουλευτήκαμε στο πεντάλεπτο!
- Μπάτσοι!!!
2. σακουλεύομαι
Την ψυλλιάζομαι, διαισθάνομαι πως κάτι κακό σχεδιάζεται, καταλαβαίνω πως μου την έχουν στημένη.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Μπουλέκος : - Πού να στα λέω! Χτες έβγαλα τσάρκα το εργαλείο στην Εθνική και έπιασα τα 260!
Κάγκουρας : - Τι λε ρε μαλάκα ναούμ, ευτυχώς που δεν σε γράψανε.
Μπουλέκος :
- Χα, ο τόπος ήταν τίγκα στο μπατσικό, αλλά την σακουλεύτηκα και έπαιξα αντιραντάρ. Όταν βάρεσε έκοψα και την έβγαλα καθαρή.
3. σακουλεύομαι
Η επαναπροσαρμογή της ισορροπίας στα καμπανέλια.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
- Ρε μη σακουλεύεσαι σα χλεχλες, βλέπει το παστάκι.. - Άσε τα δικά μου χρειάζονται συχνά ζυγοστάθμιση.
Can anyone give me an explanation of the different three meanings of this verb as given above, since the examples are far too slangy for me to make any sense of? This is one occasion I feel completely stuck on the shades of meaning of a particular word as there are also many highlighted cross references which only confound my confusion.