Γιατί η Ευρώπη έφτασε στον πόλεμο
Τα αίτια του Μεγάλου Πολέμου δεν βρίσκονται μόνο στη συσσώρευση πολιτικού και στρατιωτικού δυναμικού των μεγάλων δυνάμεων. Υπήρχε επιπλέον «μια παράξενη διάθεση στην ατμόσφαιρα» εκείνο το μοιραίο καλοκαίρι του 1914. Κι αυτή τον έκανε, τουλάχιστον κατά την έκρηξή του, τον πιο δημοφιλή πόλεμο στην ιστορία.
Το 1911 ο Τζωρτζ Γκουτς (G. P. Gouch), ένας Άγγλος ιστορικός που μέχρι την προηγούμενη χρονιά είχε διατελέσει βουλευτής των Φιλελευθέρων, δημοσίευσε ένα μικρό βιβλίο με τον τίτλο
Ιστορία της εποχής μας, 1885–1911. Αξίζει ακόμα και σήμερα να το διαβάσει κανείς, αν μη τι άλλο γιατί οι καταληκτήριες προτάσεις του εκφράζουν μια αισιοδοξία για τα διεθνή ζητήματα που σήμερα έχει σχεδόν εκλείψει. Μολονότι πέντε εκατομμύρια άνδρες βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή υπό τα όπλα στην Ευρώπη, «μπορούμε ωστόσο», διαβεβαίωνε ο συγγραφέας, «να ατενίζουμε μπροστά μας με εμπιστοσύνη την εποχή που ο πόλεμος μεταξύ των πολιτισμένων εθνών θα θεωρείται κάτι τόσο παρωχημένο όσο η μονομαχία, και που οι ειρηνοποιοί θα ονομάζονται τέκνα του Θεού».
Έτσι μιλούσε τότε η περήφανη, γεμάτη αυτοπεποίθηση, φιλελεύθερη, ανθρωπιστική Ευρώπη που είχε οικοδομηθεί την προηγούμενη πεντηκονταετία. Προτού περάσουν τρία χρόνια είχε τιναχτεί στον αέρα, κι από εκείνη την έκρηξη ο κόσμος δεν έχει συνέλθει τελείως.
Αξίζει να αναλογιστούμε πόσο τεράστιο ήταν το πλήγμα που καταφέρθηκε σ’ αυτή την αυτοπεποίθηση μετρώντας και μόνο την κλίμακα μεγέθους των όσων ακολούθησαν. Ο πόλεμος, που άρχισε την 1η Αυγούστου 1914, όταν η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο στη Ρωσία, ήταν ο πρώτος από μια σειρά πολέμων που έμελλε να συγκαταλεχθούν αργότερα σε έναν, στον «Μεγάλο Πόλεμο». Η σύρραξη μεταξύ Αυστροουγγαρίας και Σερβίας —έκφραση μιας βαθύτερης σύγκρουσης που θα ξεσπούσε γρήγορα μεταξύ Αυστροουγγαρίας και Ρωσίας— και ο πόλεμος μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, που ακολούθησε ευθύς αμέσως, δεν είχαν παρά ελάχιστη λογική σύνδεση. Τι δουλειά είχε η Βιέννη με την
Αλσατία ή οι Γάλλοι με την τύχη της Σερβίας; Ότι θα αναμιγνύονταν και οι Βρετανοί σε αυτόν φαινόταν παράξενο σε πολλούς ανθρώπους και από τις δύο πλευρές της Μάγχης. Και αυτό ήταν μόνον η αρχή. Ιαπωνία, Τουρκία, Κίνα, Σιάμ —ο κατάλογος των εμπολέμων επρόκειτο να μακρύνει μέχρι που να συμπεριλάβει όλες τις μεγάλες χώρες, μη αφήνοντας απ’ έξω κανένα τμήμα της υδρογείου. Τριάντα δύο «νικήτριες» χώρες επρόκειτο ν’ αντιπροσωπευτούν στη Διάσκεψη της Ειρήνης στα 1919. Ορισμένες από αυτές δεν υπήρχαν καν το 1914 και είκοσι δύο από αυτές δεν ήταν ευρωπαϊκές. Στο μεταξύ Μπαλούτσοι και Βιετναμέζοι είχαν μεταφερθεί για να πολεμήσουν στη Γαλλία, Αμερικανοί και Ιάπωνες είχαν αποβιβαστεί στο Βλαδιβοστόκ, Καναδοί στον Αρχάγγελο και Αυστραλοί στην Παλαιστίνη, ενώ Γερμανοί και Βρετανοί είχαν αλληλοσφαγεί στις θάλασσες της οικουμένης, από τα παράλια της Χιλής ώς τις
Δυτικές Προσβάσεις (το τμήμα του Ατλαντικού ανοιχτά των Βρετανικών Νησιών). Ουσιαστικά ο πόλεμος τελείωσε στα 1923, όταν οι Έλληνες και οι Τούρκοι έκλεισαν ειρήνη.
Την ασυνήθιστη αυτή έκρηξη βίας κανένας σχεδόν δεν την προέβλεπε στα 1914. Αν και πολλοί εκείνη την εποχή φοβούνταν τον πόλεμο, λίγοι φαντάζονταν τέτοιο κολοσσιαίο ολοκαύτωμα. Εν μέρει αυτό οφείλεται στο ότι, άπαξ και άρχισε, ο πόλεμος ακολούθησε τη δική του απρόβλεπτη λογική. Οι δύο παρατάξεις ήταν περίπου ισοδύναμες στην εκκίνησή του, κι αυτό τις οδήγησε σε προσπάθειες αφενός να εξασφαλίσουν ένα προβάδισμα υπεροχής ικανό να εγγυηθεί τη νίκη και αφετέρου να προσεταιριστούν νέους συμμάχους. Και τα δύο αυτά επέτειναν και επεξέτειναν τον πόλεμο. Ωστόσο πολλά απ’ όσα ακολούθησαν ήταν στοιχεία συστατικά της παγκόσμιας κατάστασης και προ παντός της κατάστασης της Ευρώπης, του κέντρου του κόσμου, στις παραμονές της έκρηξης.
Ο ψυχικός κλονισμός από τον πόλεμο οδήγησε γρήγορα στην αναζήτηση όσων ευθύνονταν για την έναρξή του. Αυτή ήταν η πρώτη μορφή της προσπάθειας να εξηγηθεί ένα τόσο εκπληκτικό συμβάν και έμελλε να συνεχιστεί για πολλά χρόνια. Στην πιο ωμή μορφή της εκφράστηκε με λαϊκά συνθήματα. Το «Κρεμάλα στον Κάιζερ» της Μεγάλης Βρετανίας είχε τα αντίστοιχά του σε άλλες χώρες. Ορισμένοι όμως αναζητούσαν ενόχους και στην πατρίδα τους. Ακόμα και πριν από το 1914 ριζοσπάστες και ειρηνόφιλοι κατηγορούσαν την κυβέρνηση των Φιλελευθέρων και τον υπουργό των εξωτερικών σερ Έντουαρντ Γκρέυ επειδή έταξε τη χώρα στο πλευρό της Γαλλίας χωρίς εξουσιοδότηση από το Κοινοβούλιο. Διαφορετική ήταν η κριτική που έκαναν προσωπικά στον Γκρέυ οι Γερμανοί: αν είχε υπάρξει πιο σαφής, έλεγαν, αν είχε ξεκαθαρίσει ότι η Μεγάλη Βρετανία θα παρενέβαινε σε ένα πόλεμο μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, η γερμανική κυβέρνηση δεν θα έφτανε σε πόλεμο.
Μερικοί προτιμούσαν να ρίχνουν το βάρος σε ολόκληρα σύνολα ανθρώπων. Οι Γερμανοί κατηγορούσαν τους Βρετανούς επειδή, κατά τη γερμανική άποψη, δεν τους άφηναν να κερδίσουν μια «θέση στον ήλιο». Οι Βρετανοί έτειναν να ανακαλύπτουν στους Γερμανούς και στη γερμανική ιστορία μια τάση δεσποτισμού. Οι ριζοσπάστες και οι σοσιαλιστές χτυπούσαν κάποιους —μάλλον ασαφώς προσδιοριζόμενους— «καπιταλιστές» ότι τάχα είχαν ωθήσει τον κόσμο στον πόλεμο, είτε χειριζόμενοι την εξωτερική πολιτική έτσι ώστε να εξασφαλίζουν τις υπερπόντιες επενδύσεις τους και το εμπόριο, είτε ενθαρρύνοντας τους εξοπλισμούς, που κρατούσαν σε κίνηση τα εργοστάσιά τους και απέδιδαν μεγάλα μερίσματα. Όσο αληθοφανή κι αν θεωρήθηκαν κάποτε αυτά τα επιχειρήματα, οι ιστορικοί τα έχουν εγκαταλείψει τόσο αυτά όσο και τις γενικές, σχηματικές ερμηνείες των αιτίων του πολέμου με βάση τα οικονομικά συμφέροντα.
Σήμερα προτιμούμε να δίνουμε λιγότερη έμφαση στην προσωπική ευθύνη και στις προσωπικές πολιτικές εκτός από τις περιπτώσεις λίγων, σαφώς προσδιοριζόμενων και συγκεκριμένων κρίσιμων αποφάσεων. Δεν χρειάζεται να φτάσουμε στο σημείο να πούμε ότι κανένας και ποτέ δεν ήταν υπεύθυνος για οτιδήποτε το αποφασιστικό (οι πράξεις του Γουλιέλμου Β΄ και των στρατιωτικών συμβούλων του από μόνες τους θα στερούσαν μια τέτοια αντίληψη από κάθε λογική), δεχόμαστε όμως ότι οι πολιτικοί συχνά έχουν λιγότερη ελευθερία ενέργειας απ’ όσο νομίζουν, και ότι οι συγκυρίες είναι εξίσου σημαντικές για τη διαμόρφωση των αποφάσεών τους όσο και οι ιδιωτικές τους αντιλήψεις για το τι επιθυμούν. Αν προσεγγίσουμε με αυτό τον τρόπο τον κόσμο του 1914, ποιο να ήταν άραγε το χαρακτηριστικό στη φύση και στη δομή του που κατά τη σημερινή οπτική, πρώτον, φαίνεται ότι έφερε κοντά την πιθανότητα του πολέμου και, δεύτερον, από τη στιγμή που ξέσπασε τον έκανε τόσο καταστροφικό;
Το διπλωματικό «σύστημα»
Το φταίξιμο ρίχτηκε στο ίδιο το διεθνές σύστημα. Σε μια εποχή τόσο πλήρη από διαπληκτισμούς και φιλονικίες φαντάζει παράδοξο να μιλά κανείς για «σύστημα». Κι όμως υπήρχε σε αρκετό βαθμό η επίγνωση ότι όλοι συμμερίζονταν κοινές αρχές και πρακτικές, τόσο που να επιτρέπεται να χρησιμοποιείται αυτός ο όρος. Οι διπλωμάτες όλων των χωρών αλληλοκατανοούνταν με μια έννοια με την οποία ίσως να μην το κάνουν σήμερα, όπου βαθιές ιδεολογικές διαφορές πιθανόν να τους χωρίζουν στα θεμελιώδη. Η έννοια του εθνικού συμφέροντος αποτελούσε την παραδεδεγμένη βάση του έργου τους. Μετριαζόταν όμως από μια ευρύτερη συμφωνία στο ότι μόνο ζωτικές απειλές κατά των ιδίων συμφερόντων ενός έθνους μπορούσαν να δικαιολογήσουν πόλεμο ή κάποια βάναυση προσβολή της αξιοπρέπειάς του (αφού η διατήρηση της αξιοπρέπειας ήταν μέρος του εθνικού συμφέροντος). Όλοι θεωρούσαν δεδομένο ότι, αν επερχόταν ο πόλεμος, καμιά δύναμη δεν θα επιδίωκε να μεταβάλει θεμελιωδώς τους θεσμούς της άλλης. Δεν θα λειτουργούσε ως όπλο, ας πούμε, η έκκληση προς επανάσταση, και η ειρήνη θα κλεινόταν στο τέλος με βάση νέες προσαρμογές διαχρονικών συμφερόντων.
Αυτό το πλαίσιο κοινών κατεστημένων αντιλήψεων ενισχυόταν από το γεγονός ότι το έργο της διπλωματίας ήταν τότε υπόθεση σχεδόν αποκλειστικά επαγγελματιών διπλωματών, οι οποίοι είχαν αναπτύξει ένα πολύ αποτελεσματικό πνεύμα κλειστής ομάδας με τις ανάλογες δεξιότητες. Στα 1914 μπορούσαν ανασκοπώντας να απαριθμήσουν ως απόδειξη της επιτυχίας των μεθόδων τους μια μακρά διαδοχή τραγωδιών που είχαν αποσοβηθεί και κρίσεων που είχαν ξεπεραστεί. Ένα δεδομένο επισκίαζε όλα τα άλλα: από το 1871 και μετά δεν είχε εκδηλωθεί πόλεμος μεταξύ μεγάλων δυνάμεων στην Ευρώπη και υπ’ αυτή την έννοια η ευρωπαϊκή ήπειρος απολάμβανε το μακρύτερο διάστημα ειρήνης από την εποχή της Μεταρρύθμισης και μετά.
Η «Ευρωπαϊκή Συναυλία», όπως είχε αποκληθεί τον 19ο αιώνα, ήταν ακόμα πραγματικότητα κατά το ότι οι ευρωπαϊκές μεγάλες δυνάμεις είχαν την τάση, μέχρι πρόσφατα, να ενεργούν από συμφώνου για να αποτρέπουν απειλές κατά της ειρήνης. Επανειλημμένα το είχαν πετύχει αυτό, και φυσικά για τους περισσότερους πολιτικούς σημασία είχαν μόνον οι ευρωπαϊκές μεγάλες δυνάμεις. Αυτό δεν ήταν παράλογο. Τα δυσοίωνα σημάδια ενός πολύ διαφορετικού μέλλοντος είχαν ήδη φανεί: ένας πόλεμος είχε ξεσπάσει μεταξύ Ρωσίας και Ιαπωνίας και οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν απογυμνώσει την Ισπανία από τις κτήσεις της στην Καραϊβική και τις Φιλιππίνες. Αλλά οι προάγγελοι αυτοί μιας νέας εποχής στην παγκόσμια πολιτική δεν ανέτρεπαν τα επιτεύγματα των διπλωματών στην Ευρώπη, γιατί στα 1914 η Ευρώπη εξακολουθούσε να καθορίζει τις τύχες του κόσμου.
Κι όμως αυτό το παραδοσιακό «διπλωματικό σύστημα» κατηγορήθηκε ως υπεύθυνο της καταστροφής. Κατά μία έννοια αυτό είναι αυταπόδεικτο: ο πόλεμος εξερράγη στα 1914 και η παλαιά διπλωματία δεν τον σταμάτησε. Πολλοί μελετητές της κρίσης έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι πολιτικοί που προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν την κρίση ήταν σε υπερβολικό βαθμό φυλακισμένοι μέσα στις συμβατικές τους αντιλήψεις και πολύ απρόθυμοι να εγκαταλείψουν το γνωστό τους πλέγμα ιδεών ώστε να μπορέσουν να κυριαρχήσουν στα πράγματα, όπως ίσως θα μπορούσε να έχει κάνει ένας Βίσμαρκ. Είναι μια κατηγορία που είναι ευκολότερο να τη διατυπώσει κανείς παρά να την αποδείξει ή να την απορρίψει. Εκείνο που μπορεί να παρατηρήσει κανείς αμερόληπτα είναι ότι η συμβατική διπλωματία προϋπέθετε πως οι επιδιώξεις των μεγάλων δυνάμεων ήταν ορθολογικές και αρκετά μετριοπαθείς, ώστε οι διαπραγματεύσεις να καταλήγουν στη μεταξύ τους συνδιαλλαγή. Και ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν πλέον δυνατό από τη στιγμή που μερικές από αυτές τις δυνάμεις είχαν φτάσει να πιστέψουν, όπως έγινε το 1914, ότι η ίδια η ύπαρξή τους βρισκόταν σε κίνδυνο.
Ωστόσο η επίθεση κατά της παλαιάς διπλωματίας δεν γίνεται συνήθως πάνω σ’ αυτή τη βάση. Συνηθέστερα διατυπώνεται η άποψη ότι ο διεθνής μηχανισμός από τη φύση του είχε κάποιο ελάττωμα που κατέστησε στο τέλος αναπόφευκτη τη σύρραξη, και το ελάττωμα αυτό έχει ταυτιστεί με τον «εφιάλτη των συμμαχιών», αυτόν τον εφιάλτη που τόσο φοβόταν ο Βίσμαρκ και που ήταν καθολική σχεδόν πραγματικότητα στα 1914. Είχε ήδη από καιρό υπογραμμιστεί ότι οι συμμαχίες έφερναν ένα επικίνδυνα μηχανιστικό και ντετερμινιστικό στοιχείο στη διεθνή ζωή: άραγε από τη στιγμή που θα ξεκινούσε να γυρνά ένα γρανάζι, όλος ο μηχανισμός δεν θα έμπαινε αναγκαστικά σε κίνηση; Όσοι το φοβούνταν αυτό είχαν στο νου τους δύο κυρίως συμμαχίες: τη γαλλορωσική, που είχε υπογραφεί στα 1894, και την Τριπλή Συμμαχία Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας και Ιταλίας, που συστάθηκε στα 1882, και αργότερα τροποποιήθηκε και συμπεριέλαβε τη Ρουμανία. Με αυτές τις πράξεις, ειπώθηκε, η Ευρώπη χωρίστηκε σε δύο ένοπλα στρατόπεδα και οι πιθανότητες του πολέμου αυξήθηκαν απροσμέτρητα.
Όλα αυτά είναι πάρα πολύ απλοϊκά. Χρειάζονται διασαφήσεις. Η Τριπλή Συμμαχία, λόγου χάρη, δεν ήταν καθόλου σταθερή. Η Ιταλία δεν επρόκειτο να μπει στον πόλεμο το 1914 στο πλευρό των συμμάχων της και ήταν ήδη από τότε γνωστό στη Βιέννη και στο Βερολίνο ότι δεν μπορούσαν να βασιστούν στη Ρουμανία. Τελικά και οι δύο χώρες βγήκαν στον πόλεμο, αλλά ...με την άλλη πλευρά. Και η γαλλο-ρωσική συνθήκη συνομολογήθηκε αρχικά σαν βάση συνεργασίας κατά της Μεγάλης Βρετανίας. Οι όροι της, όσοι αφορούσαν τη Γερμανία, προβλέπονταν ως παρεπόμενα γερμανικής ενέργειας. Μόνο αν η Γερμανία έκανε επίθεση κατά της Ρωσίας θα βοηθούσε η Γαλλία τη σύμμαχό της. Τελικά η συμμαχία δεν λειτούργησε ποτέ, γιατί η Γερμανία υπερέβη το ζήτημα της εμπλοκής της Γαλλίας κηρύσσοντάς της τον πόλεμο. Παρομοίως η Εγκάρδια Συνεννόηση (
Entente cordiale) καθόλου δεν σήμαινε γαλλοβρετανική συμμαχία κατά της Γερμανίας. Βεβαίως το Αγκαντίρ είχε προκαλέσει συγκίνηση και είχε συσφίξει τους ανεπίσημους δεσμούς μεταξύ Λονδίνου και Παρισιού. Ωστόσο κι αυτό ήταν απροσδόκητο αποτέλεσμα, γιατί η γαλλική κυβέρνηση εκείνου του καιρού ήλπιζε να καλλιεργήσει καλύτερες σχέσεις με τη Γερμανία. Στα 1914 οι Βρετανοί είχαν πλέον ξεπεράσει την ανησυχία τους για τη ναυπήγηση των γερμανικών θωρηκτών, και ώς τις παραμονές του πολέμου οι αγγλογερμανικές σχέσεις ήταν καλύτερες απ’ ό,τι όλη την προηγούμενη εικοσαετία.
Οι ευρωπαϊκές συμμαχίες δεν ήταν αυτές που καθόρισαν την έκταση της σύρραξης. Ο Μεγάλος Πόλεμος βέβαια επικεντρώθηκε κυρίως στην Ευρώπη και η επίδρασή του στην παγκόσμια ιστορία έγινε μέσω της ζημιάς που έκανε στην Ευρώπη· αλλά ήταν πόλεμος σε όλη την υφήλιο. Η συμμετοχή της Μεγάλης Βρετανίας το έκανε αυτό αναπόφευκτο, υπήρχαν όμως και άλλες ακόμα αιτίες. Λόγω παραδόσεων, γεωγραφίας και εσωτερικής πολιτικής κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αναμιγνύονταν στις ευρωπαϊκές διενέξεις το 1914, δύο όμως άλλα μη ευρωπαϊκά κράτη —η Ιαπωνία και η Τουρκία— περιεπλάκησαν σχεδόν από την αρχή, κατά παράξενο ωστόσο τρόπο.
Η θέση της Ιαπωνίας στα 1914 διαπερνούσε όλο το σύστημα των ευρωπαϊκών συμμαχιών. Ήταν η μόνη επίσημη σύμμαχος των Βρετανών, οι οποίοι είχαν στραφεί προς αυτήν λόγω του παραδοσιακού φόβου τους για τη Ρωσία στην Ασία και λόγω της απειλής που δημιουργούσε για τα συμφέροντά τους η διαφαινόμενη αποσύνθεση της Κίνας. Η συμμαχία επιστέφθηκε με την ιαπωνική νίκη κατά της Ρωσίας το 1905. Δύο χρόνια αργότερα ένα αγγλορωσικό σύμφωνο προσπάθησε να ξεκαθαρίσει μερικά από τα ευαίσθητα προβλήματα που χώριζαν ακόμα το Λονδίνο και την Πετρούπολη. Αλλά και πάλι, στα 1914 τα δύο κράτη έριζαν για την Περσία το ίδιο έντονα όσο και όλα τα προηγούμενα χρόνια. Με άλλα λόγια, δεν ήταν οι επίσημες συμμαχίες εκείνες που δημιούργησαν την παράδοξη κατάσταση στα τέλη Αυγούστου του 1914, να βρίσκονται δηλαδή η Μεγάλη Βρετανία, η Ιαπωνία και η Ρωσία στο ίδιο στρατόπεδο σύμμαχοι εναντίον της Γερμανίας.
Ο αγώνας για τα Βαλκάνια
Η Τουρκία επίσης περιπλέχθηκε ολοκληρωτικά και ίσως αναπόφευκτα στον πόλεμο, όχι όμως λόγω της επίσημης διπλωματίας. Μία από τις ονομασίες που θα μπορούσαν να δοθούν στον Μεγάλο Πόλεμο είναι «ο τελευταίος πόλεμος της Τουρκικής Διαδοχής». Η ιστορία της ανατολικής Ευρώπης από τον 17ο αιώνα και μετά είναι η ιστορία των προσπαθειών να διανεμηθεί η λεία και να καλυφθεί το κενό που άφηνε πίσω της η αργή συρρίκνωση μιας τουρκικής ισχύος που κάποτε περιλάμβανε έως και την Ουγγαρία και είχε ξεδιπλωθεί μέχρι στα τείχη της Βιέννης. Το τελευταίο στάδιο της διάλυσης της Ευρωπαϊκής Τουρκίας άρχισε με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912. Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος αποκάλυψε ότι οι διαμάχες μεταξύ των διεκδικητών της τουρκικής κληρονομιάς —των «νέων χωρών» που είχαν εμφανιστεί στα Βαλκάνια τον 19ο αιώνα— ήταν εξίσου πιθανές όσο και οι διαμάχες μεταξύ των δυναστειών των Αψβούργων και των Ρομανόφ, που επί τόσον καιρό παρακολουθούσαν με καχυποψία η μία τις προόδους της άλλης σε βάρος της Τουρκίας.
Εδώ πράγματι βρίσκεται ένα αληθινό σπέρμα του πολέμου. Δύο μεγάλα κράτη επιζητούσαν ισχύ και επιρροή σε μια περιοχή την οποία η τουρκική υποχώρηση άφηνε στα χέρια ανίσχυρων και αλληλοσπαρασσόμενων μικρών κρατών. Αναπόφευκτα οι μεγάλες δυνάμεις είχαν ευνοουμένους και δορυφόρους. Αλλά η Βιέννη και η Πετρούπολη κατάφερναν να συνεργαστούν ή ν’ αποφύγουν τη σύρραξη μέχρι την προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης το 1908. Από κει και πέρα η επιδίωξη γοήτρου και επιρροής στα Βαλκάνια αποτελούσε πρόσθετο φόβο για την ίδια την ύπαρξη της αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Η Σερβία, προστατευόμενη της Ρωσίας, τραβούσε σαν μαγνήτης τη νομιμοφροσύνη των Νοτιοσλάβων υπηκόων της Δυαδικής Μοναρχίας στις περιοχές που είχαν πρόσφατα προσαρτηθεί. Στη Βιέννη ένιωθαν ότι αναγκαστικά θα ερχόταν η ώρα του λογαριασμού με τη Σερβία, και το ένιωσαν αυτό εντονότερα όταν η Σερβία κέρδισε πάνω από ενάμισι εκατομμύριο νέους υπηκόους στους Βαλκανικούς Πολέμους. Αν έφτανε η ώρα του λογαριασμού, η Ρωσία ήταν απίθανο ν’ αφήσει ανυποστήρικτη τη Σερβία να ταπεινωθεί και πάλι, όπως ταπεινώθηκε στα 1909, όταν υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει την αυστροουγγρική προσάρτηση.
Ωστόσο η εμπλοκή της Τουρκίας στο επίπεδο αυτό ήταν απόμακρη και έμμεση. Η Τουρκία μπήκε στον πόλεμο για πολύ διαφορετικούς λόγους. Από το 1900 η γερμανική εμπορική και στρατιωτική επιρροή στην Κωνσταντινούπολη είχε αυξηθεί πολύ. Οι Ρώσοι ανησυχούσαν ολοένα και περισσότερο με την προοπτική μιας Τουρκίας αναζωογονημένης κάτω από την επίδραση των Γερμανών. Μια τέτοια δύναμη στα Στενά θα είχε υπό τον έλεγχό της τη μόνη ρωσική πρόσβαση στη Μεσόγειο. Ο παλιός ιστορικός δεσμός μεταξύ Βερολίνου και Πετρούπολης, ο βασισμένος στην κοινή ενοχή της καθυπόταξης των Πολωνών, είχε αρχίσει να χαλαρώνει όταν οι διάδοχοι τού Βίσμαρκ αποφάσισαν να υποστηρίξουν χωρίς όρους τη Δυαδική Μοναρχία κατά της Ρωσίας (μια κρίσιμη ειδοποιός απόφαση). Ο δεσμός έσπασε τελείως από το φόβο της γερμανικής παρουσίας στα Στενά. Η ρωσική εχθρότητα οδήγησε τους Τούρκους να κλείσουν συμμαχία με τη Γερμανία στις 2 Αύγουστου 1914, την επομένη της ημέρας κατά την οποία η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο στη Ρωσία. Χρειάστηκε ωστόσο να περάσουν δύο μήνες και να φτάσει ένα γερμανικό καταδρομικό (που εξασφάλισε τη ναυτική υπεροχή στον Εύξεινο Πόντο) προτού η Τουρκία κάνει το άλμα. Και αυτό σήμαινε ότι ο πόλεμος θα εξαπλωνόταν ώς την Αίγυπτο, τη Μεσοποταμία και τον Καύκασο, πολεμικά θέατρα που απείχαν πολύ από την Αλσατία και τη Λωρραίνη, αυτές που κάποτε φαίνονταν η μεγαλύτερη απειλή για την ευρωπαϊκή ειρήνη.
Ώστε λοιπόν ο ρόλος που έπαιξαν στα 1914 οι επίσημες συμμαχίες ήταν μικρός. Το καταπληκτικό γεγονός ως προς το πώς ακριβώς ήρθε η έκρηξη του πολέμου ήταν το σε ποια έκταση εντέλει η πολιτική υποτάχθηκε στα προβλήματα τεχνικής. Εκείνο που μέτρησε ήταν τα στρατιωτικά σχέδια και τα δρομολόγια των τρένων. Τελικά η γαλλορωσική συμμαχία δεν λειτούργησε καθόλου· η Αντάντ αποδείχθηκε πολύ αδύνατη για να παρασύρει τη Μεγάλη Βρετανία στον πόλεμο αν δεν γινόταν η γερμανική εισβολή στο Βέλγιο· οι σύμμαχοι της Γερμανίας, Ιταλία και Ρουμανία, είχαν μεγαλύτερα παράπονα κατά της Βιέννης παρά κατά της Αντάντ και έτσι έμειναν απ’ έξω· και —αποκορύφωμα της ειρωνείας της τύχης— το κρίσιμο ενδεχόμενο στο οποίο είχε στηριχτεί η γερμανοαυστριακή συμμαχία (πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Δυαδικής Μοναρχίας) στάθηκε ο τελευταίος και πιο περιττός κρίκος στην κύρια αλυσίδα των γεγονότων. Μόλις στις 6 Αυγούστου οι δύο αυτές αυτοκρατορίες κήρυξαν τον πόλεμο μεταξύ τους.
Επομένως η αποτυχία των διπλωματών, αν και αρκετά πραγματική, δεν προκαθορίστηκε από την ακαταμάχητη λειτουργία ενός συστήματος συμμαχιών που τους παγίδεψαν. Μεγάλο μέρος του παραδοσιακού συστήματος λειτουργούσε ακριβώς κατά τον αντίθετο τρόπο στην εικοσαετία πριν από το 1914. Όχι μόνο οι πολυδοκιμασμένες μέθοδοι της διπλωματίας απέτρεψαν τον πόλεμο για τη
Φασόντα, το Μαρόκο, τη Βοσνία και το Αγκαντίρ, αλλά επιπλέον η Αφρική μοιράστηκε ειρηνικά και οριοθετήθηκαν τα συμφέροντα των δυνάμεων στην Κίνα. Ακόμα και τα επακόλουθα των Βαλκανικών Πολέμων απέδειξαν γι’ άλλη μια φορά ότι οι μεγάλες δυνάμεις μπορούσαν, αν ήθελαν, να επιβάλλουν τη θέλησή τους στους ταραχοποιούς μικρούς.
Η αποτυχία του φιλελευθερισμού
Αν παραδεχτούμε το γεγονός ότι οι συμμαχίες δεν οδήγησαν τον κόσμο θέλοντας και μη στη σύρραξη, αλλά ότι αυτό το προκάλεσαν πολλές και διάφορες δυνάμεις, αντιμετωπίζουμε ένα πρόβλημα σε διαφορετικό επίπεδο. Όταν απομονώσουμε τα γεγονότα που κατέστησαν πιθανές τις τελευταίες κρίσιμες αποφάσεις και κατανοήσουμε τη λογική του στρατιωτικού και εφοδιαστικού σχεδιασμού που επικράτησε τις τελευταίες εβδομάδες, και πάλι παραμένει εκπληκτικό πώς τόσο πολλοί Ευρωπαίοι φοβήθηκαν τόσο λίγο τον πόλεμο και έκαναν τόσα λίγα για να τον αποτρέψουν. Πρέπει να εξηγήσουμε γιατί οι σχετικά λίγοι άνθρωποι που κινούσαν τον μηχανισμό είχαν τόση πεποίθηση ότι οι πράξεις τους θα εγκρίνονταν από τα εκατομμύρια των υπηκόων τους.
Όλα αυτά γίνονται ακόμα πιο δυσκολονόητα επειδή τα πρώτα χρόνια του αιώνα μας ήταν για πολλούς ανθρώπους η αποκορύφωση μιας εποχής φιλελεύθερου πολιτισμού και ιδεαλισμού. Η εποχή χαρακτηρίζονταν από μεγάλη αισιοδοξία για την προοδευτική διαφώτιση της διεθνούς κοινωνίας. Αυτού του είδους οι αποδείξεις έδιναν θάρρος σε ανθρώπους όπως ο Γκουτς —και υπήρχαν πολλοί σαν κι αυτόν. Οι Συνδιασκέψεις της Χάγης φαίνονταν να αποτελούν τα πρώτα βήματα προς τον αφοπλισμό, και πράγματι κάτι είχαν πετύχει στη ρύθμιση της διεξαγωγής του πολέμου μεταξύ πολιτισμένων χωρών. Υπήρχε ένα διεθνές κίνημα ειρήνης που ασκούσε ζωηρή προπαγάνδα. Η μέθοδος της διεθνούς διαιτησίας των διενέξεων μεταξύ δύο χωρών καθιερωνόταν ολοένα και περισσότερο. Ακόμα και όσοι αντιμετώπιζαν με σκεπτικισμό αυτά τα πράγματα μπορούσαν να παρηγοριούνται με τη σκέψη πως οι εμπορικοί και οι άλλοι οικονομικοί δεσμοί έκαναν σχεδόν αδιανόητη τη διατάραξη της διεθνούς ζωής μ’ έναν πόλεμο μεταξύ δύο μεγάλων δυνάμεων. Ακόμα και οι σοσιαλιστές είχαν εμπιστοσύνη: μήπως δεν γνώριζαν οι κυβερνήσεις ότι οι εργάτες όλων των χωρών θα τις εμπόδιζαν να βγουν στον πόλεμο, στην ανάγκη με απεργιακούς αγώνες;
Τουλάχιστον έτσι ήλπιζαν. Ελάχιστα προσοχή είχε δοθεί σε ό,τι θα μπορούσε να μετριάσει αυτή την αισιοδοξία. Η Δευτέρα Διεθνής, λόγου χάρη, δεν μπορούσε να οργανώσει πραγματικά συλλογική δράση κατά του πολέμου. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να συγκαλύπτει τις διενέξεις μεταξύ των σοσιαλιστών διαφόρων χωρών κάτω από αόριστες φόρμουλες. Στα 1914 οι φόρμουλες αυτές δεν σήμαιναν τίποτα. Στη Βρετανία
ένας σοσιαλιστής υπουργός έφυγε από την κυβέρνηση, και οι Σέρβοι και οι Ρώσοι σοσιαλιστές καταδίκασαν τον πόλεμο. Αλλά αυτό ήταν όλο. Όπως το ήλπιζε ο Γερμανός καγκελάριος Μπέτμαν Χόλβεγκ, η ρωσική επιστράτευση ευθυγράμμισε το γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα στην πολιτική της αυτοκρατορικής κυβέρνησης. Η αποτυχία των σοσιαλιστών ήταν ώς ένα βαθμό το σύμπτωμα· ήταν απλώς η πιο απογοητευτική απόδειξη της αδυναμίας των ειρηνόφιλων και προοδευτικών δυνάμεων, που μόλις πριν από λίγα χρόνια έδειχναν τόση αυτοπεποίθηση. Η δύναμη που τις ανέτρεψε ήταν ο πατριωτισμός του παλιού καιρού.
Ο αιώνας μας, πολύ περισσότερο από τον προηγούμενο, είναι ο μεγάλος αιώνας του εθνικισμού. Από το 1914 και μετά περισσότερες νέες χώρες από κάθε άλλη φορά έχουν δημιουργηθεί, και είναι γενική η παραδοχή ότι έχουν το δικαίωμα να υπάρχουν. Ο Μεγάλος Πόλεμος υπήρξε από την άποψη αυτή ο μεγάλος θρίαμβος του εθνικισμού: καταθρυμμάτισε την ιστορική Ευρώπη, την Ευρώπη των δυναστειών, για να δημιουργήσει τις νέες χώρες της δεκαετίας του 1920. Αλλά το εθνικό αίσθημα είχε ήδη παίξει μεγάλο ρόλο στην κινητοποίηση της ψυχικής και συναισθηματικής συμπαράστασης η οποία στα 1914 άλλοτε στήριξε και άλλοτε παγίδεψε τις κυβερνήσεις. Τεράστια πλήθη ανθρώπων σε όλες τις πρωτεύουσες χαιρέτισαν με ενθουσιασμό την είδηση ότι οι περισσότεροι από αυτούς σύντομα θα στέλνονταν στο θάνατο.
Φυσικά η στιγμή της έκρηξης του πολέμου ήταν στιγμή μεγάλης συγκίνησης. Και είναι επίσης φανερό ότι κανείς δεν ήξερε τι πρόκειται να επακολουθήσει. Δυο χρόνια μετά, στα 1916, η «πολεμική κόπωση» και οι απώλειες είχαν αφαιρέσει παντού την ωστική δύναμη από τον πατριωτικό ενθουσιασμό. Ωστόσο, ακόμα και τότε, ελάχιστη υποστήριξη εύρισκε παντού η προοπτική μιας ειρήνης που δεν θα ισοδυναμούσε με νίκη. Εκ των υστέρων αυτό φαίνεται καταπληκτικό. Στο κάτω κάτω καμία χώρα δεν αντιμετώπισε στον Μεγάλο Πόλεμο ό,τι ήταν φανερό πως θα αντιμετώπιζαν η Μεγάλη Βρετανία ή η Ρωσία σε περίπτωση ήττας το 1940 ή το 1941. Γι’ αυτό δεν αρκεί η εξήγηση της απελπισίας που δημιουργεί ο φόβος. Η δύναμη του εθνικισμού δίνει το κλειδί για την εσωτερική φύση του Μεγάλου Πολέμου, του πιο δημοφιλούς πολέμου της ιστορίας όταν άρχισε, και του πιο δημοκρατικού αν ιδωθεί από την άποψη των ζωτικών δυνάμεων που επιστράτευσε καθώς προχωρούσε.
Αυτό δεν ήταν εύκολο να το προβλέψει κανείς. Και η συμπεριφορά των αντιπροσωπευτικών σωμάτων δεν είναι σαφής οδηγός. Η στάση του Ράιχσταγκ δεν προσφέρει σωστή μαρτυρία για τις αντιλήψεις του γερμανικού λαού και είναι αξιοπαρατήρητο ότι οι εκλογές τού 1914 στη Γαλλία (μοναδική μεγάλη δύναμη της Ευρώπης όπου ίσχυε καθολική ψηφοφορία στους άντρες) έφεραν ένα κοινοβούλιο εχθρικότατο στον νόμο του 1913 που επέβαλε την τριετή στρατιωτική θητεία. Από την άλλη πλευρά η βρετανική κυβέρνηση των Φιλελευθέρων αντιμετώπισε μεγαλύτερη φασαρία από τους εσωτερικούς και κοινοβουλευτικούς επικριτές της παρά από το εκλογικό σώμα όταν ανέλαβε τα μεγάλα ναυπηγικά προγράμματά της.
Η δυσκολία να ερμηνευθούν φαινόμενα με ισχνές μαρτυρίες, όπως η κοινή γνώμη πριν από το 1914, οδήγησε σε προσπάθειες να αποδοθούν τα πιο κακόφωνα παραδείγματα εθνικισμού εκείνης της εποχής σε ενσυνείδητη προπαγάνδα. Η αλήθεια είναι ότι αυτό έχει κάποια βαρύτητα. Λόγου χάρη, ο Βρετανικός Ναυτικός Σύνδεσμος (Navy League) και ο αντίστοιχος γερμανικός (Flottverein) είχαν κάνει πολλά για να ερεθίσουν το λαϊκό ενδιαφέρον για τον ναυτικό ανταγωνισμό. Ο απολογισμός που κάνει ο Ουίνστον Τσώρτσιλ για τα πριν από το 1914 έτη στο έργο του
Η παγκόσμια κρίση δείχνει πόσο πλατιά επιρροή άσκησε η προπαγάνδα αυτή. Οι Γερμανοί εξωθούνταν από τις καμπάνιες δημοσιότητας του ναυαρχείου τους να πιστέψουν ότι μόνο ένας στόλος μπορούσε να τους εξασφαλίσει το σεβασμό των Βρετανών. Αυτό ανησυχούσε ακόμη κι όσους Εγγλέζους δεν είχαν ποτέ ενδιαφερθεί για τη ναυτική στρατηγική. Οι αριθμοί που παρουσίαζαν συγκριτικά τη δύναμη σε θωρηκτά γίνονταν εύκολα αντιληπτοί και εύκολα δραματοποιούνταν. Με τη σειρά τους οι Βρετανοί εκπρόσωποι τύπου χρησιμοποιούσαν οξύτατη γλώσσα, που προκαλούσε στους Γερμανούς το φόβο επανάληψης μιας νέας «Κοπεγχάγης» (το σημερινό ανάλογο θα ήταν να λέγαμε «ενός νέου Περλ Χάρμπορ») σε βάρος του γερμανικού στόλου. Το ότι το Βρετανικό Ναυαρχείο είχε ανάλογους φόβους δεν μπορεί να είναι άσχετο. Ο φόβος, και μάλιστα φόβος που εν μέρει έχει προκληθεί ενσυνείδητα, καταλαμβάνει μια από τις πρώτες θέσεις στον κατάλογο των αιτίων που εξηγούν τι συνέβη το 1914. Ο φόβος των συνεπειών μιας ρωσικής νίκης έδωσε τη δικαιολογία που χρειάζονταν οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες για να πολεμήσουν υπέρ της καπιταλιστικής και ιμπεριαλιστικής Γερμανίας το 1914. Ο φόβος όμως δεν είναι κατ’ ανάγκη η μόνη αιτία για πράξεις συλλογικής παραφροσύνης.
Στο κάτω κάτω το εθνικό αίσθημα και η ξενοφοβία δεν ήταν κάτι το καινούργιο. Το είχαν επιδείξει πιο βίαια οι Γάλλοι έναντι των Βρετανών την εποχή της Φασόντας και του Πολέμου των Μπόερ, βιαιότερα απ’ όσο το επέδειξαν οι Βρετανοί έναντι των Γερμανών στα 1914. Εκείνο που ήταν νέο —ή σχετικά νέο— ήταν τα κοινωνικά πλαίσια του εθνικιστικού αισθήματος πριν από το 1914. Ο πατριωτισμός και ο σοβινισμός ήταν τώρα διαδεδομένα στις πλατιές μάζες χάρη στα νέα τεχνικά και θεσμικά δεδομένα. Ένα από τα πιο θεμελιώδη ήταν, κατά παράδοξο τρόπο, η τεράστια διάδοση της λαϊκής εκπαίδευσης από τα μέσα του 19ου αιώνα. Η διάδοση αυτή έφερε δύο σημαντικά αποτελέσματα. Το πρώτο ήταν ότι το μεγαλύτερο μέρος της εκπαίδευσης, καθώς παρεχόταν από το κράτος, οδήγησε στην εξάπλωση κοινών στάσεων και αξιωμάτων, πολλά από τα όποια ήταν στενά συνυφασμένα με το έθνος και τα σύμβολά του. Η στοιχειώδης εκπαίδευση, προσφέροντας στη μάζα του πληθυσμού πατριωτικά ποιήματα και πατριωτικά τραγούδια, όπως στη Γαλλία και τη Γερμανία, τελετές για την εθνική σημαία, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες, εορτασμούς των βασιλικών γενεθλίων ή εξύμνηση του εθνικού παρελθόντος, όπως τη Μεγάλη Βρετανία, αποτέλεσε ίσως τον ισχυρότερο θεσμό για την εξάπλωση της συνείδησης μιας εθνικής ταυτότητας. Και τα έθνη κατά παράδοση δοκιμάζονταν δείχνοντας την ανδρεία τους στον πόλεμο.
Το δεύτερο σημαντικό αποτέλεσμα ήταν διάδοση της ικανότητας ανάγνωσης. Δεν είναι συμπτωματικό το ότι οι εφημερίδες κυνηγοί των εντυπωσιακών ειδήσεων εμφανίστηκαν στις περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές χώρες και στις Ηνωμένες Πολιτείες γύρω στα 1900. Προϋπόθεση γι’ αυτό ήταν το μαζικό αναγνωστικό κοινό, και εκείνη την εποχή αυτό το είχε δημιουργήσει η μαζική εκπαίδευση. Γρήγορα συνδέθηκαν μ’ ένα κραυγαλέο πατριωτικό ύφος της δημοσιογραφίας, που πρώτοι καρποί της ήταν ο εξερεθισμός της αμερικανικής κοινής γνώμης εναντίον της Ισπανίας το 1898 και η βρετανική υστερία για το Μέιφκινγκ. Μπορούσαν να προκαλούν την έξαψη του μεγάλου κοινού για τις διεθνείς υποθέσεις, οι οποίες άλλοτε ενδιέφεραν μόνο τη σχετικά ολιγάριθμη κυβερνώσα τάξη.
Μια περίεργη εκδήλωση της μεταβαλλόμενης νοοτροπίας στα λαϊκά στρώματα ήταν η ανάπτυξη μιας νέας κατηγορίας λαϊκών βιβλίων για φανταστικούς μελλοντικούς πολέμους. Μια ωραία πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι από το 1900, όταν εμφανίστηκε το
Πώς οι Γερμανοί πήραν το Λονδίνο, ώς το 1914, όταν ο
Κίνδυνος του Κόναν Ντόυλ πρόσφερε μια προφητική εξιστόρηση της απειλής που έμελλε να αντιμετωπίσει η Μεγάλη Βρετανία από τον ολοκληρωτικό πόλεμο των υποβρυχίων, δημοσιεύθηκαν κάπου 180 βιβλία με το θέμα αυτό στις κύριες ευρωπαϊκές γλώσσες. Ήταν περίπου διπλάσια απ’ όσα είχαν εμφανιστεί στα 14 τελευταία χρόνια πριν από το 1900. Παντού έγιναν δεκτά με ενθουσιασμό. Στη Γερμανία, το
Der Weltkrieg (1904), που παρουσίαζε πώς οι Γερμανοί κατακτούσαν τη Μεγάλη Βρετανία, έγινε μπεστ-σέλερ. Τη μεγαλύτερη επιτυχία σημείωσε ένα εγγλέζικο βιβλίο του 1906, το
Η εισβολή του 1910 του Γουίλλιαμ Λε Κιου (
William Le Queux) , που πούλησε ένα εκατομμύριο αντίτυπα.
Τα βιβλία αυτά άσκησαν μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση των στερεότυπων που γέμιζαν το μυαλό των περισσότερων ανθρώπων κάθε φορά που έστρεφαν τη σκέψη τους στα διεθνή ζητήματα. Πολλά προωθούνταν ένθερμα από κύκλους ενδιαφερομένων. Ο
Λόρδος Ρόμπερτς υποστήριζε το βιβλίο του Λε Κιου σαν πολύτιμη συνηγορία υπέρ της κίνησης για την καθιέρωση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας. Τα βιβλία αυτά αντικατοπτρίζουν επίσης τις μετατοπίσεις της κοινής γνώμης. Στα 1900 ο εχθρός στα αγγλικά βιβλία αυτού του είδους ήταν ακόμη συνήθως ο Γάλλος. Στα 1903 ο Έρσκιν Τσάιλντερ περιέγραψε ένα γερμανικό σχέδιο εισβολής στην Αγγλία στο
Αίνιγμα των άμμων, και από εκεί και πέρα ο απειλητικός κίνδυνος ήταν συνήθως η Γερμανία. Τα βιβλία αυτά προετοίμασαν την κοινή γνώμη για τους φόβους και τις συγκινήσεις που έμελλε πρώτα να στηρίξουν τα μεγάλα προγράμματα εξοπλισμών και αργότερα να θρέψουν τα μίση που εκμεταλλεύτηκαν οι επαγγελματίες προπαγανδιστές στα χρόνια του πολέμου.
Άλλο ένα επικίνδυνο χαρακτηριστικό της προπολεμικής κοινωνίας ήταν η εξοικείωσή της με τη βία. Οι περισσότεροι άνθρωποι κάτι αντιλαμβάνονταν γι’ αυτήν, έστω και εξ ακοής. Όταν εξετάζουμε τη «χρυσή εποχή», όπως συχνά εμφανίζονται ότι ήταν τα προ του 1914 χρόνια, οφείλουμε να προφυλασσόμαστε από το ενδεχόμενο της επιλεκτικής χρήσης των πηγών. Όπως παρατήρησε ο οικονομολόγος Τζ. Μ. Κέυνς μετά τη λήξη του πολέμου (και η αλήθεια της παρατήρησης του ήταν πρόδηλη), η κρούστα του πολιτισμού ήταν πολύ λεπτή. Σε πολλές χώρες ο φόβος της επανάστασης ήταν βαθύς, και τον μεγάλωνε η κοινωνική βία, φαινόμενο τόσο συνηθισμένο στην τελευταία προπολεμική δεκαετία. Ξεχωριστά μεγάλα επεισόδια, όπως η Τραγική Εβδομάδα (Semana Trágica) στη Βαρκελώνη το 1909 ή η Ρωσική επανάσταση του 1905, συνέβαλαν πολύ στο να δημιουργηθούν αυτοί οι φόβοι, αλλά κι αυτοί τρέφονταν σχεδόν καθημερινά από το ασταμάτητο ρεύμα της κοινωνικής αναταραχής και βίας. Ο Ιταλός πρωθυπουργός Τζοβάννι Τζολίττι χαρακτηριζόταν μεγάλος ανθρωπιστής ιδεαλιστής (ή αντιθέτως άνανδρος μειοδότης) επειδή υποστήριζε ότι ίσως υπήρχε κάποιος καλύτερος τρόπος από τη βία για ν’ αντιμετωπιστούν οι κοινωνικές αναταραχές στην Ιταλία. Ο Κλεμανσώ, πολύ προτού γίνει διάσημος σαν σωτήρας της Γαλλίας, έγινε μισητός στους Γάλλους σοσιαλιστές με την αμείλικτη αντιμετώπιση των απεργιών. Ακόμα και στη Μεγάλη Βρετανία η χρησιμοποίηση στρατού για την υποστήριξη των πολιτικών αρχών ήταν συνηθισμένη στα προπολεμικά χρόνια.
Εξάλλου όλη η βία ή η ενδεχόμενη βία που αντιμετώπιζαν οι κυβερνήσεις δεν προερχόταν αποκλειστικά από κοινωνικά ή οικονομικά αιτήματα. Η τρομοκρατική ενέργεια που εκδηλώθηκε στο Σεράγεβο αποτελούσε από χρόνια απειλή για την αυτοκρατορία των Αψβούργων. Στην Πολωνία νεαροί επαναστάτες λήστευαν ταχυδρομικά καταστήματα για να εξασφαλίσουν χρήματα για τον αγώνα τους. Ο εθνικισμός, σε όσες χώρες κράτος και έθνος δεν συνέπιπταν, ήταν πολύ βιαιότερη εκρηκτική δύναμη από το ταξικό μίσος. Μάλιστα το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα στα 1914 το έδωσε η Μεγάλη Βρετανία, όπου δύο ασυμφιλίωτες κοινότητες, οι νότιοι Ιρλανδοί και οι κάτοικοι του Ώλστερ, οδήγησαν τη χώρα στα πρόθυρα τού εμφυλίου πολέμου και πρόσφεραν στον κόσμο το καταπληκτικό θέαμα ηγετών του Συντηρητικού Κόμματος να εξωθούν σε ένοπλη αντίσταση εναντίον νόμων που είχαν ψηφιστεί από το Κοινοβούλιο.
Ο φόβος της επανάστασης
Έχει κατά καιρούς ειπωθεί ότι οι φόβοι και οι εντάσεις που προέρχονταν από αυτές τις αιτίες οδηγούσαν μερικούς ανθρώπους να καλοσωρίζουν τον πόλεμο σαν μέσο αποφυγής της επανάστασης. Υπάρχει κάποια αλήθεια σ’ αυτό. Ασφαλώς η κρίση του Ώλστερ εξατμίστηκε σε μια μέρα όταν η έκρηξη του πολέμου απομάκρυνε την απειλή του
Κινήματος για Αυτοδιοίκηση. Είναι επίσης αλήθεια ότι πολλοί χαιρέτησαν τον πόλεμο από άγνοια του τι πράγματι σήμαινε. Κι αυτό δεν ήταν μόνο άγνοια των συνεπειών του πολέμου αλλά και άγνοια του πώς θα εξελισσόταν ο χαρακτήρας του στη διάρκειά του. Στρατιώτες, ναύτες και πολίτες υπέθεταν, λόγου χάρη, ότι ο πόλεμος θα ήταν σύντομος. Σχεδόν κανείς δεν είχε προβλέψει την καταστρεπτική δύναμη των σύγχρονων όπλων και τις απώλειες που θα προξενούσαν. Εξίσου απρόβλεπτο ήταν ότι οι μηχανές εσωτερικής καύσης, το συρματόπλεγμα, το πολυβόλο και το αεροπλάνο θα προκαλούσαν επανάσταση στην τακτική. Προπαντός κανένας δεν ονειρευόταν, όπως αποδεικνύει η φανταστική πολεμική λογοτεχνία, την απανθρωπιά του πολέμου του εικοστού αιώνα. Μόνον ένας συγγραφέας, ο
Ελβετός Ιβάν Σ. Μπλοκ, σκιαγράφησε σωστά τη φύση του επόμενου πολέμου (ένας άλλος συγγραφέας, ο μεγαλοφυής Χ. Τζ. Γουελς (H. G. Wells), είδε ακόμα πιο μακριά και έγραφε ήδη από τα 1913 για «ατομικές βόμβες»). Οι περισσότεροι άνθρωποι φαντάζονταν ότι ο πόλεμος θα ήταν μια βίαιη, αλλά σύντομη αναμέτρηση στρατών και στόλων. Η τόσο μεγάλη άγνοια έκανε ευκολότερο το να νομίζουν οι πολιτικοί ότι ο πόλεμος είναι μια λύση που απλοποιεί τα πράγματα και απαλλάσσει από προβλήματα που κατά οποιονδήποτε άλλον τρόπο είναι σχεδόν άλυτα. Αλλά και οι επαναστάτες της ανατολικής Ευρώπης, διαισθανόμενοι τη ζημιά που θα μπορούσε να κάνει ο πόλεμος στις μισητές τους μεγάλες αυτοκρατορίες, σκέφτονταν τα ίδια. Ωστόσο αυτό που προετοίμασε τον κόσμο να αποδεχτεί τον πόλεμο δεν ήταν μόνο η άγνοια του τι επρόκειτο να φέρει. Ένα από τα πιο εκπληκτικά χαρακτηριστικά της υποδοχής του πολέμου όταν ξέσπασε ήταν ο ενθουσιασμός που επέδειξαν όχι μόνο οι ημιμαθείς και ξενόφοβες μάζες άλλα και οι διανοούμενοι. Ο Βάλτερ Ρατενάου, Γερμανός οικονομολόγος και μέλλων υπουργός της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, θυμόταν ακόμα και στα 1918 την έκρηξη του πολέμου σαν την «ηχηρή πρώτη συγχορδία ενός αθάνατου ύμνου θυσίας, πίστης και ηρωισμού», ενώ ο μεγάλος ιστορικός Μάινεκε την αναπολούσε αργότερα σαν στιγμή «βαθύτατης χαράς». Από αγγλικής πλευράς ένα φημισμένο παράδειγμα είναι ο ποιητής Ρούπερτ Μπρουκ. Το ενθουσιώδες —και δεύτερης ποιότητας— ποίημα του «
Δόξα στο Θεό που μας ανέδειξε αντάξιους της δικής Του ώρας» εκφράζει μια στάση που τη συμμερίζονταν πολλοί σύγχρονοι σε όλες τις χώρες. Στην Ιταλία πολλοί ταράχτηκαν με το ενδεχόμενο να τηρήσει η πατρίδα τους ουδετερότητα.
Τις αντιδράσεις αυτές απέναντι στον πόλεμο τις διαπότιζε ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του προπολεμικού πολιτισμού που συχνά έχει αγνοηθεί, και που, όταν διαπιστώθηκε, ερμηνεύθηκε μάλλον σαν δημιούργημα παρά σαν στοιχείο της προεργασίας του Μεγάλου Πολέμου. Αυτό είναι η εσκεμμένη καλλιέργεια αξιών τελείως αντίθετων προς τις αξίες του επικρατούντος εκείνη την εποχή φιλελεύθερου πολιτισμού. Στην πίστη στη λογική, την κληρονομημένη από τον Διαφωτισμό, αντιτασσόταν η εξύμνηση του παραλόγου σαν πηγής των μεγαλύτερων θριάμβων του ανθρώπου· στα φιλελεύθερα εγκώμια των αρετών της συνεργασίας και της διαπραγμάτευσης ως υπέρτατων μεθόδων κοινωνικής συμβίωσης αντιτασσόταν η διδασκαλία εκείνων που έβλεπαν τη σύγκρουση και τη βία σαν κινητήριες δυνάμεις της προόδου.
Οι ρίζες αυτών των πολιτιστικών ρευμάτων είναι πολύ βαθιές. Οι διδασκαλίες του Κάρολου Μαρξ και του Δαρβίνου για τον κοινωνικό και το βιολογικό ρόλο της σύγκρουσης πρέπει να συναριθμηθούν σ’ αυτές. Μία άλλη ήταν τα πολύ παρεξηγημένα και από πολλούς αναμασούμενα κείμενα του Φρειδερίκου Νίτσε. Μερικοί από τους πρωτοπόρους του αντιορθολογιστικού κύματος δεν είχαν επίγνωση των συνεπειών των πράξεών τους. Η επίθεση του Ζίγκμουντ Φρόυντ εναντίον του πρωτείου της λογικής διεξαγόταν εν ονόματι της επιστημονικής έρευνας και της θεραπευτικής μεθόδου, και ο Γουίλλιαμ Τζέιμς, που η φιλοσοφία του του «πραγματισμού» κατέκτησε θαυμαστές στην Ευρώπη στα πρώτα χρόνια του αιώνα μας, κατέβαλε μια υγιή προσπάθεια να προσγειώσει τη φιλοσοφία στο στέρεο έδαφος της κοινής εμπειρίας. Ωστόσο οι πηγές αυτές εξέθρεψαν ένα ρεύμα βαθύτατα καταστρεπτικό των αξιωμάτων του φιλελεύθερου πολιτισμού, αυτού ακριβώς που έκανε δυνατή την ύπαρξή τους.
Τούτο φάνηκε σαφέστατα και απερίφραστα στις προσπάθειες δικαιολόγησης της βίας και του αντιορθολογισμού με όρους της ηθικής ή της αισθητικής. Ένα εντυπωσιακό παράδειγμα ήταν ο Γάλλος μηχανικός (που μεταβλήθηκε σε φιλόσοφο) Ζωρζ Σορέλ. Στο έργο του
Στοχασμοί πάνω στη βία (1908) δικαιολογεί τη βίαιη δράση των εργατών στις βιομηχανίες με βάση μιαν αντίληψη της ιστορίας που αποδίδει όλα τα μεγάλα επιτεύγματα στη βία και στις ηρωικές στάσεις που καλλιεργούνται από τον αγώνα και το μύθο. Περιφρονούσε τους διανοούμενους και τους κοινοβουλευτικούς της εποχής του ότι τάχα ευνούχιζαν τον πολιτισμό τους με το να στρέφουν την προσοχή του σε υλικούς στόχους και στην ορθολογική διευθέτηση των διενέξεων. Σε αυτό έμοιαζε στον Ιταλό ποιητή Γκαμπριέλε ντ’ Αννούντσιο, τον οποίο ο Λένιν έμελλε να παραδεχτεί αργότερα σαν τον μοναδικό αληθινό επαναστάτη της Ιταλίας. Ο Ντ’ Αννούντσιο είχε απολαύσει με την ψυχή του τα υλικά αγαθά της αστικής κοινωνίας, αλλά είχε προσχωρήσει στους βίαιους Ιταλούς εθνικιστές που παρακινούσαν τους συμπατριώτες τους να εισβάλουν στην Τριπολίτιδα στα 1911 σαν ένα πρώτο βήμα προς την εθνική αναγέννηση μέσω του ηρωισμού και της θυσίας.
Και άλλοι Ιταλοί έδειχναν μια προτίμηση για τη βία. Ένας από τους πιο παράξενους ήταν ο ζωγράφος και ποιητής Μαρινέττι, ηγέτης των «φουτουριστών», που είχαν αρχίσει κιόλας την επίθεση εναντίον των παραδεδεγμένων αισθητικών αξιών, η οποία αποκορυφώθηκε με το σουρεαλισμό. Η περιπέτεια της Τριπολίτιδας στα 1911 έδειχνε, κατ’ αυτόν, πως η ιταλική κυβέρνηση είχε επιτέλους γίνει φουτουριστική, και τα πολιτιστικά του ενδιαφέροντα τον τραβούσαν ολοένα και περισσότερο στα πολιτικά θέματα. Μια από τις εφευρέσεις των φουτουριστών τις πρώτες εβδομάδες του πολέμου, η «
αντιουδετερόφιλη ενδυμασία», ήταν απλώς μια κωμωδία, αλλά ακόμα και τέτοιες χειρονομίες πιστοποιούσαν τη χρεωκοπία του παραδοσιακού πολιτισμού και της παραδοσιακής αυθεντίας στα μάτια μεγάλου τμήματος της νεολαίας. Τις φανταχτερές κοινοτυπίες του φιλελευθερισμού τις αισθάνονταν στενάχωρες και πνιγηρές. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν σ’ αυτές· το μόνο που ήθελαν ήταν να τις συντρίψουν. «Σκατά στις Βερσαλλίες, Πομπηία, Βρύγη, Οξφόρδη, Νυρεμβέργη, Τολέδο, Μπεναρές!», διακήρυσσε ο Γαλλος ποιητής Απολλιναίρ σε ένα φουτουριστικό φυλλάδιο. Οι πολιτιστικοί επαναστάστες καλοσώριζαν, όπως και οι πολιτικοί, έναν πόλεμο που υποσχόταν να καταστρέψε το στάτους κβο.
Πολλοί άνθρωποι της μεσαίας τάξης είχαν εκφράσει δυσαρέσκεια για τον υλικά ικανοποιητικό άλλα ηθικά ανέμπνευστο κόσμο των αρχών του εικοστού αιώνα. Ο Γουίλλιαμ Τζέιμς είχε πει κάποτε ότι η ανθρωπότητα έχει ανάγκη να βρει ένα «ηθικό ισοδύναμο του πολέμου» —μια εμπειρία που θα έχει τις ίδιες απαιτήσεις ηρωισμού, τις ίδιες δυνατότητες απαλλαγής από τη μονοτονία και τη συμβατικότητα. Στα 1914 η συμπεριφορά και των σκεπτόμενων ακόμα ανθρώπων σε όλη την Ευρώπη έδειξε πόσο λίγη πρόοδος είχε σημειωθεί προς αυτόν τον άπιαστο σκοπό. Η κόπωση και η ασφυξία του φιλελεύθερου πολιτισμού έστρεψε τους ανθρώπους εναντίον του, ακριβώς όπως, κατά παράδοξο τρόπο, και η υλική του επιτυχία.
Δεν μπορούμε λοιπόν να ανιχνεύσουμε όλες τις καταβολές του πολέμου στα διπλωματικά έγγραφα ή στα σχέδια των επιτελείων. Ακόμα κι όταν θα τα έχουμε κάνει όλα φύλλο και φτερό, θα απομένουν ακόμα πολλά σημαντικά ερωτήματα για τη μαζική ψυχολογία και την πνευματική κόπωση, στα οποία πρέπει να δοθεί απάντηση προτού μπορέσουμε με βεβαιότητα να αποφανθούμε για το πώς έγινε και δημιουργήθηκε ένας τόσο μεγάλος κατακλυσμός. Ένας από τους πρωταγωνιστές του, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, σκιαγράφησε σύντομα τη δική του διάγνωση στα 1914, όταν έγραψε: «Υπήρχε μια παράξενη διάθεση στην ατμόσφαιρα. Ανικανοποίητες από την υλική ευημερία, οι χώρες στράφηκαν ανήσυχες προς έναν αγώνα εσωτερικό ή εξωτερικό». Μόνο μέσα σε αυτά τα πλαίσια είναι δυνατό να κατανοηθούν οι αυτοματικές κινήσεις των μεγάλων στρατιωτικών μηχανισμών κατά τις τελευταίες κρίσιμες μέρες, γιατί μόνο αυτή η διάθεση είχε προετοιμάσει τους ανθρώπους, αργά και ανεπαίσθητα, να αποδεχτούν αυτούς τους μηχανισμούς.
Μόναχο, 2 Αυγούστου 1914. Στην Πλατεία Οντεόν τα πλήθη διαδηλώνουν υπέρ του πολέμου. Ανάμεσά τους κι
ένας νεαρός αποτυχημένος ζωγράφος από κάποιο χωριό της Αυστρίας. (Φωτογραφία Χάινριχ Χόφμαν).
Το κείμενο είναι από το βιβλίο του J. M. Roberts
Europe in the Twentieth Century (Τόμ. 1:
1900-1914. Λονδίνο: Taplingder, 1971, σ. 255-262), σε δική μου μετάφραση.