Απόπειρες μνήμης
Το καλοκαίρι του 2014 απέχει ακριβώς έναν αιώνα από εκείνο το άλλο καλοκαίρι του 1914, που στάθηκε ορόσημο μιας αλλαγής δίχως προηγούμενο στην παγκόσμια ιστορία. Με αυτό έκλεισε μια ολόκληρη εποχή, εποχή ανόδου, παντοδυναμίας και θριάμβου της Ευρώπης και του πολιτισμού της (εποχή που δικαιολογημένα, και σαφέστατα αλαζονικά, ονομάστηκε Μπελ Επόκ), και η ανθρωπότητα βυθίστηκε σ’ έναν αποπνικτικό εφιάλτη, που ανέτρεψε ό,τι θεωρούνταν σταθερό και δεδομένο πρώτα πρώτα στην πνευματική αποσκευή του πολιτισμένου ανθρώπου (πρόοδος, ανθρωπιά, ορθολογισμός). Σήμερα, 28 Ιουνίου, συμπληρώνονται εκατό χρόνια από το πασίγνωστο γεγονός που λειτούργησε σαν πιστολιά του αφέτη σε μια κούρσα προς την παγκόσμια καταστροφή, τη δολοφονία στο Σεράγεβο. Η εκκίνηση της μνήμης με το κείμενο που ακολουθεί φιλοδοξεί να σας κεντρίσει το ενδιαφέρον.
Σεράγεβο: πιστολιές στην προκυμαία
Καμιά άλλη πολιτική δολοφονία στη σύγχρονη ιστορία δεν είχε τόσο τραγικές επιπτώσεις όσο η δολοφονία του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου, διαδόχου της αψβουργικής αυτοκρατορίας, από έναν Βόσνιο φοιτητή ονόματι Γκαβρίλο Πρίντσιπ, στο Σεράγεβο της Βοσνίας στις 28 Ιουνίου του 1914.
Ο αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος ήταν ο πρώτος διάδοχος του θρόνου των Αψβούργων που έπεφτε θύμα πολιτικής δολοφονίας. Η βία και η ατομική τρομοκρατία εναντίον μελών του χιλιόχρονου Υψηλού Οίκου (Erzhaus) των Αψβούργων δεν ήταν κάτι συνηθισμένο στη διάρκεια της μακρόχρονης ιστορίας τους, ξαφνικά όμως τα περιστατικά πύκνωσαν στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν ένα κύμα εθνικιστικών διεκδικήσεων κατέκλυσε την αυτοκρατορία.
Σε αντίθεση με άλλες συνταγματικές μοναρχίες στη Δυτική Ευρώπη οι Αψβούργοι δεν φρόντισαν να εκσυγχρονίσουν το πολυεθνικό τους κράτος. Αρνούμενοι το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και μεταχειριζόμενοι βία για να υπερασπιστούν τους θεσμούς τους, έρχονταν αντιμέτωποι όχι μόνο με μαζικά επαναστατικά κινήματα, όπως στην Ιταλία και την Ουγγαρία, αλλά και με πρακτικές ατομικής εξέγερσης όπως η δολοφονία.
Οι Ιταλοί, η πρώτη εθνότητα που εξεγέρθηκε κατά των Αψβούργων τον 19ο αιώνα, μεταχειρίστηκαν τη δολοφονία ως πολιτικό μέσο για να προωθήσουν τους εθνικιστικούς τους σκοπούς. Ο ηγέτης του ιταλικού δημοκρατικού εθνικιστικού κινήματος Ιωσήφ Μαντσίνι παρότρυνε τους συμπατριώτες και τις άλλες υποταγμένες εθνότητες στους κόλπους της αυτοκρατορίας να δολοφονήσουν τους αφέντες τους ως μέσο για ν’ ανοίξει ο δρόμος της εθνικής απελευθέρωσης.
Μεταξύ των Ιταλών που είχαν παραμείνει υπό την εξουσία των Αψβούργων μετά την ενοποίηση της Ιταλίας στα 1860 η παράδοση της δολοφονίας παρέμενε ζωντανή, και στα κρατικά αρχεία της Βιέννης υπάρχουν πολλές μυστικές αναφορές που βεβαιώνουν ότι Ιταλοί μετανάστες στις Ηνωμένες Πολιτείες, μαζί με Νοτιοσλάβους μετανάστες οργάνωναν περισσότερες από μία συνωμοσίες εναντίον του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ και του διαδόχου του Φραγκίσκου Φερδινάνδου, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα.
Οι Νεοβόσνιοι ήσαν μια από τις πολλές μυστικές εταιρείες Νοτιοσλάβων που ενεργούσαν εναντίον της αψβουργικής εξουσίας. Είχαν επαφές με παρόμοιες οργανώσεις στη Σλοβενία (τη μυστική εταιρεία Πρεπορόντ), την Κροατία και τη Δαλματία αλλά και με μυστικές εταιρείες στη Σερβία, ιδίως την εταιρεία «Ένωση ή Θάνατος» (Ujedinjenje ili smirt), γνωστότερη λαϊκά ως Μαύρη Χειρ, επικεφαλής της οποίας ήταν ο συνταγματάρχης Ντραγκούτιν Ντιμιτρίεβιτς, με το ψευδώνυμο Άπις, προϊστάμενος της Διεύθυνσης Πληροφοριών του σερβικού Γενικού Επιτελείου.
Παρότι οι δολοφόνοι του Σεράγεβου ήταν Βόσνιοι, και επομένως Αυστριακοί υπήκοοι, και παρότι είχαν εξυφάνει συνωμοσίες εναντίον αυτοκρατορικών αξιωματούχων επί πολλά χρόνια, τρία ηγετικά μέλη της συνωμοσίας, οι Πρίντσιπ, Τσαμπρίνοβιτς και Γκραμπέζ, ταξίδεψαν στο Σεράγεβο από το Βελιγράδι οπλισμένοι με πιστόλια και βόμβες τις οποίες προμηθεύτηκαν —μέσω κάποιων νεαρών Βόσνιων— από τον ταγματάρχη Βόισλαβ Τάνκοσιτς, έναν από τους ηγέτες της Μαύρης Χειρός.
Παρά το ότι οι Νεοβόσνιοι και η Μαύρη Χειρ συμμερίζονταν τον κοινό στόχο της εθνικής απελευθέρωσης, διέφεραν στη φιλοσοφία τους και στον τρόπο προσέγγισης των εσωτερικών προβλημάτων της νοτιοσλαβικής κοινωνίας. Ο συνταγματάρχης Άπις ήταν ένας στρατοκράτορας και πανσερβιστής, που ήθελε η Σερβία να κατέχει προνομιακή θέση μεταξύ των χωρών των Νοτίων Σλάβων, κάπως σαν τη θέση που απολάμβανε η Πρωσία μεταξύ των υπόλοιπων κρατών της Γερμανίας. Οι Νεοβόσνιοι επαγγέλλονταν την εξέγερση εναντίον όχι μόνο της ξένης κυριαρχίας αλλά και της δικής τους κοινωνίας. Ήταν αναρχικοί και αθεϊστές. Οραματίζονταν μια νοτιοσλαβική ομοσπονδία με όλη τη σημασία της λέξης.
Αγώνας για ζωή και θάνατο
Τις παραμονές της 28ης Ιουνίου 1914 η Μαύρη Χειρ ήταν μπλεγμένη σ’ έναν αγώνα ζωής και θανάτου με τη σερβική κυβέρνηση. Ο πρωθυπουργός Πάσιτς έβλεπε τον συνταγματάρχη Άπις και την ομάδα του σαν ένα είδος φρουράς πραιτοριανών που απειλούσε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της Σερβίας. Ο συνταγματάρχης Άπις είχε σχεδιάσει πραξικόπημα εναντίον της κυβέρνησης τον Απρίλιο του 1914, αλλά η συνωμοσία αποκαλύφθηκε εγκαίρως και αποτράπηκε.
Η σερβική κυβέρνηση δεν είχε λόγο να προκαλέσει σύγκρουση με την Αυστρο-Ουγγαρία το 1914. Μετά από δύο βαλκανικούς πολέμους και μία αλβανική ανταρσία (όταν στασίασαν αλβανικές μονάδες του σερβικού στρατού) ο σερβικός στρατός ήταν αποδεκατισμένος και με πολλές ελλείψεις σε όπλα και πυρομαχικά για οποιουδήποτε είδους σύγκρουση. Η χώρα είχε μεγάλη ανάγκη από ειρήνη. Όπως αποδεικνύεται από σερβικά έγγραφα, η σερβική κυβέρνηση έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να αποφευχθεί και το παραμικρό επεισόδιο στη διάρκεια της επίσκεψης του αρχιδούκα στη Βοσνία. Οι πολιτικές αρχές στα σύνορα την ειδοποίησαν ότι κάποια μέλη της Μαύρης Χειρός περνούσαν λαθραία όπλα στο αυστρο-ουγγρικό έδαφος. Αμέσως ξεκίνησε έρευνα στρεφόμενη κατά του Άπις, που αρνήθηκε ότι άνδρες του είχαν εμπλακεί σε τέτοιου είδους δραστηριότητες.
Υπάρχει η θεωρία ότι η αναμέτρηση ισχύος μεταξύ Πάσιτς και Άπις οδήγησε τον τελευταίο να εγκρίνει την παράδοση των όπλων από τον Τάνκοσιτς στους δολοφόνους του Σεράγεβου. Φαίνεται πως ο Άπις δεν περίμενε ότι ο Πρίντσιπ και οι συνεργοί του θα κατάφερναν να σκοτώσουν τον αρχιδούκα, πίστευε όμως ότι οι προσπάθειές τους θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν μείζονα ένσταση στις σχέσεις μεταξύ της κυβέρνησης Πάσιτς και της Βιέννης, και ότι οι επιπλοκές θα αδυνάτιζαν ακόμη περισσότερο τη θέση του Πάσιτς απέναντί του. Η θεωρία αυτή ενισχύθηκε από τη δήλωση του Τάνκοσιτς, όταν τον συνέλαβαν μετά την παράδοση του αυστριακού τελεσιγράφου στη Σερβία. Ένας στρατηγός που ήταν παρών στη σύλληψη ρώτησε: «Γιατί το έκανες αυτό;», κι ο Τάνκοσιτς απάντησε: «Για να χολώσω τον Πάσιτς».
Ενώ είναι βέβαιο ότι η Σερβία δεν είχε καμία διάθεση να εμπλακεί σε διενέξεις το καλοκαίρι του 1914, το ίδιο δεν μπορεί να υποστηριχθεί για την Αυστρο-Ουγγαρία· εκείνη διακατεχόταν από μιαν έμμονη ιδέα με τα νότια σύνορά της, τα Βαλκάνια και τη Αδριατική. Η περιοχή αυτή ήταν καίρια σε σπουδαιότητα για την επεκτεινόμενη βιομηχανία της Αυστρο-Ουγγαρίας και το εμπόριό της. Κεφάλαια από τη Βιέννη και τη Βουδαπέστη επενδύονταν σε έργα κατασκευής σιδηροδρόμου μέχρι και την Τουρκία, το Αυστριακό Λόυδ ήταν μια από τις σπουδαιότερες ατμοπλοϊκές εταιρείες, διεκπεραιώνοντας την εμπορική κίνηση από την Τεργέστη και το Φιούμε ώς τη Μέση Ανατολή, και η Τεργέστη ανταγωνιζόταν με επιτυχία τα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά λιμάνια. Ωστόσο την ίδια στιγμή η εξάρτηση της Αυστρο-Ουγγαρίας από τη Γερμανία μεγάλωνε. Οι μισές από τις εξαγωγές της Αυστρο-Ουγγαρίας κατευθύνονταν στη Γερμανία. Γερμανικά κεφάλαια, δάνεια και πιστώσεις είχαν φτάσει να ελέγχουν την κατάσταση στη Βιέννη. Έτσι ολόκληρη η επέκταση της Αυστρο-Ουγγαρίας απαιτούσε τη συνεργασία της Γερμανίας.
Η σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ ευρωπαϊκών δυνάμεων εντεινόταν καθώς πλησίαζε το 1914. Γερμανία και Αυστρο-Ουγγαρία υποχρεώνονταν να ακολουθούν κοινή πολιτική στα Βαλκάνια. Γαλλία και Γερμανία ανταγωνίζονταν ενεργά στην περιοχή, προσφέροντας κρατικά δάνεια και συμβόλαια για στρατιωτικούς εξοπλισμούς στα κράτη των Βαλκανίων. Την ίδια στιγμή η Ρωσία ενίσχυε την επιρροή της προωθώντας συμμαχία μεταξύ της Σερβίας, της Βουλγαρίας, της Ελλάδας και του Μαυροβουνίου όχι μόνο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και εναντίον της Αυστρο-Ουγγαρίας. Το τελευταίο εξάμηνο πριν την έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου οι όποιες διαφορές μεταξύ Βερολίνου και Βιέννης στα ζητήματα των Βαλκανίων, ιδίως σε ό,τι αφορούσε τη Σερβία, εξαφανίστηκαν.
Σε αρκετές περιστάσεις μεταξύ 1908 και 1913 η Γερμανία είχε συμβουλέψει τη Βιέννη να συγκρατήσει την πίεσή της επί της Σερβίας, ασφαλώς από την ανησυχία μήπως μια τοπική σύγκρουση διογκωθεί τόσο που να εμπλέξει σ’ αυτήν ολόκληρη την Ευρώπη. Αλλά από τα τέλη του 1913 και μετά η Γερμανία ήταν πολύ καλύτερα προετοιμασμένη για γενικευμένο πόλεμο με ευρωπαϊκές δυνάμεις, κι έτσι μπορούσε να επιτρέψει —ίσως ακόμα και να παροτρύνει— τη Βιέννη να ακολουθήσει αυστηρότερη γραμμή έναντι της Σερβίας.
Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1913 ξέσπασε ανταρσία στους αλβανικούς πληθυσμούς που ζούσαν σε σερβικά εδάφη και οι εξεγερμένοι προκάλεσαν μεγάλες απώλειες στα σερβικά στρατεύματα. Το Βελιγράδι κατηγόρησε την Αυστρο-Ουγγαρία ότι υποκίνησε αυτές τις ταραχές και μετά την καταστολή της ανταρσίας μονάδες του σερβικού στρατού διάβηκαν τα σύνορα και μπήκαν στην Αλβανία. Η Αυστρο-Ουγγαρία επέδωσε τελεσίγραφο στη Σερβία στις 17 Οκτωβρίου 1913, απαιτώντας να αποσυρθούν τα στρατεύματα.
Αυτή η κρίση του Οκτωβρίου του 1913 σηματοδότησε μια βασική μεταβολή στη συμπεριφορά της γερμανικής κυβέρνησης στο θέμα της πιθανής σύγκρουσης μεταξύ Αυστρο-Ουγγαρίας και Σερβίας. Ο αρχηγός του αυστριακού Γενικού Επιτελείου στρατηγός Κόνραντ φον Χαίτσεντορφ μίλησε με τον αυτοκράτορα Γουλιέλμο, ο οποίος «ενθάρρυνε την Αυστρία να εισβάλει στη Σερβία, και εξέφρασε την πεποίθησή του ότι οι υπόλοιπες δυνάμεις δεν θα παρενέβαιναν».
Ο Φραγκίσκος Φερδινάνδος ήταν ένθερμος υποστηρικτής ενός προληπτικού πολέμου με τη Σερβία. Οι απόψεις του στο θέμα αυτό ταυτίζονταν με του Χαίτσεντορφ και των άλλων στρατηγών που εισηγούνταν επιθετική εξωτερική πολιτική. Σύμφωνα με έναν ιστορικό, «στο δεκαεπτάμηνο μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1913 και 1ης Ιουνίου 1914 ο Χαίτσεντορφ, σύμφωνα με δικές του δηλώσεις, εισηγήθηκε πόλεμο κατά της Σερβίας ούτε λίγο ούτε πολύ είκοσι πέντε φορές».
Το ότι η στάση του Φραγκίσκου Φερδινάνδου έναντι της Σερβίας έγινε οριστική φαίνεται επίσης και από τις Οδηγίες Εσωτερικής Πολιτικής που εξέδωσε, και στις οποίες δήλωνε ότι ο πόλεμος με τη Σερβία ήταν βέβαιος. Πρόθεσή του επίσης ήταν να προσαρτήσει τη Σερβία, όπως γίνεται φανερό από τους αυτοκρατορικούς και βασιλικούς τίτλους που απαριθμούνται στο προσχέδιο της Αυτοκρατορικής Διακήρυξής του, την οποία θα διάβαζε στην οριστική της μορφή όταν θα διαδεχόταν τον Φραγκίσκο Ιωσήφ.
Φραγκίσκος Φερδινάνδος (1875-1914)
Η μοιραία ανακοίνωση
Η απόφαση του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου να επισκεφθεί τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη τον Ιούνιο του 1914 βασιζόταν σε στρατιωτικούς, πολιτικούς και προσωπικούς υπολογισμούς. Στις δύο πρωτεύουσες είχαν προγραμματιστεί μεγάλες θερινές στρατιωτικές ασκήσεις. Ως Γενικός Επιθεωρητής των ενόπλων δυνάμεων της αυτοκρατορίας, ο αρχιδούκας αναμενόταν να τις παρακολουθήσει. Κατά παράδοση έπρεπε να παρασταθεί ο ίδιος ο αυτοκράτορας, αλλά λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του παρήγγειλε στον αρχιδούκα να τον αντιπροσωπεύσει.
Τα νέα της επίσκεψης του Φραγκίσκου Φερδινάνδου έγιναν γνωστά σε αγγελία που δόθηκε στον τύπο στα μέσα Μαρτίου του 1914 κι αυτό παρακίνησε τους Νεοβόσνιους και τις άλλες νοτιοσλαβικές μυστικές εταιρείες να εντείνουν τις προσπάθειές τους.
Ωστόσο η εξιστόρηση της δολοφονίας του Σεράγεβου δείχνει ότι επρόκειτο για την πιο ερασιτεχνική συνωμοσία των νεότερων χρόνων. Οι συνωμότες ήσαν εφτά, όλοι τους αποφασισμένοι να φέρουν σε πέρας το σκοπό τους, αλλά η επιτυχία της συνωμοσίας οφειλόταν πρώτα και κύρια στην τύχη. Καταρχήν τα μέτρα ασφαλείας για την επίσκεψη του αρχιδούκα στη Βοσνία δεν ήταν διόλου εντυπωσιακά. Ο ίδιος ο αρχιδούκας έδειξε μοιρολατρική απάθεια σε μια προειδοποίηση που έλαβε. Όταν κάποιος φίλος του του επέστησε την προσοχή ότι μπορούσε να δολοφονηθεί στο Σεράγεβο, απάντησε αναστενάζοντας: «Είμαι βέβαιος ότι η προειδοποίησή σου είναι δικαιολογημένη, αλλά δεν θ’ αφεθώ να με βάλουν στη γυάλα. Η ζωή μας είναι διαρκώς σε κίνδυνο. Οι φόβοι και τα μέτρα σού παραλύουν τη ζωή. Είναι επικίνδυνο πράγμα να φοβάσαι. Ας στηριχτούμε στο Θεό».
Παρά την εκρηκτική ατμόσφαιρα (η ημέρα της δολοφονίας ήταν η Βίντοβνταν, η ημέρα της μεγαλύτερης σερβικής εορτής, η ημέρα του αγίου Βίτου*) οι προφυλάξεις ασφαλείας ήταν περίπου ανύπαρκτες, ιδίως συγκρινόμενες με την αστυνομική προστασία που είχε δοθεί στον αυτοκράτορα κατά την επίσκεψή του στο Σεράγεβο το 1910. Για την επίσκεψη του Φραγκίσκου Ιωσήφ η διαδρομή από την οποία θα περνούσε πλαισιωνόταν από διπλή γραμμή στρατιωτών, ενώ για τον αρχιδούκα τέτοια συνοδεία δεν υπήρχε, παρότι 70.000 στρατιώτες βρίσκονταν στα περίχωρα της πόλης για τις ασκήσεις. Όταν έφτασε ο αυτοκράτορας, εκατοντάδες ύποπτοι πολίτες διατάχθηκαν να μη βγουν απ’ τα σπίτια τους, αλλά για την επίσκεψη του Φραγκίσκου Φερδινάνδου τέτοια μέτρα δεν πάρθηκαν.
Η αστυνομία του Σεράγεβου, απολογούμενη, έριξε το φταίξιμο στον στρατηγό Όσκαρ Ποτιόρεκ, στρατιωτικό διοικητή της Βοσνίας, και στη στρατιωτική επιτροπή για την υποδοχή του αρχιδούκα. Η αστυνομία είχε προετοιμάσει ειδικό υπόμνημα για τη δραστηριότητα των Νεοβόσνιων, αλλά την επέπληξαν ότι είχε τρομοκρατηθεί από «παιδάρια». Τη προηγουμένη της 28ης Ιουνίου η αστυνομία προειδοποίησε και πάλι να μην επισκεφτεί ο αρχιδούκας την πόλη ανήμερα του αγίου Βίτου. Αλλά ο πρόεδρος της επιτροπής υποδοχής, ένας αξιωματικός του στρατού, παραμέρισε την προειδοποίηση λέγοντας: «Μην ανησυχείτε. Αυτά τα αποβράσματα δεν θα τολμήσουν να κάνουν το παραμικρό».
«Τα μέτρα ασφαλείας της 28ης Ιουνίου θα επαφίενται στη βούληση της Θείας Πρόνοιας», ήταν η απάντηση ενός ανώτερου αξιωματούχου της αστυνομίας. Με δική της πρωτοβουλία η αστυνομία εξέδωσε διαταγές στους 120 άνδρες της (επικουρούμενους από λιγοστούς αστυνομικούς της Τεργέστης και της Βουδαπέστης), να έχουν στραμμένα τα πρόσωπά τους προς το πλήθος, καθώς η αυτοκρατορική συνοδεία θα περνούσε μέσα απ’ τους δρόμους του Σεράγεβου. Αλλά 120 άνδρες σε μια διαδρομή έξι χιλιομέτρων δεν μπορούσαν να κάνουν πολλά.
Ήταν η ώρα 10.10 το πρωί της 28ης Ιουνίου και, καθώς το αυτοκίνητο του αρχιδούκα περνούσε έξω από το κεντρικό κτήριο της αστυνομίας του Σεράγεβου, ο στρατηγός Ποτιόρεκ, που βρισκόταν στο αυτοκίνητο μαζί με τον αρχιδούκα και τη σύζυγό του, τους έδειχνε το κτήριο του καινούργιου στρατώνα. Τη στιγμή εκείνη ένας νεαρός άντρας μ’ ένα μακρύ μαύρο πανωφόρι και μαύρο καπέλο, ο Τσαμπρίνοβιτς, ρώτησε έναν αστυνομικό σε ποιο από τα αυτοκίνητα επέβαινε ο αρχιδούκας. Δευτερόλεπτα μετά αφαίρεσε το καπάκι μιας χειροβομβίδας, χτυπώντας την σ’ ένα μεταλλικό φανοστάτη δίπλα στην προκυμαία, και την πέταξε προς το αυτοκίνητο του αρχιδούκα. Ο οδηγός είδε ένα μαύρο αντικείμενο να ίπταται προς αυτόν και αύξησε την ταχύτητα. Η χειροβομβίδα έπεσε στη διπλωμένη οροφή στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Ο αρχιδούκας έκανε μια κίνηση με το αριστερό του χέρι για να προστατέψει τη δούκισσα σύζυγό του κι έδιωξε το βλήμα, που κύλισε έξω από το αυτοκίνητο στο οδόστρωμα και έσκασε κάτω από τον πίσω αριστερό τροχό του επόμενου αυτοκινήτου. Τη στιγμή που εκρηγνυόταν η βόμβα η δούκισσα αναπήδησε στη θέση της. Ο αρχιδούκας αντιλήφθηκε ότι τα υπόλοιπα αυτοκίνητα δεν τους ακολουθούσαν και διέταξε τον σοφέρ να σταματήσει. Δύο αξιωματικοί είχαν τραυματιστεί, ο ένας σοβαρά. Αστυνόμοι και μυστικοί περιέτρεχαν το σημείο συλλαμβάνοντας όσους περισσότερους παριστάμενους μπορούσαν. Περίπου 20 άτομα κείτονταν στο οδόστρωμα τραυματισμένα, μερικά σοβαρά. Μια γυναίκα που παρακολουθούσε την πομπή από το μπαλκόνι του υπνοδωματίου της είχε χτυπηθεί στο πρόσωπο και το τύμπανο του αφτιού της είχε συντριβεί από την έκρηξη.
Ενώ το αυτοκίνητο του διαδόχου δεν είχε πάψει να είναι στόχος κι άλλων επίδοξων δολοφόνων, η δούκισσα παραπονέθηκε ότι ένιωθε πόνο χαμηλά στο σβέρκο της, κοντά στην ωμοπλάτη. Ο αρχιδούκας εξέτασε το σημείο και είδε ότι το δέρμα είχε σκιστεί. Ύστερα ακούστηκε να λέει: «Αυτός ο άνθρωπος πρέπει να είναι τρελός. Κύριοι, ας συνεχίσουμε κατά το πρόγραμμα».
Η αυτοκινητοπομπή διευθύνθηκε προς το δημαρχείο κι εκεί, μετά την τελετή, ο αρχιδούκας αποφάσισε να τροποποιήσει τη διαδρομή του και να επισκεφθεί έναν από τους τραυματισμένους αξιωματικούς στο νοσοκομείο. Τα αυτοκίνητα κινήθηκαν κατά μήκος της προκυμαίας με μεγαλύτερη ταχύτητα. Όταν όμως το πρώτο από αυτά, στο οποίο επέβαινε ο διευθυντής των μυστικών, έφτασε στη γωνία της προκυμαίας και της λεωφόρου Φραγκίσκου Ιωσήφ, έστριψε δεξιά, σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο. Το δεύτερο αυτοκίνητο το ακολούθησε. Είχε μέσα τον αρχηγό της αστυνομίας και τον δήμαρχο.
Ποιος έκανε το λάθος αυτό και κατά πόσο ήταν τυχαίο ή εσκεμμένο παραμένει ένα από τα αμφισβητούμενα της υπόθεσης. Ο οδηγός του αυτοκινήτου του αρχιδούκα ήταν έτοιμος να τους ακολουθήσει, όταν ο στρατηγός Ποτιόρεκ άρχισε να του φωνάζει: «Τι είναι όλ’ αυτά; Σταμάτα! Πήρες λάθος δρόμο. Πρέπει να ακολουθήσουμε την προκυμαία».
Πατώντας με δύναμη το φρένο, ο οδηγός σταμάτησε το αυτοκίνητο ακριβώς μπροστά από ένα μαγαζί. Το πεζοδρόμιο μπροστά του ήταν γεμάτο κόσμο. Τη στιγμή εκείνη ένας κοντός νεαρός με μακριά μαλλιά και γαλάζια μάτια σε βαθιές κόχες έβγαλε από την τσέπη του ένα περίστροφο. Ένας αστυνόμος διέβλεψε τον κίνδυνο και έκανε μια κίνηση να του αρπάξει το χέρι, αλλά δέχτηκε ένα χτύπημα από κάποιον που στεκόταν παραδίπλα, προφανώς συνένοχο του δολοφόνου. Ακούστηκαν πυροβολισμοί. Ο δολοφόνος βρισκόταν πολύ κοντά, μόλις λίγα μέτρα από το στόχο του.
Γκαβρίλο Πρίντσιπ (1894-1918)
Στην αρχή φάνηκε πως κι αυτή η απόπειρα είχε αποτύχει. Ο στρατηγός Ποτιόρεκ γυρνώντας είδε και τους δύο, τον αρχιδούκα και τη δούκισσα, να στέκονται ακίνητοι στα καθίσματά τους. Καθώς όμως το αυτοκίνητο έκανε αναστροφή πάνω στην προκυμαία, η δούκισσα έπεσε πάνω στον αρχιδούκα και ο Ποτιόρεκ διέκρινε στο στόμα του αίμα. Διέταξε τον σοφέρ να οδηγήσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο Κονάκι (το κυβερνείο).
Ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου στο οποίο επέβαινε το αυτοκρατορικό ζεύγος, Φραντς, κόμης φον Χάρραχ, που βρισκόταν και αυτός στο μπροστινό κάθισμα με τον σοφέρ, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Νά τι θυμόταν από τη σκηνή: «Καθώς έβγαζα το μαντίλι μου για να σκουπίσω το αίμα από το στόμα του αρχιδούκα, η υψηλότητά της η δούκισσα φώναξε: “Για τ’ όνομα του Θεού, τι σου συνέβη;” Έπειτα το σώμα της έγειρε κι έπεσε πάνω στον αρχιδούκα με το κεφάλι της στα γόνατά του. Δεν είχα καταλάβει πως είχε χτυπηθεί και νόμισα πως λιποθύμησε από το σοκ. Η υψηλότητά του ψέλλισε: “Σοφίκα, Σοφίκα**, μην πεθαίνεις. Ζήσε για τα παιδιά μας”. Τότε έπιασα τον αρχιδούκα από το κολάρο του χιτωνίου του, για να προλάβω το κεφάλι του να μη γείρει μπροστά, και τον ρώτησα: “Υψηλότατε, πονάτε πολύ;” κι εκείνος μου απάντησε “Δεν είναι τίποτα”. Το πρόσωπό του στράβωσε και επανέλαβε έξι ή εφτά φορές, κάθε φορά και πιο ξέπνοα, χάνοντας όλο και περισσότερο τις αισθήσεις του, “Δεν είναι τίποτα”. Ακολούθησε μια σύντομη παύση κι έπειτα μια σύσπαση κι ένας ρόγχος στο λάρυγγα, από το αίμα που έχανε. Μέχρι να φτάσουμε στο Κονάκι όλα είχαν τελειώσει. Τα δύο σώματα μεταφέρθηκαν αναίσθητα στο κτήριο, όπου σύντομα διαπιστώθηκε ο θάνατός τους».
Ένας Γερμανός ιησουίτης, ο πατήρ Αντώνιος Πούντιγκαμ, κι ένας φραγκισκανός κλήθηκαν να παρουσιαστούν.
Πρώτη πέθανε η δούκισσα. Μια από τις σφαίρες, που προοριζόταν για τον κυβερνήτη, είχε διαπεράσει το πλαϊνό του αμαξώματος, είχε τρυπήσει τον κορσέ της και είχε σφηνωθεί στο δεξί της πλευρό. Ο αρχιδούκας εξέπνευσε έπειτα από λίγο διάστημα. Μια σφαίρα είχε διατρυπήσει το δεξί κολάρο του χιτωνίου του, έκοψε την αρτηρία του λαιμού και σταμάτησε στη σπονδυλική του στήλη. Η γρήγορη οδήγηση ώς το Κονάκι πρέπει να χειροτέρεψε την κατάστασή τους.
Είχε φτάσει 11.30 πρωί της 28ης Ιουνίου 1914. Το σώμα της δούκισσας κειτόταν στο κρεβάτι του κυβερνήτη, όπου την είχαν μεταφέρει μετά το θάνατό της. Το σώμα του αρχιδούκα βρισκόταν σ’ ένα διπλανό δωμάτιο στο απομονωνόμενο και περιφραγμένο Κονάκι, ένα κτήριο από την εποχή της τουρκικής διοίκησης. Το κολάρο του ήταν ανοιχτό και φαινόταν μια χρυσή αλυσίδα απ’ την οποία κρέμονταν εφτά φυλαχτά με δέσιμο από χρυσό και πλατίνα. Το καθένα από τα φυλαχτά ήταν για να τον προστατεύει από διαφορετικό είδος κακού. Τα μανίκια του ήταν ανασηκωμένα και στον αριστερό βραχίονα διακρινόταν ένα τατουάζ μ’ ένα κινεζικό δράκο σε διάφορα χρώματα. Γύρω απ’ το λαιμό της δούκισσας φαινόταν μια χρυσή αλυσίδα μ’ ένα μάλλινο σακουλάκι που περιείχε άγια λείψανα για προστασία από ασθένειες και ατυχίες. Οι καμπάνες των εκκλησιών του Σεράγεβου, η μια μετά την άλλη, άρχισαν να χτυπούν.
Η ματωμένη στολή του αρχιδούκα
Η έρευνα που διεξήχθη στο Σεράγεβο μετά τη δολοφονία δεν αποκάλυψε στοιχεία για πιθανή ενοχή της σερβικής κυβέρνησης. Ειδικός απεσταλμένος από τη Βιέννη, από το Υπουργείο Εξωτερικών, ο Φρήντριχ φον Βίζνερ, έφτασε στο Σεράγεβο στις 10 Ιουλίου του 1914 για να μελετήσει το υλικό της έρευνας και να διαπιστώσει αν η σερβική κυβέρνηση βαρυνόταν με μέρος της ευθύνης για τη δολοφονία. Στις 13 Ιουλίου ο Βίζνερ τηλεγράφησε: «Δεν υπάρχει στοιχείο που να υποδεικνύει συνενοχή της σερβικής κυβέρνησης είτε στη δολοφονία είτε στην προπαρασκευή της είτε στην προμήθεια των όπλων. Ούτε υπάρχει τίποτε που να επιτρέπει ακόμα και να υποθέσει κανείς τέτοιο πράγμα. Απεναντίας, υπάρχουν αποδείξεις που φαίνεται να αποκλείουν το θέμα της συνενοχής. Εάν οι επικρατούσες κατά τη στιγμή της αναχώρησής μου προθέσεις εξακολουθούν να υφίστανται, θα μπορούσαν να διατυπωθούν απαιτήσεις ως προς τα εξής:
Να τιμωρηθούν οι συνένοχοι Σέρβοι κυβερνητικοί υπάλληλοι που διοχέτευσαν λαθραία ανθρώπους και υλικό μέσω των συνόρων.
Να απολυθούν οι αξιωματούχοι των σερβικών συνοριακών υπηρεσιών στις πόλεις Σάμπατς και Λόζνιτσα για λαθραία εξαγωγή ανθρώπων και υλικών διά των συνόρων.
Να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά των Τσιγκάνοβιτς και Τάνκοσιτς».
Το ενδιαφέρον είναι ότι και οι γερμανικές αρχές έφτασαν σε παρόμοιο συμπέρασμα. Ο πρώην καγκελάριος Μπύλοφ έγραψε στα απομνημονεύματά του:
«Μολονότι η απεχθής δολοφονία ήταν έργο μια σερβικής μυστικής εταιρείας με παρακλάδια σε όλη τη χώρα, πολλές λεπτομέρειες αποδεικνύουν ότι η σερβική κυβέρνηση ούτε την προκάλεσε ούτε την επιθυμούσε. Οι Σέρβοι ήταν εξαντλημένοι από δύο πολέμους. Ακόμη και οι πιο θερμοκέφαλοι ανάμεσά τους θα κοντοστέκονταν στη σκέψη ενός πολέμου με την Αυστρο-Ουγγαρία, που ήταν τόσο συντριπτικά ισχυρότερη, ιδίως αφού στα νώτα των Σέρβων βρίσκονταν οι μνησίκακοι Βούλγαροι και οι αναξιόπιστοι Ρουμάνοι. Τουλάχιστον έτσι συνόψιζε την κατάσταση ο Φον Γκρήζινγκερ, ο πρεσβευτής μας στο Βελιγράδι, το ίδιο και οι ανταποκριτές των κυριότερων γερμανικών εφημερίδων».
Όμως το αληθινό πρόβλημα που η δολοφονία στο Σεράγεβο έφερνε στο προσκήνιο δεν ήταν η ενοχή ή αθωότητα της Σερβίας, γιατί και το παραμικρό σχεδόν επεισόδιο μπορούσε να πυροδοτήσει τις επιθετικές ορέξεις της Αυστρο-Ουγγαρίας κατά της Σερβίας, με απροσμέτρητες επιπτώσεις σε διεθνές επίπεδο. Ο θάνατος του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου ήταν γραφτό να ξεπλυθεί με περισσότερο ευρωπαϊκό αίμα απ’ όσο κι ο ίδιος, ο ηγέτης της φιλοπόλεμης μερίδας της Αυστρίας, θα είχε ποτέ επιθυμήσει.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Βλαντιμίρ Ντεντιγέρ, από το Purnell's History of the First World War, τόμ. 1 (σε μετάφραση δική μου).
* Vidovdan, η εθνική εορτή των Σέρβων, επέτειος της Μάχης του Κοσσυφοπεδίου (1389) και απαρχή του εθνικιστικού τους οράματος
** Sopherl! Sopherl! Sterbe nicht! Bleibe am Leben für unsere Kinder!
Το μοιραίο αυτοκίνητο, η μαύρη λιμουζίνα (για την ακρίβεια διπλό παετόνι) Gräf & Stift 28/32 PS, μοντέλο 1911 (Μουσείο Στρατιωτικής Ιστορίας, Βιέννη)
Last edited: