Η βία είναι προγραμματισμένη

Είναι σαφώς βασιμότερη η κριτική που αφορά τη βιολογική τεκμηρίωση του φιλελευθερισμού, μέσω της θεωρίας του εγωιστικού γονιδίου

Η κριτική αυτή απέναντι στην κοινωνιοβιολογία είναι παλιά, αλλά έχει πολιτική και όχι επιστημονική διάσταση. Ο John Maynard Smith, είχε κάποτε απαντήσει: "Δηλαδή τι έπρεπε να κάνουμε; Να μαγειρέψουμε τις εξισώσεις;". (Αντίστοιχα, ο Ντόκινς στο Εγωιστικό γονίδιο το λέει λίγο διαφορετικά: "Δυστυχώς, όσο κι αν αποδοκιμάζουμε κάτι που δεν μας αρέσει, αυτό δεν το κάνει να μην είναι αληθινό"). Θα μπορούσα αντίστοιχα να προσθέσω ότι και οι Ναζί είχαν υιοθετήσει κάποιες δαρβινικές ιδέες, πάνω στις οποίες στήριξαν τις ευγονικές θεωρίες τους, αλλά πάει πολύ να κατηγορήσουμε τον Δαρβίνο ότι υπόθαλψε τον ναζισμό ή να αμφισβητήσουμε την δαρβινική θεωρία επειδή χρησιμοποιήθηκε (κακοποιήθηκε μάλλον) από τους Ναζί.

Το γονίδιο είναι μια οντότητα εξ ορισμού εγωιστική, διότι αυτό που την "ενδιαφέρει" είναι να αντιγράφει τον εαυτό της. Αυτό είναι μια βιολογική πραγματικότητα που δεν σχετίζεται καθόλου ούτε με τον μαρξισμό ούτε με τον φιλελευθερισμό. Ούτως ή άλλως, οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν χτίζονται από γονίδια, αλλά από ανθρώπους. Η συμπεριφορά των ανθρώπων επηρεάζεται μεν από τα γονίδιά τους, επηρεάζεται όμως και από πολλούς άλλους παράγοντες, κάτι που κάνει τις σχέσεις αιτιότητας πολύ δυσδιάκριτες. Πρέπει όμως να γνωρίζουμε ποια είναι τα βιολογικά θεμέλια της συμπεριφοράς μας, γιατί σε αντίθετη περίπτωση είναι πιθανό να οδηγηθούμε σε άτοπα ή ουτοπικά συμπεράσματα. Για παράδειγμα, δεν μπορούμε επ ουδενί να θεωρήσουμε ότι οι άνθρωποι είναι εγγενώς ανιδιοτελείς. Αν στηρίξουμε μια κοινωνική θεωρία σε μια τέτοια παραδοχή, είναι βέβαιο ότι θα αποτύχει οικτρά.

Για το δεύτερο σκέλος της πρότασής σου ομολογώ ότι δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς εννοείς. Αν θέλεις να το διευκρινίσεις λίγο, ευχαρίστως να το συζητήσουμε (αν και νομίζω ότι αυτή η συζήτηση ανήκει πια σε διαφορετικό νήμα).
 
Δεν συνηγορώ υπέρ μιας ηθικής βασισμένης στην εξέλιξη. [...] Μια ανθρώπινη κοινωνία βασισμένη μονάχα πάνω στο γονιδιακό νόμο του καθολικού άσπλαχνου εγωισμού θα ήταν μια πολύ απεχθής κοινωνία για να ζήσει κανείς σ’ αυτήν. Δυστυχώς όμως, όσο κι αν καταδικάζουμε κάτι που δεν μας αρέσει, δεν το κάνουμε να μην είναι αληθινό. Το βιβλίο αυτό στοχεύει κυρίως στο να κινήσει το ενδιαφέρον· εάν όμως θέλετε να βγάλετε κάποιο ηθικό δίδαγμα, τότε δείτε το σαν μια προειδοποίηση. Σας προειδοποιώ ότι αν θέλετε, όπως εγώ, να χτίσετε μια ανθρώπινη κοινωνία στην οποία τα άτομα να συνεργάζονται με γενναιοδωρία και ανιδιοτέλεια για το κοινό καλό, να μην περιμένετε ιδιαίτερη βοήθεια από τη βιολογική μας φύση. Ας προσπαθήσουμε να διδάξουμε τη γενναιοδωρία και τον αλτρουισμό, διότι γεννιόμαστε εγωιστές. Ας κατανοήσουμε σε τι στοχεύουν τα εγωιστικά μας γονίδια, ώστε να έχουμε τουλάχιστον την ευκαιρία να αναστατώσουμε τα σχέδιά τους, κάτι που κανένα άλλο είδος δεν διανοήθηκε ποτέ να κάνει.

Πολύ ωραίο και ενδιαφέρον απόσπασμα.


Τόσο που να αναρωτιέσαι μήπως αυτό το περίφημο εγωιστικό γονίδιο μπορεί από τον πολύ εγωισμό να δρα αυτοκαταστροφικά.

Παρένθεση: κάπως έτσι ορίζουν ορισμένοι μεταφυσικοί το κακό: δεδομένου ότι δεν έχει από μόνο του ζωή, αλλά υπάρχει παρασιτικά, όταν αφεθεί να κάνει τον κύκλο του, φτάνει από μόνο του στο τέλος του.

Θυμάμαι κάτι ανάλογο είχα ακούσει και για τους ιούς τύπου Ebola κλπ που σκοτώνουν τον ξενιστή τους πολύ γρήγορα.
 
Σημείωμα του ψυχίατρου Κλεάνθη Γρίβα σχετικά με την αστυνομική βία:

Αστυνομική κτηνωδία - ο μετασχηματισμός της εγκληματικότητας σε μηχανισμό εξουσίας

**Αυτό το σημείωμα για την αστυνομική βία, αφορά κατ’ αποκλειστικότητα εκείνες τις (ένστολες και μη) ψυχοπαθητικές «προσωπικότητες» που είναι επιρρεπείς στην άσκηση της βίας και αφιερώνεται στους -πάντοτε άνευ διακριτικών- θρασύδειλους (ένστολους και μη) «κυνηγούς κεφαλών» οι οποίοι είθισται να αυθαιρετούν απεριόριστα και εκ του ασφαλούς, εξαιτίας της κάλυψης ή της ανοχής των υπηρεσιακών και πολιτικών τους προϊσταμένων.**

Η βία και η αυθαιρεσία είναι, σ' ένα βαθμό, συνυφασμένες με τη λειτουργία της αστυνομίας σε όλες τις κοινωνίες. Αλλά μόνο στις απολίτιστες κοινωνίες (που κανοναρχούνται από ένα κράτος-πορνείο το οποίο φιλοδοξεί να επαναμεταβληθεί σε κράτος-σφαγείο), η βία και η αυθαιρεσία μπορεί να αποτελούν προβαλλόμενο πρότυπο, θεσμικά επικυρωμένο στοιχείο, εξουσιαστικά καλυπτόμενη και υπηρεσιακά δικαιωμένη συμπεριφορά ενός ειδικού τμήματος των δυνάμεων της «τάξης».

Η βία αποτελεί εγγενές δομικό στοιχείο της αστυνομίας ως κατασταλτικού θεσμού. Και εξαιτίας αυτού, είναι φυσικό να εμφιλοχωρούν σ’ αυτή αρκετές διεστραμμένες ψυχοπαθητικές προσωπικότητες, οι οποίες μπορούν να επιδίδονται ατιμώρητα σε ατομικές και συλλογικές ασκήσεις νεκροφιλίας και θανατολατρείας (έχοντας, πάντοτε, την κάλυψη της «προϊσταμένης αρχής», υπηρεσιακής και πολιτικής, και των συναδέλφων τους).

Αυτές οι ψυχιατρικές περιπτώσεις (οι οποίες διαφεύγουν την ψυχιατρική θεραπεία, επειδή έχουν τη δυνατότητα να εκτονώνουν την κακοήθη επιθετικότητάς τους εναντίων ανυπεράσπιστων πολιτών, εκ του ασφαλούς, υποδυόμενοι τους αστυνομικούς), ανταποκρίνονται σε ένα νέο σωματικό, χαρακτηριοδομικό και συμπεριφορικό τύπο στο εν εξελίξει οργουελιανό «1984»:

• Ένα εξουσιαστικά μεταλλαγμένο ζόμπι, που η ύπαρξή του εξαντλείται στα χέρια, τα πόδια, το περίστροφο, το κλομπ, κάποια γεννητικά όργανα (ανύπαρκτης ή αμφίβολης λειτουργικότητας) και έναν απλαστικό εγκέφαλο (ο οποίος διευκολύνει αφάνταστα την επιτέλεση του θεάρεστου λειτουργήματος του βασανιστή).

• Μια διεστραμμένη ψυχοπαθητική προσωπικότητα, ένα φρανκενσταϊνικό μείγμα Παπαχρόνη, Ντάλτον, Νταβέλη και κουτσαβάκη, που προγραμματίζεται εξουσιαστικά για να εκδηλώνει μια ανεξέλεγκτη καταστρεπτική επιθετικότητα και να δηλώνει ξεδιάντροπα με χίλιους τρόπους ότι (αυτό, το διανοητικά υπολειπόμενο ζόμπι) είναι το ευνοούμενο εκτελεστικό όργανο της εξουσίας και έχει εξοπλιστεί με το αποκλειστικό δικαίωμα «να γαμάει και να δέρνει», και αντιστρόφως.

• Ένα αποκρουστικό ανθρωποειδές (που η εμφάνισή του και μόνο, θίγει την αισθητική και προσβάλλει την αξιοπρέπεια κάθε πολιτισμένου ανθρώπου), το οποίο, με την αλαζονεία, τις κουτσαβάκικες κινήσεις, το ηλίθιο βλέμμα και τον πρωτόγονο λόγο του, εκτοξεύει εναντίον της κοινωνίας την αφόρητη χυδαιότητα, το απύθμενο κενό, την τρομακτική βαρβαρότητα και το καταχθόνιο ψυχοδιανοητικό του σύμπαν.

Συνεπώς, όσοι ένστολοι και μη επιδίδονται στο «ευγενές άθλημα» της κακοποίησης ή της δολοφονίας ανυπεράσπιστων πολιτών ή κρατούμενων, δεν είναι παρά θρασύδειλα ανθρωποειδή τα οποία χαρακτηρίζονται από ένα πελώριο έλλειμμα ανθρωπιάς, πολιτισμού, μόρφωσης, καλλιέργειας και ευαισθησίας, διακατέχονται από ένα αβυσσαλέο μίσος για οτιδήποτε ξεφεύγει από το στενό τους ορίζοντα, και –με την ύπαρξή τους- κάνουν να διαγράφεται σκοτεινό το μέλλον της κοινωνίας.

Κουκουλοφόρα κτηνωδία

Όταν η αποκρουστικότητα των ενεργειών εκείνων που συγκροτούν τα (άτυπα) Ειδικά Τάγματα Κτηνωδίας, υπερβαίνει ή πρόκειται να υπερβεί τα όρια ανοχής της κοινωνίας, οι φυσικοί αυτουργοί της κτηνωδίας φροντίζουν να καλύψουν τα «πρόσωπά» τους με κουκούλες (με πλήρη κάλυψη των πολιτικών και διοικητικών προϊσταμένων τους). Πράγμα που αφενός καλύπτει την ανωνυμία τους και αφετέρου αποκαλύπτει το επαίσχυντο της δραστηριότητάς τους (την οποία οι ίδιοι επιθυμούν διακαώς ως τοξικομανείς της βίας για όσο μπορεί να επιτελείται εν κρυπτώ και της οποίας την αποκάλυψη φοβούνται αενάως εξαιτίας της απαξίας που εμπεριέχει.

Η χρήση της κουκούλας παραπέμπει συνειρμικά -πάντοτε- στον υπόκοσμο (ληστές τραπεζών, τρένων, κ.α.) και στους συνεργάτες των εκάστοτε κατακτητών μιας χώρας (Ελλάδα, Αλγερία, κ.λ.π.).

Συνεπώς, η υιοθέτηση από την αστυνομία της κουκούλας (δηλαδή, η οικειοποίηση ενός συμβόλου που ήταν πάντοτε σήμα κατατεθέν της εγκληματικότητας από την αστυνομία), σημειολογικά υποδηλώνει ότι η αστυνομία εγκληματοποιείται.

Παραφράζοντας ελαφρά τον Μισέλ Φουκό, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι:

«Η σχεδόν μυθική σπουδαιότητα που αποκτάει ο κουκουλοφόρος αστυνομικός οφείλεται στο γεγονός ότι η εγκληματικότητα, στο πρόσωπο του πάνοπλου μπάτσου που καλύπτει το πρόσωπό του με μια κουκούλα, απέκτησε φανερά τη διφορούμενη κατάσταση του αντικειμένου και του οργάνου ενός αστυνομικού συστήματος που την καταπολεμά και ταυτόχρονα συνεργάζεται μαζί της.

Ο κουκουλοφόρος αστυνομικός σημειώνει τη στιγμή που η εγκληματικότητα, διαχωρισμένη από τις άλλες παρανομίες, εντάσσεται στην εξουσία και αντιστρέφεται. Είναι η εποχή όπου πραγματοποιείται η άμεση θεσμική διασύνδεση της αστυνομίας και της εγκληματικότητας.

Συγκλονιστική στιγμή όπου η εγκληματικότητα μετατρέπεται σε μηχανισμό της εξουσίας... Τέλος με τη σαιξπηρική εποχή, όπου η εξουσία ταυτίζεται με τη φρίκη σε ένα και το αυτό πρόσωπο. Θ' αρχίσει σε λίγο το καθημερινό μελόδραμα της αστυνομικής ισχύος και της συνενοχής του εγκλήματος με την εξουσία». (Μισέλ Φουκό, Επιτήρηση και Τιμωρία, σ. 372).

Οι κουκουλοφόροι αστυνομικοί που υιοθετούν τις ενδυματολογικές «προτιμήσεις» των εγκληματιών δήθεν αντιπάλων τους, με την αποκρουστική βιαιότητα της συμπεριφοράς τους, πλήττουν καίρια την ανθρωπιά, τις δημοκρατικές ευαισθησίες, την ηθική και την αισθητική μας, και αποκαλύπτουν σ’ ολόκληρη την κοινωνία το καταχθόνιο ψυχοδιανοητικό τους σύμπαν, την προφανή χυδαιότητα και την απύθμενη βαρβαρότητα της ύπαρξής τους, με μια πρωτοφανή επίδειξη του θρασύδειλου «τσαμπουκά» τους που καλύπτεται από τους διαχειριστές της εξουσίας.

Η φιλμογράφηση της κτηνωδίας

Ενίοτε, η βαρβαρότητα αυτή τυχαίνει να φιλμογραφείται με αποτέλεσμα να προβάλλεται δημόσια η ανατριχιαστική κακοποίηση πολιτών από ανώμαλους κουκουλοφόρους και να εισβάλλει στα σπίτια μας μια ομάδα ανθρωπόμορφων τεράτων που υποδύονται τους αστυνομικούς, οι οποίοι (καλυπτόμενοι πίσω από την ανυπαρξία οποιουδήποτε διακριτικού που θα μπορούσε να φανερώσει την ταυτότητά τους) πρωταγωνιστούν σ’ ένα έργο με τίτλο «η αποθέωση της αστυνομικής βαρβαρότητας», που προβάλλεται όλο και πιο συχνά.

Κάθε φορά που τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων προβάλλουν τα άτυπα Ειδικά Τάγματα Κτηνωδίας επί το έργο, μια ομάδα ανθρωποειδών που χαρακτηρίζονται από ένα πελώριο έλλειμμα ανθρωπιάς, πολιτισμού, μόρφωσης, καλλιέργειας, και ευαισθησίας και διακατέχονται από ένα αβυσσαλέο μίσος για οτιδήποτε ξεφεύγει από τον σωληνοειδή διανοητικό τους ορίζοντα, μπορούν να φτύνουν και να ποδοπατούν ατιμώρητα τις κατακτήσεις του πολιτισμού και να σκιαγραφούν το μέλλον του αστυνομικο-εγκληματικού Μεσαίωνα που επιφυλάσσουν στην κοινωνία οι διαχειριστές της εξουσίας.

Πεδίο σύγκρουσης και, συγχρόνως, αντικείμενο νομής από τους εκάστοτε διαχειριστές της εξουσίας, το κράτος στη χώρα των Γραικών και των Γραικύλων, θεωρείται όχι σαν ένας θεσμός συνέχειας που η λειτουργία του διέπεται από κάποιους γενικά αποδεκτούς και σχετικά σταθερούς κανόνες (όπως συμβαίνει στις σύγχρονες φιλελεύθερες-ολιγαρχικές κοινωνίες) αλλά ως αποκλειστικό φέουδο των εκάστοτε διαχειριστών του.

Σε κάθε κρατικό μόρφωμα, η αστυνομία αποτελεί έναν εξαιρετικά ευαίσθητο «μακρύ βραχίονα» της εξουσίας, απέναντι στον οποίο οι επαγγελματίες πολιτικοί κρατούν μια αμφιθυμική στάση: Ως αντιπολίτευση προσπαθούν να περιορίσουν τις δραστηριότητές της στα πλαίσια του νόμου, ενώ ως κυβέρνηση διακηρύσσουν την ανάγκη της υπέρβασης αυτών των ορίων στο όνομα της προστασίας της κοινωνίας από κάποιο, συνήθως φανταστικό ή κατασκευασμένο, κίνδυνο.

«Το κράτος είναι οι αστυνομικοί» (μου), (δηλαδή Εγώ), αποφαίνονται οι εκάστοτε διαχειριστές της εξουσίας, αποδεικνύοντας ότι η διαχείριση της εξουσίας ήταν και παραμένει υπόθεση του μίστερ Χάϊντ και όχι του δόκτορα Τζέκιλ.

Μ’ άλλα λόγια, η εξουσία βρίσκεται συγχρόνως στην άκρη του πιστολιού και στον πυρήνα της σχιζοφρένειας. Συνεπώς, η κατοχή του πιστολιού και η εξουσιοφρένεια, είναι αναγκαίες ιδιότητες εκείνων που διεκδικούν και διαχειρίζονται την εξουσία, ασχημονώντας ατιμώρητα σε βάρος όλων μας.

Η αμέλεια ή η αδυναμία κάθε κοινωνίας να επιβάλλει όρια στη φρίκη που συνεπάγεται κάθε αυθαίρετη άσκηση της εξουσίας, την καταδικάζει να ζήσει τη φρίκη χωρίς όρια του οργουελιανού «1984» που, δυστυχώς, δικαιώνεται ασταμάτητα.
 
... αρκετές διεστραμμένες ψυχοπαθητικές προσωπικότητες, οι οποίες μπορούν να επιδίδονται ατιμώρητα σε ατομικές και συλλογικές ασκήσεις νεκροφιλίας και θανατολατρείας ... Ένα εξουσιαστικά μεταλλαγμένο ζόμπι, που η ύπαρξή του εξαντλείται στα χέρια, τα πόδια, το περίστροφο, το κλομπ, κάποια γεννητικά όργανα (ανύπαρκτης ή αμφίβολης λειτουργικότητας) και έναν απλαστικό εγκέφαλο ... Μια διεστραμμένη ψυχοπαθητική προσωπικότητα, ένα φρανκενσταϊνικό μείγμα Παπαχρόνη, Ντάλτον, Νταβέλη και κουτσαβάκη, που προγραμματίζεται εξουσιαστικά για να εκδηλώνει μια ανεξέλεγκτη καταστρεπτική επιθετικότητα ... αυτό, το διανοητικά υπολειπόμενο ζόμπι .. Ένα αποκρουστικό ανθρωποειδές (που η εμφάνισή του και μόνο, θίγει την αισθητική και προσβάλλει την αξιοπρέπεια κάθε πολιτισμένου ανθρώπου), το οποίο, με την αλαζονεία, τις κουτσαβάκικες κινήσεις, το ηλίθιο βλέμμα και τον πρωτόγονο λόγο του, εκτοξεύει εναντίον της κοινωνίας την αφόρητη χυδαιότητα, το απύθμενο κενό, την τρομακτική βαρβαρότητα και το καταχθόνιο ψυχοδιανοητικό του σύμπαν .. θρασύδειλα ανθρωποειδή τα οποία χαρακτηρίζονται από ένα πελώριο έλλειμμα ανθρωπιάς, πολιτισμού, μόρφωσης, καλλιέργειας και ευαισθησίας, διακατέχονται από ένα αβυσσαλέο μίσος για οτιδήποτε ξεφεύγει από το στενό τους ορίζοντα, και –με την ύπαρξή τους- κάνουν να διαγράφεται σκοτεινό το μέλλον της κοινωνίας .. τοξικομανείς της βίας. (...)
Οι κουκουλοφόροι αστυνομικοί που υιοθετούν τις ενδυματολογικές «προτιμήσεις» των εγκληματιών δήθεν αντιπάλων τους, με την αποκρουστική βιαιότητα της συμπεριφοράς τους, πλήττουν καίρια την ανθρωπιά, τις δημοκρατικές ευαισθησίες, την ηθική και την αισθητική μας, και αποκαλύπτουν σ’ ολόκληρη την κοινωνία το καταχθόνιο ψυχοδιανοητικό τους σύμπαν, την προφανή χυδαιότητα και την απύθμενη βαρβαρότητα της ύπαρξής τους, με μια πρωτοφανή επίδειξη του θρασύδειλου «τσαμπουκά» τους που καλύπτεται από τους διαχειριστές της εξουσίας ... Η φιλμογράφηση της κτηνωδίας ... Ενίοτε, η βαρβαρότητα αυτή τυχαίνει να φιλμογραφείται με αποτέλεσμα να προβάλλεται δημόσια η ανατριχιαστική κακοποίηση πολιτών από ανώμαλους κουκουλοφόρους και να εισβάλλει στα σπίτια μας μια ομάδα ανθρωπόμορφων τεράτων τα άτυπα Ειδικά Τάγματα Κτηνωδίας επί το έργο, μια ομάδα ανθρωποειδών που χαρακτηρίζονται από ένα πελώριο έλλειμμα ανθρωπιάς, πολιτισμού, μόρφωσης, καλλιέργειας, και ευαισθησίας και διακατέχονται από ένα αβυσσαλέο μίσος για οτιδήποτε ξεφεύγει από τον σωληνοειδή διανοητικό τους ορίζοντα,

Μόνο από τη γλωσσική πλευρά: Αν δεν ήξερε κανείς τον γνώριμο βερμπαλισμό του Γρίβα και της γενιάς του, θα αναρωτιόταν για την ψυχολογική κατάσταση του ψυχιάτρου-συγγραφέα. :)
 
Μου δίνετε την ευκαιρία να σχολιάσω (και) μια άλλη συζήτηση: αν με ρωτούσατε οποιαδήποτε χρονική στιγμή τι συνειρμούς μού δημιουργεί η λέξη «βερμπαλισμός» θα σας απαντούσα «Πάντειο» και στη συνέχεια θα σας ανέφερα ενδεικτικά κάποιους ανθρώπους τόσο από τους ισοβίτες τής σχολής όσο και από τους απλούς καθηγητές. Ένας από αυτούς θα ήταν και ο κ. Γιανναράς, στα γραπτά τού οποίου έχω διαπιστώσει ένα κομπλεξικό συνονθύλευμα ασυνάρτητων, εφετζίδικων εκφράσεων που προσπαθούν μάταια να περικυκλώσουν το αυτονόητο. Ίσως γιατί εκείνη την εποχή που διαπίστωνα αυτά, έτυχε να διαβάζω Bertrand Russell, οπότε οι συγκρίσεις σε ό,τι αφορούσε την καθαρότητα τής σκέψης και της διατύπωσης αδικούσαν βάναυσα τον Έλληνα καθηγητή.
Όπως και να ‘χει, εγώ θα θεωρούσα βερμπαλισμό εκφράσεις όπως «η ιδεαλιστική δικαίωση της διαλεκτικής υπέρβασης» και άλλες τέτοιες αντίστοιχες – και όχι πάντως τα όσα αναφέρει ο συγκεκριμένος ψυχίατρος. Ενδεχομένως, η διαφορετική προσέγγιση περί βερμπαλισμού να οφείλεται και στο ότι διαφωνείτε με κάποια από - ή με όλα - όσα γράφει στο σημείωμά του, ενώ εγώ συμφωνώ.
Αυτά, με όλο το σεβασμό και χωρίς καμία διάθεση προσωπικής αντιπαράθεσης.
 
Ενδεχομένως, η διαφορετική προσέγγιση περί βερμπαλισμού να οφείλεται και στο ότι διαφωνείτε με κάποια από - ή με όλα - όσα γράφει

Ελπίζω πως όχι. Νομίζω ότι μπορώ να χαίρομαι συγγραφείς, με τους οποίους διαφωνώ, και να με ταλαιπωρούν εκνευριστικά άλλοι που με εκφράζουν. Σίγουρα συμφωνώ στους «συνειρμούς» σου για την πρώτη αντίληψη περί βερμπαλισμού που λες, στη σκοτεινή και απροσδιόριστη διατύπωση που εχθρεύεται τη διαύγεια και τη σαφήνεια για να μην μπορεί να ελεγχθεί το περιεχόμενό της. Και δεν είναι τυχαίο ότι η «γλώσσα» του Ράσσελ είναι ...η Λογική. Όσο ξεφεύγει κανείς σε ανορθολογικές προσεγγίσεις, η σκέψη φαίνεται να αποδιοργανώνει και τη γλώσσα – παρά το αντίστροφο. Για τον Γιανναρά ειδικότερα, δεν ξέρω πόσο ευθύνεται ο Χάιντεγκερ ή η πατρολογία, αλλά είναι μια τέτοια έκφραση βερμπαλισμού, αν και σε πολύ προσεγμένη μορφή.
Δεν μπορώ όμως να μη θεωρώ βερμπαλισμό επίσης την ακατάσχετη και επαναλαμβανόμενη φλυαρία που ξέρουμε από τους παλιάς κοπής πολιτικούς φοιτητοπατέρες μέχρι τις απεραντολογίες των επαναστατικών αναλύσεων της Μεταπολίτευσης στην Αριστερά. Ο Γρίβας δεν έχει κατορθώσει γενικά να αποτινάξει αυτές τις επιδράσεις. Και στο προκείμενο, τώρα, γι’ αυτό σταχυολόγησα όλες αυτές τις φράσεις του που δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να λένε με κουραστικούς χαρακτηρισμούς ότι έχουμε ψυχοπαθητικές προσωπικότητες, πνευματικά ωμές, εκπαιδευμένες στη βία, από την οποία αντλούν λόγο ύπαρξης. ΟΚ, το καταλάβαμε. Αλλά εδώ θα έπρεπε να συγκρατήσει το γνώριμο φραστικό πληθωρισμό του για πολύ συγκεκριμένο λόγο: Είναι και γράφει ως ψυχίατρος,οπότε δεν δικαιολογείται να εξουθενώνει με τέτοιο καταιγιστικό υβρεολόγιο ανθρώπους πρωτίστως ψυχικά άρρωστους σαν να βρίσκεται σε προσωπική κρίση αποστροφής και αηδίας. Αρκεί η καταγγελία του.
 
Δεν μπορώ όμως να μη θεωρώ βερμπαλισμό επίσης την ακατάσχετη και επαναλαμβανόμενη φλυαρία [...]

Δέχομαι το επιχείρημα σας περί επαναλαμβανόμενης – ακόμη και ακατάσχετης - φλυαρίας του συγγραφέα, εφόσον κάνουμε την παραδοχή ότι γράφει υπό την ιδιότητα (μόνο) του ψυχίατρου. Έχω όμως δυο επισημάνσεις: πρώτον, ότι ο βερμπαλισμός είναι κάτι παραπάνω από μια τάση αδολεσχίας - είναι επιτηδευμένο στυλ με ελάχιστο ή καθόλου περιεχόμενο. Εδώ υπήρχε συγκεκριμένο περιεχόμενο μαζί με μια ειλικρινή γλαφυρότητα λόγω συναισθηματικής, φαντάζομαι, φόρτισης – δεν υπήρχαν όμως λαβυρινθώδεις εξεζητημένοι βερμπαλισμοί. Η δεύτερη επισήμανση αφορά αυτό που και εσείς ο ίδιος σωστά αναρωτηθήκατε, και το οποίο νομίζω πως ισχύει: ο συγγραφέας όντως «βρίσκεται σε προσωπική κρίση αποστροφής και αηδίας» - δεν γράφει μόνο με την ιδιότητα του επιστήμονα, αλλά και με την ένταση του αηδιασμένου πολίτη. Κάτι που εμένα μου φαίνεται κατανοητό, αφού απευθύνεται σε ένα ευρύτερο κοινό και δεν διατυπώνει διάγνωση με αυστηρά ψυχιατρικούς όρους.

Επίσης, το «καταιγιστικό υβρεολόγιο» πιστεύω πως απευθύνεται σε εκείνους που παρουσιάζουν μεν νοσηρή προσωπικότητα, αντιμετωπίζονται δε από την κοινωνία – και πολύ περισσότερο από την εκάστοτε κυβέρνηση – ως φυσιολογικοί και τοποθετούνται σε πόστα τα οποία όχι απλώς υπερβαίνουν τις δυνατότητές τους αλλά ακόμη χειρότερα αποτελούν πρόσφορο έδαφος για να διοχετεύσουν τα νοσηρά τους απωθημένα. Κι εδώ ο σχολιασμός νομίζω πως γίνεται από τον αγανακτισμένο πολίτη (και όχι τον αποστασιοποιημένο επιστήμονα) προς αυτούς τους ανθρώπους που ξαφνικά (όταν δυσκολεύουν τα πράγματα) χρήζουν ψυχιατρικής φροντίδας∙ αλλιώς θα ήταν εξαιρετικά αντιδεοντολογικό για έναν ψυχίατρο να χρησιμοποιεί τόσο ταπεινωτικούς χαρακτηρισμούς.

Τέλος, να σημειώσω ότι δεν υπερασπίζομαι τον συγγραφέα, τον οποίο δεν γνωρίζω, αλλά αυτά που γράφει (σε γενικές γραμμές), μαζί με τις όποιες υπερβολές τα συνοδεύει, αφού η όλη κατάσταση στην Ελλάδα είναι ούτως ή άλλως μια υπερβολή με πολλές ελλείψεις.

Σε κάθε περίπτωση, χαίρομαι που, ακόμη κι αν σας βρίσκει αντίθετο το ύφος του συγγραφέα, συμφωνείτε με το περιεχόμενο.
 
Νάτος, με στρατευμένη άποψη, από τις "Ανιχνεύσεις" ,, Α, μ΄ένα σμπάρο, δυό "τρυγόνια". :)
 
Ένα πολύ καλό κείμενο του Γιάννη Χάρη για τον λόγο του Δεκέμβρη με τίτλο «Η πολιτική της πολιτικής». Το κείμενο αξίζει να διαβαστεί και σε σχέση με τα γεγονότα στη Μαρφίν και σε σχέση με τον λόγο για την κρίση. Πώς δηλαδή η απάντηση της εξουσίας και των μίντια σε σύνθετα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα (π.χ. η βία ή η κρίση) είναι ο λαϊκίστικος ηθικοπλαστικός λόγος και η ενοχοποίηση (στο πλαίσιο της κρίσης τα γνωστά: όλοι φταίμε, να κόψουμε τα παραπανίσια ταξίδια στη Νέα Υόρκη, να ζήσουμε πιο απλά κλπ.).
 
Top