Επιστολή της συγγραφικής ομάδας του βιβλίου Γραμματικής, που δημοσιεύεται σήμερα στην Καθημερινή:
Κύριε διευθυντά
Με έκπληξη διαβάσαμε στην «Καθημερινή» της 22/8/2012 επιστολή του Ακαδημαϊκού κ. Κουνάδη για το εγχειρίδιο «Γραμματική Ε΄ και Στ΄ Δημοτικού».
Η έκπληξη δεν αφορά τόσο το ότι στο άρθρο αυτό ο κ. Κουνάδης δείχνει να ενστερνίζεται αστήρικτους γλωσσικούς μύθους, όπως τον μύθο περί «μαθηματική[ς] […] δομή[ς]» της Ελληνικής. Ο συντάκτης της επιστολής, πολιτικός μηχανικός και όχι γλωσσολόγος, έχει και στο παρελθόν επιχειρήσει ερασιτεχνικές βουτιές στα ρηχά νερά της γλωσσοδιφικής παραφιλολογίας, με αποτελέσματα που επικρίθηκαν σφοδρότατα από τους ειδικούς.
Μας θλίβει όμως το γεγονός ότι στην προσπάθειά του να στηρίξει την επίθεσή του εναντίον του εγχειριδίου ο κ. Κουνάδης αναπαράγει ανακρίβειες και αποδίδει σε εμάς, τους συγγραφείς του, δηλώσεις παντελώς ανύπαρκτες. Από μία πλευρά, βέβαια, κάτι τέτοιο μας χαροποιεί, καθώς φανερώνει σε ποιο σημείο διαστρέβλωσης της πραγματικότητας πρέπει να φτάσει κανείς για να βρει ψήγματα, έστω, επιχειρημάτων εναντίον της παρουσίασης του συστήματος φθόγγων της Κοινής Νέας Ελληνικής που επιχειρείται στο βιβλίο μας. Από την άλλη, μας προκαλεί λύπη το επίπεδο της συζήτησης.
Κατ’ αρχάς, αλγεινή εντύπωση προκαλεί το ότι ακόμα και μετά την κατηγορηματική τοποθέτηση της συγγραφικής ομάδας και πολλών γλωσσολόγων εξακολουθούν να υπάρχουν μορφωμένοι άνθρωποι, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι το βιβλίο προτείνει ή διευκολύνει την επιβολή της «φωνητικής ορθογραφίας». Μεγαλύτερη εντύπωση όμως μάς προκαλεί το γεγονός ότι το όλο επιχείρημα του συντάκτη της επιστολής βασίζεται στην υπόθεσή του ότι η φράση «Μιλώ και γράφω» στην κορυφή της σελ. 36 μπορεί να εκληφθεί από τους μαθητές ως δήθεν προτροπή για επιβολή της φωνητικής ορθογραφίας. Μάλλον ο κ. Κουνάδης δεν έχει κάνει τον κόπο να ξεφυλλίσει το βιβλίο. Αν το έκανε θα έβλεπε ότι το «Μιλώ και γράφω» εμφανίζεται στην κορυφή όχι μόνο της «επίμαχης» σελ. 36 αλλά και στην κορυφή των σελίδων, 34, 38, 40, 42, 44, 46, 48, 50, 52, 54 και 56, καθώς δεν πρόκειται για τίτλο στο κυρίως σώμα της 36, στην οποία παρουσιάζονται οι φθόγγοι (η σελίδα 36 περιέχεται σε ενότητα με τον ξεκάθαρο τίτλο «3.1. Φθόγγοι») αλλά για την επαναλαμβανόμενη κεφαλίδα που εμφανίζεται σε όλες τις ζυγές σελίδες ολόκληρου βιβλίου και απλώς σημειώνει τον τίτλο του εκάστοτε μέρους (και μάλιστα εντός διακριτού χρωματιστού πλαισίου). Eτσι, αντίστοιχα στις σελίδες 57174 εμφανίζεται η κεφαλίδα «Σχηματίζω λέξεις», στις σελίδες 175-200 η κεφαλίδα «Σχηματίζω φράσεις και προτάσεις», κ.ο.κ. Δεν πρόκειται λοιπόν για τίτλο της σελίδας 36 μεμονωμένα, αλλά για την κεφαλίδα όλου του δεύτερου μέρους του βιβλίου, το οποίο ασχολείται με τα ελάχιστα στοιχεία του προφορικού («μιλώ») και του γραπτού («γράφω») λόγου. Το να θεωρεί κανείς ότι είναι δυνατόν ένας μαθητής να μπερδευτεί με κάτι τέτοιο είναι υποτιμητικό για τη νοημοσύνη των μικρών μαθητών. Πολύ περισσότερο, το να στηρίξει κανείς επάνω σε αυτή την αστεία και κατασκευασμένη παρανόηση το επιχείρημα ότι «συμπεραίνεται –εμμέσως πλην σαφώς– ότι η φωνητική ορθογραφία […] θα επιβληθεί στον γραπτό λόγο» είναι απλώς ένα σκόπιμα παραπλανητικό συμπέρασμα.
Επίσης εκπλησσόμεθα που ο κ. Κουνάδης παρερμηνεύει τις δηλώσεις της καθηγήτριας κ. Φιλιππάκη-Warburton. Η κ. Φιλιππάκη-Warburton σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου θέλοντας να δώσει έμφαση στο ότι όντως κατά τη συγγραφή του έργου συμβουλευθήκαμε δασκάλους, σημειώνει ότι ένα μέλος της συγγραφικής ομάδας είναι δασκάλα. Από κανένα μέρος της απάντησής της δεν συνάγεται το συμπέρασμα ότι κατά τη συγγραφή συμβουλευθήκαμε μόνο την κ. Λουκά και κανέναν άλλο δάσκαλο, όπως συμπεραίνει ο συντάκτης της επιστολής. Φυσικά, στο συμπέρασμα αυτό ο κ. Κουνάδης μάλλον παρασύρθηκε από δημοσίευμα της εφημερίδας «Το Παρόν» της Κυριακής (29/7/2012). Αλλά κι η δανεική λάσπη, λάσπη είναι. Ντροπή του να μας αποδίδει ανύπαρκτες δηλώσεις.
Επίσης ψευδές είναι το συμπέρασμα ότι «οι συντάκτες του βιβλίου έχουν υιοθετήσει εγχειρίδια για την αγγλική γλώσσα χωρίς πολλή σκέψη», το οποίο ο κ. Κουνάδης αποδίδει σε κάποια «διεθνούς εμβέλειας καθηγήτρια κλασσικής φιλολογίας», επινοώντας ένα νέο είδος λογικής πλάνης, την καταφυγή στη μη κατονομαζόμενη αυθεντία. Δεν γνωρίζουμε σε ποια φιλόλογο αναφέρεται ο ακαδημαϊκός, αλλά αφού αναπαράγει τα λόγια αυτά είναι και ο ίδιος υπεύθυνος για την απαράδεκτη ψευδή κατηγορία. Και πάλι, θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός.
Με την εξαίρεση της κοινοποίησης στον Tύπο μιας επιστολής μας στα μέσα Ιουλίου συνειδητά σιωπούμε, καθώς βλέπουμε ότι την εκστρατεία κατά του βιβλίου έχουν αναλάβει ΜΜΕ αμφιβόλου σοβαρότητας. Θεωρήσαμε όμως ότι η εμφάνιση της επιστολής σε ένα έντυπο του κύρους της «Καθημερινής» χρήζει απάντησης, ειδικά όσον αφορά το ηθικό της μέρος, δηλαδή τα ψεύδη.
Ελπίζουμε ότι πρόκειται για την τελευταία απέλπιδα προσπάθεια να αποδοθεί δολίως στο βιβλίο μας η πρόθεση αλλαγής της ελληνικής ορθογραφίας. Το λέμε για μία ακόμα φορά, ελπίζουμε τελευταία: Το εγχειρίδιο «Γραμματική Ε΄ και Στ΄ Δημοτικού» δεν προτείνει καμία αλλαγή στην ορθογραφία της γλώσσας μας, ούτε προτρέπει «εμμέσως πλην σαφώς» σε αυτή, ούτε προλειαίνει το έδαφος γι’ αυτή, ούτε δίνει λαβές, ούτε τίποτα. Αρκετά με την προβολή υστερικών φοβιών στο έργο μας. Αρκετά με τα ψέματα.
ΕΙΡΗΝΗ ΦΙΛΙΠΠΑΚΗ-WARBURTON
Ομότιμη Καθηγήτρια Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Reading
ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΦΕΝΤΗΣ
Λέκτορας Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΤΖΟΓΛΟΥ
Επίκουρος Καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΛΟΥΚΑ
Εκπαιδευτικός Π.Ε.