Πάντως, το νήμα ξεκίνησε με το σπάνιο φαινόμενο της σχιζολεξίας σε συνδυασμό με αποστροφομανία, ή, αν θέλετε, την εμφάνιση της αποστρόφου στη μέση κάποιων λέξεων, π.χ. *δώσ’τε, εκεί που είχαμε συγκοπή τού δώσετε σε δώστε, ή *ξανά’πα για τον εναλλακτικό αόριστο ξανάπα (που κάνει και ξαναείπα) του ξαναλέω, *πρωτό’ρθα κ.λπ.
Οι δεκάδες οι λέξεις που συνέλαβε ο Earion σε μία και μόνη εγκύκλιο είναι διαφορετικό φαινόμενο που μπορεί να αυτονομηθεί και θα το έλεγα ενωτικομανία. Έχουμε συνεχώς καινούργιες σύνθετες λέξεις, που στα αγγλικά μπορεί να αποφεύγουν το ενωτικό (π.χ. το neoconservatives είναι καλύτερο από το neo-conservatives) ή να το χρειάζονται οπωσδήποτε (π.χ. Anglo-French, αγγλογαλλικός). Στα ελληνικά όμως κατά κανόνα το αποφεύγουμε το ενωτικό της σύνθεσης, αν και με διαφορετικό μάτι θα κοιτάξουμε την κάθε περίπτωση της εγκυκλίου. Είναι τόσες οι λέξεις που έχουμε από αυτο-, αλληλο-, πρωτο- κ.ά. χωρίς ενωτικό που δεν μπορώ να καταλάβω την ενωτικολαγνεία (εναλλακτικός όρος). Αναρωτήθηκα, μάλιστα, τι θα έκαναν αν επέλεγαν να γράψουν αυτορρυθμιζόμενη — θα το χώριζαν αυτορ-ρυθμιζόμενη; Περισσότερη κατανόηση έχω για κάποια άλλα: υπο-θέμα, κοινωνικο-μορφωτικά. Την ίδια κατανόηση δείχνει και ο Earion. Αξίζει να επαναλάβουμε και τι γράφει η Ιορδανίδου στον Οδηγό: «Επίσης χρησιμοποιούμε το ενωτικό σε περιπτώσεις όπου αποφεύγεται η σύνθεση σε μία λέξη, κυρίως σε πρόσφατα δημιουργημένους ή παροδικούς σχηματισμούς όπου η σύνθεση θα εμπόδιζε την αναγνώριση των συνθετικών στοιχείων». Και εδώ δεν εμποδίζεται η αναγνώριση.
Πάντως, ακόμα κι όταν βάζουν άχρηστα ενωτικά, δεν έχουν βάλει και δεύτερο τόνο. Ο δεύτερος τόνος είναι η περίπτωση όπου οι κόρες των ματιών μου αρχίζουν να γυρνάνε περίεργα. (Μμμ, υλικό για τον Ζάζουλα...)