ένα βιβλίο που κατά τη γνώμη μου αξίζει την προσοχή μας:
Η πολιτική βία είναι πάντοτε φασιστική, των εκδόσεων Διάπυρον.
Είχα ξαναδεί το βιβλίο και τώρα, βλέποντας το λινκ, ήμουν περίεργη να μάθω πώς ακριβώς εξηγείται αυτός ο τίτλος. Ήταν δηλαδή φασιστική η βία των Ελλήνων της Επανάστασης του ’21, ας πούμε; Των Ελλήνων κατά των Γερμανών στην Κατοχή; Των μαύρων που ήθελαν να απαλλαγούν από το απαρτχάιντ; Και πώς ορίζεται η πολιτική βία;
Δεν διάβασα όλα τα άρθρα ακόμα, διάβασα όμως αρκετά. Δεν είδα κάπου να ορίζεται με σαφήνεια η πολιτική βία, ωστόσο τα περισσότερα παραδείγματα βίας που δίνονται είναι από τη μία πλευρά, κι αυτή δεν είναι η πλευρά της εξουσίας. Είναι κυρίως η «βία» της αριστεράς (με την ευρύτερη έννοια). Έτσι ο Μακρής δίνει δύο εκτενή παραδείγματα, ένα από τα Εξάρχεια κι ένα από την Πανσπουδαστική, ο Ρόμβος (και πολλοί άλλοι) από τη Μαρφίν (φυσικά τα έγραψαν μετά τα επεισόδια, είναι ενδεικτικό όμως ότι επιλέχθηκαν τόσα πολλά άρθρα για τη Μαρφίν σ’ αυτό το βιβλίο – την Κούνεβα, ας πούμε, δεν τη βρήκα πουθενά ως παράδειγμα, αν και δεν αποκλείω να υπάρχει σε καμιά υποσημείωση), ο Γεωργόπουλος δίνει ως παραδείγματα τη γραμμή για ένοπλη πάλη κατά την περίοδο της χούντας, τη βία των μαύρων στην Αγγλία της Θάτσερ, το Χημείο και τους Κνίτες με τα ρόπαλα κ.ά., ο Δημητράς τις βιτρίνες, το βρίσιμο αστυνομικών (!), τις επιθέσεις στα βιβλιοπωλεία και την ακροαριστερή τρομοκρατία. Όταν τα παραδείγματα δεν είναι τέτοια, είναι γενικά κατά του πολέμου (γιατί κάποιοι είναι αντιρρησίες συνείδησης), και μάλιστα και με χριστιανικές αναφορές (Μαραγκάκης) ή ιστορικά παραδείγματα όπου και πάλι όμως υπάρχει μια ενοχή για τη βία που εκδηλώθηκε (π.χ. θετική αναφορά στον Στίνα που δεν ήθελε να σκοτώνουν Γερμανούς οι Έλληνες στην Κατοχή ή η κατά βάθος αποδοκιμασία των δολοφονιών των βασανιστών της χούντας από τη 17 Νοέμβρη – έχουν ενδιαφέρον οι προσωπικές αναφορές του Γεωργόπουλου, ο οποίος ενώ δείχνει να συμμετείχε στο κλίμα της εποχής, ίσως για μην τον πουν οι φίλοι του αριστεροί «φλώρο» -να άλλη μια βία, εμφανίζεται να είχε στο βάθος άλλη άποψη –τώρα, βέβαια, εκ των υστέρων).
Ενώ, λοιπόν, η βία είναι κακό πράγμα απ' όπου κι αν προέρχεται και είναι πάντοτε φασιστική, κατά έναν περίεργο τρόπο δεν εμφανίζονται και πολλοί φασίστες σ’ αυτά τα άρθρα (τουλάχιστον σε όσα διάβασα), ούτε το ΛΑΟΣ ή η Χρυσή Αυγή και ούτε, βέβαια, τα εργατικά «ατυχήματα», η εκμετάλλευση, η ανεργία, η φτώχεια, οι απολύσεις, οι ξυλοδαρμοί και οι συλλήψεις στο σωρό ή οι βασανισμοί αλλοδαπών. Θα έλεγε κανείς ότι απλώς δεν μιλάνε για τα αυτονόητα, όπως έλεγε παραπάνω ο Νίκελ. Δεν φαίνεται όμως να είναι και τόσο αυτονόητα τελικά όλα αυτά.
Ενδεικτικό είναι το άρθρο του Π. Δημητρά: αφού παραθέτει ένα απόσπασμα από την Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, ο συγγραφέας μας λέει ότι οι άνθρωποι έχουν πια διασφαλισμένα τα δικαιώματά τους (ήδη από το 1948, για να μην ανησυχούμε), καταργήθηκε η θανατική ποινή στην Ευρώπη, συντάχθηκαν κείμενα που απαγορεύουν την ενδοοικογενειακή βία, ενώ «το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου θεώρησε σκληρή, απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση τις απαράδεκτες συνθήκες κράτησης σε αστυνομικά τμήματα ή φυλακές». Και, αναρωτιέται στη συνέχεια ο συγγραφέας, «Ποιες μορφές βίας παραμένουν ‘νομιμοποιημένες’;». Η απάντηση είναι «η νόμιμη άμυνα», σημαντική όμως είναι κτγμ η ίδια η ερώτηση. Όχι μόνο δεν θεωρείται βία η ανεργία, ας πούμε, ή η φτώχεια, αλλά θεωρείται και δεδομένο πως η απλή καταγραφή των δικαιωμάτων αρκεί για να πούμε ότι ζούμε σε κοινωνίες χωρίς βία από την πλευρά της εξουσίας. Εφόσον οι καλές μας κυβερνήσεις έχουν ψηφίσει τόσο καλούς νόμους, η όποια παραβίαση είναι προφανώς ζήτημα κακού μπάτσου που στραβοκοιμήθηκε, ή που δεν συμπαθεί και τόσο τους Πακιστανούς, των κακών διευθυντών των φυλακών, ή των ανδρών που δεν επιμορφώθηκαν ακόμα αρκετά πάνω στα οφέλη της ισότητας των δύο φύλων. Τι άλλο μένει, λοιπόν; Ο κατάλογος της βίας κατά Δημητρά είναι ο εξής: «οι φραστικές ύβρεις προς τα όργανα της τάξης» από διαδηλωτές, η «συστηματική και εκτεταμένη χρήση βίας για διεκδίκηση (θεμιτών ή όχι) δικαιωμάτων (σε εκδηλώσεις διαμαρτυρίας) ή απλώς για εκτόνωση (στα γήπεδα)», η απάθεια απέναντι σ’ αυτές τις μορφές βίας, η βία στα γήπεδα, οι επιθέσεις σε βιβλιοπωλεία ή γραφεία ατόμων με απόψεις που δεν μας αρέσουν, οι καταστροφές καταστημάτων σε πορείες και βέβαια η «ακροαριστερή τρομοκρατία». Το καθένα από μία παράγραφο.
Το γενικότερο συμπέρασμα προφανώς είναι πως το βασικό πρόβλημα βίας αυτή τη στιγμή στην (ελληνική) κοινωνία προέρχεται από αριστερά, όχι από την εξουσία, ούτε από την ακροδεξιά (παρά τις μια στο καρφί και μια στο πέταλο εξάρσεις του Κοροβέση στο αρχικό άρθρο). Μια αριστερά η οποία, αντί να εφαρμόζει τις αρχές του Γκάντι (Τριαρίδης) ή της Συναίνεσης με κεφαλαίο σίγμα (Ιωαννίδου) και αντί να στέλνει επιστολές (π.χ. στον Οικουμενικό Πατριάρχη με πνεύμα χριστιανικό - Μαραγκάκης), σηκώνει πανό σε ομιλίες του Παγκάλου (ο οποίος στην πρώτη του ανακοίνωση μάλιστα είχε μιλήσει και για «σωματική βία», μετά τα μάζεψε), δεν πληρώνει δεν πληρώνει, βρίζει ασύστολα τους αστυνομικούς και διακόπτει ομιλητές με τους οποίους διαφωνεί (και όλα αυτά βέβαια εξισώνονται υπό τον τίτλο της βίας με τη 17 Νοέμβρη και τη Μαρφίν). Πλήρης στοίχιση λοιπόν με τον ορισμό της βίας από την εξουσία, και μάλιστα από τα «αριστερά», για να μην ξεχνιόμαστε.