Νομίζω ότι είναι εύκολο να καταλάβει κανείς από τη λέξη ότι ο
παρενδυτικός έχει να κάνει με την ενδυμασία, το
cross-dressing που λένε στα αγγλικά για το
transvestism, όπως το «βεστ» στον «τραβεστί» (ή το «βεστιάριο») είναι το ένδυμα (το λατινικό
vestis είναι, όπως διαβάζω, λέξη συγγενής, ομόρριζη, με την
εσθήτα). Παρενδυτικός είναι ο άντρας που φορά γυναικεία ρούχα ή η γυναίκα που φορά ανδρικά ρούχα για λόγους που έχουν σχέση με τη σεξουαλικότητά τους και δεν χρειάζεται να αναλύσουμε εδώ.
Όταν λοιπόν διαβάζω
εδώ:
Το 70% των απασχολουμένων μεταναστών στη βιομηχανία του σεξ στην Ευρωπαϊκή Ένωση (το 84% στην Ελλάδα) προέρχεται από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων, σύμφωνα με το ευρωπαϊκό δίκτυο Tampep. Η διάρθρωσή τους είναι 87% γυναίκες, 7% άνδρες και 6% παρενδυτικοί.
ψυλλιάζομαι ότι κάτι τρέχει. Δηλαδή, δεν είχαμε πρόβλημα ποτέ να μοιράσουμε τους παρενδυτικούς σε άνδρες και γυναίκες.
Αφού ψυλλιάστηκα, βρήκα τη μελέτη,
εδώ, η οποία λέει, όπως περίμενα:
Transgender sex workers are reported as comprising only 6% of all sex workers in Europe.
transgender = φυλομεταβατικοί, διαφυλικοί (γνωστό μεταφραστικό πρόβλημα — πάντως, είναι, αν δεν κάνω λάθος, όσοι δεν θέλουν να προσδιορίζονται σύμφωνα με το φύλο που γράφει η ταυτότητά τους).
Από το
λήμμα της Wikipedia:
Transgender is the state of one's "gender identity" (self-identification as woman, man, or neither) not matching one's "assigned sex" (identification by others as male or female based on physical/genetic sex). "Transgender" does not imply any specific form of sexual orientation; transgender people may identify as heterosexual, homosexual, bisexual, pansexual, polysexual, or asexual; some may consider conventional sexual orientation labels inadequate or inapplicable to them. The precise definition for transgender remains in flux […]
The word transsexual, unlike the word transgender, has a precise medical definition.[…]