Την πιο πρόσφατη σημασία της καθομιλουμένης δεν περίμενα να την έχουν τα αγγλοελληνικά λεξικά. Πρόσφατα, άλλωστε, μπήκε στα αγγλικά. Το OED δεν την έχει. Την έχουν τα πιο σύγχρονα και ενημερωμένα:
Τελικά, τη σημασία την περιλαμβάνει ένα από τα φρέσκα αγγλοελληνικά λεξικά και ομολογώ ότι γέλασα με την απόδοση (σκέτη προδοσία του ρέτζιστερ): «συναισθηματικά πενόμενος».
Καλύτερες ιδέες:
συναισθηματικά ανασφαλής
στερημένος από αγάπη
Don't be so needy = Μη δείχνεις τόση ανασφάλεια.
Ακόμα καλύτερες;
- (of a person) needing emotional support; insecure. [ODE]
- (of people) not confident, and needing a lot of love and emotional support from other people: She is shy and needy. [OALD]
- someone who is needy has emotional problems that make it difficult for them to form good relationships [Macmillan]
- needing and wanting a lot of love and attention [Longman]
Τελικά, τη σημασία την περιλαμβάνει ένα από τα φρέσκα αγγλοελληνικά λεξικά και ομολογώ ότι γέλασα με την απόδοση (σκέτη προδοσία του ρέτζιστερ): «συναισθηματικά πενόμενος».
Καλύτερες ιδέες:
συναισθηματικά ανασφαλής
στερημένος από αγάπη
Don't be so needy = Μη δείχνεις τόση ανασφάλεια.
Ακόμα καλύτερες;