Αξιά -- ξια
... Η εκ του εξουσία παραγωγή του εν Κρήτη λεγομένου ξια μου, ξια σου, ξια του κλπ. = επ’ εμοί, επί σοι, επ’ αυτώ εστι, προσκρούει εις φωνητικάς δυσκολίας· πρβλ. παρουσία, δευτέρα παρουσία, παρουσιάζομαι, εξουσία, δεν έχει εξουσία, εξουσιάζω, απουσία κλπ., πάντα αλώβητα. Επειδή δε και η εκ του αξία παραγωγή αυτού δεν είναι σημασιολογικώς σαφής, διά τούτο ανάγκη μακροτέρου λόγου προς εύρεσιν και απόδειξιν του ετύμου. Προς τον σκοπόν τούτον λέγω τάδε.
[Ακολουθεί εκτεταμένη ανάλυση του πώς, ενώ παλαιότερα τα εις --ια ή --εια ουσιαστικά σχηματίζονταν από ρήματα ή από ειδικά επίθετα, αργότερα το κοινό γλωσσικό αίσθημα επεξέτεινε τη δημιουργία τους από ποικίλα ρήματα, ονόματα, επίθετα κλπ., και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε να συνυπάρχουν δύο τύποι του ίδιου ουσιαστικού, ο ένας με κατάληξη --ια και ο άλλος με κατάληξη --ησιά ή --ισιά, λ.χ. αλώνι > αλωνιά και αλωνισιά, αρμέγω > αρμεγιά και αρμεξιά, δακάνω > δακανιά και δακασιά, πατώ > πατεά (
μια πατεά χωράφι) > πατιά και πατησιά, τσιμπώ > τσιμπιά και τσιμπησιά, χτυπώ > χτυπιά και χτυπησιά κλπ.]
Και νυν επανέλθωμεν επί το εν αρχή αξιά. Καθ’ ον τρόπον ελέγετο μαλιά, ερημιά, μακαριά, ευχαριστιά, λειτουργιά, δουλειά κλπ. παρά το μαλώνω, ερημώνω, μακαρίζω, ευχαριστώ, λειτουργώ, δουλεύω κλπ., ούτως ελέχθη παρά το αξιώνω το νέον αφηρημένον όνομα αξιά. Το ρήμα αξιώνω δηλοί κρίνω τινά άξιον, λ.χ.
ο θεός ηξίωσεν αυτόν της επουρανίου βασιλείας,
αξιώθησαν να λάβουν από τον θεόν μεγάλα καλά,
να αξιωθήτε να λάβετε παρομοίαν χάριν κλπ.
Εκ τούτων προήλθεν η έννοια του χορηγώ, παρέχω, δίδω, λ.χ.
ο θεός να μου τ’ αξιώση να σε ιδώ μεγάλο,
ο θεός να μας αξιώση να εορτάσωμεν και του χρόνου κλπ.
Κατά ταύτα ελέχθη πολλά βάσανα μ’ αξίωσεν αυτός ο άνθρωπος = προυξένησε, παρέσχε. Εκ τούτου εσχηματίσθη η αξιά επί του κεχορηγημένου, περασχημένου, δεδομένου, του κτήματος, λ.χ. να ’ρθώ ή όχι; Ξια σου = επί σοί εστι, τούτο είναι κτήμα σου. Εν άλλοις λόγοις το αξιά ελέχθη εις δήλωσιν του αποτελέσματος παρά το αξιώνω, όπως το ερημιά παρά το ερημώνω κτλ. Διά την σύνδεσιν δε του αξιά προς το μου, σου, του, μας κλπ. απώλεσε το αρκτικόν α [εξ ου] ξια· διά την σύνδεσιν πάλιν δε προς το εγώ, εσύ, εμένα, εσένα, εκείνος κλπ. έλαβε το εν αρχή ε, εξά σου, όπως και το ελόγου σου, ευτός, ετούτος κλπ.
Γ. Ν. Χατζηδάκις,
Αθηνά 24 (1912), σ. 335-338.