Thespian = (ουσ.) ηθοποιός.
Thespian art = υποκριτική τέχνη, δραματική τέχνη.
Thespian talent = υποκριτικό ταλέντο
(γράφεται και με πεζό αρχικό, thespian)
Το άρμα του Θέσπη (άρμα Θέσπιδος) μπορεί να είναι Thespis' wagon, the wagon of Thespis ή Thespian wagon, αλλά και Arma Thespidos όταν μιλάμε για τον θίασο.
Thespian art = υποκριτική τέχνη, δραματική τέχνη.
Thespian talent = υποκριτικό ταλέντο
(γράφεται και με πεζό αρχικό, thespian)
Το άρμα του Θέσπη (άρμα Θέσπιδος) μπορεί να είναι Thespis' wagon, the wagon of Thespis ή Thespian wagon, αλλά και Arma Thespidos όταν μιλάμε για τον θίασο.