Επιβεβαίωση στα όσα κατέθεσε ο Δόκτορας, από το
Λεξικό της πιάτσας του Βρασίδα Καπετανάκη (2η έκδ. Αθήνα: Εκδόσεις Ε. Νομικός, 1962, σ. 89):
Μπάφα, η = 1) Το κακής ποιότητος ποτόν. «Μωρέ κονιάκ τ' αφιλότιμο! Χειρότερη μπάφα δεν έχω πιει». 2) Η κακής προελεύσεως ζαλάδα. Μεταφορικώς: Τα πάσης φύσεως αντικείμενα κακής ποιότητος. «Για μάλλινο ύφασμα στο δώσαν αυτό; ... Μα δεν βλέπεις; Αυτό είναι μπάφα!»
Μπαφιάζω, ρ. = 1) Γίνεται το κεφάλι μου καζάνι. Ασφυκτιώ. «Πάμε να βγούμ' από δω μέσα, γιατί απ' τους πολλούς καπνούς μπάφιασα». 2) Γίνομαι ούριος. Ξεκουτιένομαι. «Μας έπιασε το λακριντί και μας μπάφιασε με την πάρλα του».
Από τα όσα παρέθεσε ο Μαρίνος (#20) σημείωσα το γκεντζέ (gence), δάνειο από τα ινδικά (σανσκριτικά gañjā, μπενγκάλι ganja, κι από εκεί στα αγγλικά).
Ένα ωραίο απρόσμενο είναι ότι υπάρχει και πόλη
Γκάντζα στο Αζερμπαϊτζάν! Της οποίας όμως το
όνομα δεν έχει σχέση με κάνναβη. Ήταν η γενέτειρα του μεγάλου Πέρση λυρικού ποιητή του 11ου αιώνα Νιζαμή (του ποιητή μεταξύ άλλων της
Λεϊλά), ο οποίος αναφέρεται επισήμως ως
Νιζαμή Γκαντζαβή (= από τη Γκάντζα).