420 και μπάφοι

daeman

Administrator
Staff member
Έναν ψύλλο από ψημένο με τα αξεσουάρ του

Για λόγους τεκμηρίωσης: Στο Τσέντραλ Παρκ - Ζορζ Πιλαλί

Μαρμοτικό και αυτό. Μαρμοτεικονίδιο δεν έχουμε, άρα διπλοσφυρίζω :whistle::whistle:.
Έχουμε, έχουμε (βγάλε λίγο έκο): Happy-groundhog-day-animation.gif
Υψηλή τώρα τελευταία η επαναληψιμότητα στη Λέξι-Λέξι. Repetitio est mater studiorum in forum forum.

Και ο Ζορζ μπουφετζής εκεί.

Μια που φωτογράφισα το ένθετο για το αποκάτω, ορίστε και το κόμικ στριπ για το «Σέντραλ Παρκ»:


 
Last edited:

daeman

Administrator
Staff member
...
Επιπλέον, για το «γελαστό», το «μπερκέτι», την «μπουρούχα» (σημ. 3) και άλλες σλανγκιές, αλλά και το πιλάλειο «Τα πανεπιστήμια δημιουργούν ειδικότητες και όχι προσωπικότητες», λάιβ στο Κύτταρο 31 Μαρτίου και 1 Απριλίου 1985, από τον δίσκο του Γιώργου Πιλάλα «Ζωρζ Πιλαλί» (έτσι γράφει στο εξώφυλλο, στη ράχη, στο ένθετο και στην ετικέτα του βινυλίου, ενώ η Βικιπαίδεια έχει σαν τίτλο του δίσκου «Στην ξέρα και στην άπνοια»), η παρλάτα «Christmas (Χριστούγεννα)»:


 

Earion

Moderator
Staff member
Επιβεβαίωση στα όσα κατέθεσε ο Δόκτορας, από το Λεξικό της πιάτσας του Βρασίδα Καπετανάκη (2η έκδ. Αθήνα: Εκδόσεις Ε. Νομικός, 1962, σ. 89):

Μπάφα, η = 1) Το κακής ποιότητος ποτόν. «Μωρέ κονιάκ τ' αφιλότιμο! Χειρότερη μπάφα δεν έχω πιει». 2) Η κακής προελεύσεως ζαλάδα. Μεταφορικώς: Τα πάσης φύσεως αντικείμενα κακής ποιότητος. «Για μάλλινο ύφασμα στο δώσαν αυτό; ... Μα δεν βλέπεις; Αυτό είναι μπάφα

Μπαφιάζω, ρ. = 1) Γίνεται το κεφάλι μου καζάνι. Ασφυκτιώ. «Πάμε να βγούμ' από δω μέσα, γιατί απ' τους πολλούς καπνούς μπάφιασα». 2) Γίνομαι ούριος. Ξεκουτιένομαι. «Μας έπιασε το λακριντί και μας μπάφιασε με την πάρλα του».


Από τα όσα παρέθεσε ο Μαρίνος (#20) σημείωσα το γκεντζέ (gence), δάνειο από τα ινδικά (σανσκριτικά gañjā, μπενγκάλι ganja, κι από εκεί στα αγγλικά).

Ένα ωραίο απρόσμενο είναι ότι υπάρχει και πόλη Γκάντζα στο Αζερμπαϊτζάν! Της οποίας όμως το όνομα δεν έχει σχέση με κάνναβη. Ήταν η γενέτειρα του μεγάλου Πέρση λυρικού ποιητή του 11ου αιώνα Νιζαμή (του ποιητή μεταξύ άλλων της Λεϊλά), ο οποίος αναφέρεται επισήμως ως Νιζαμή Γκαντζαβή (= από τη Γκάντζα).
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Μπαφιάζω, ρ. = 1) Γίνεται το κεφάλι μου καζάνι. Ασφυκτιώ. «Πάμε να βγούμ' από δω μέσα, γιατί απ' τους πολλούς καπνούς μπάφιασα». 2) Γίνομαι ούριος. Ξεκουτιένομαι. «Μας έπιασε το λακριντί και μας μπάφιασε με την πάρλα του».
Δυο απορίες. Η πρώτη: ξεκουτιένομαι ή ξεκουτιαίνομαι; Κυρίως, όμως, τι σημαίνει εδώ «γίνομαι ούριος»;
 

daeman

Administrator
Staff member
[...] Από τα όσα παρέθεσε ο Μαρίνος (#20) σημείωσα το γκεντζέ (gence), δάνειο από τα ινδικά (σανσκριτικά gañjā, μπενγκάλι ganja, κι από εκεί στα αγγλικά). [...]

[...] Συνώνυμα: reefer, blunt, doob, toke tube, jimmy, exotic cheroot (UK), Mary Jane (λαϊκή παρετυμολογική επίδραση από το όνομα Maria Juana, για τη μαριχουάνα), ganja για την κάνναβη γενικά, κλπ.
[...]

English
Etymology: From Bengali গাঁজা (gañja), from Sanskrit गञ्जा (gañjā, “hemp”).
Pronunciation: IPA: /ˈɡæn.dʒə/
Noun (uncountable): (slang) marijuana


Also in Indonesian and Malay.

In Marley rastaman-3510.gif: Ganja Gun

 
Last edited:

nickel

Administrator
Staff member
Η οργάνωσή τους πάντως είναι σε επίπεδο Δανίας! Τι βάση δεδομένων, τι πρόβλεψη για ατομικές και συλλογικές φυτείες σε γλάστρες, τι βιβλία με συνταγές προβλέπεται να κυκλοφορήσουν (προσοχή στα brownies Ουρουγουάης).
 

cougr

¥
Μπάφα, η = 1) Το κακής ποιότητος ποτόν. «Μωρέ κονιάκ τ' αφιλότιμο! Χειρότερη μπάφα δεν έχω πιει». 2) Η κακής προελεύσεως ζαλάδα. Μεταφορικώς: Τα πάσης φύσεως αντικείμενα κακής ποιότητος. «Για μάλλινο ύφασμα στο δώσαν αυτό; ... Μα δεν βλέπεις; Αυτό είναι μπάφα
Αναρωτιέμαι μπας και η λ. μούφα προέκυψε ως παραλλαγή της «μπάφας»;
 

nickel

Administrator
Staff member
Αναρωτιέμαι μπας και η λ. μούφα προέκυψε ως παραλλαγή της «μπάφας»;
Η μούφα σύμφωνα με τα ελληνικά λεξικά είναι από τη γερμανική Muffe (=sleeve).
 

cougr

¥
Εννοούσα, βέβαια, την αργκό εκδοχή της μούφας και την έννοια της, η οποία έχει κοινά σημεία με τον παραπάνω ορισμό της μπάφας.
 
Top