— Μάνα, μάνα . . .
— Τι γιε μ’;
— Ήφεραν το κάλεσμα για τα βαφτίσια;
Το ερώτημα δεν ήταν για να βεβαιωθεί αλλά για ν’ ανοίξει την κουβέντα.
— Το ’φεραν (του απολογήθηκε η γριά) κι αύριου θα πας να βαφτί’εις . . .
Κι ύστερα από λίγο τον ρώτησε αυτή χαμηλά:
— Το συλλουγίστηκες τ’ όνουμα;
— Δε μπόρεσα να βρω κανένα. Συλλουγίστηκα, συλλουγίστηκα σήμερα ούλη την μέρα, μα τίποτας δεν ηύρα. Αυτή η συλλουγή μ’ έκανε να χάσω τρεις λαγοί και καμιά δεκαριά περδίκια. Η νους μ’ δούλευε για τ’ όνουμα κι οι λαγοί και τα περδίκια σκορπούσαν από μπρουστά μ’. Ό,τι έβαλα με το νου μ’ είναι μέσα στο σπίτ’ του κουμπάρου. Και πώς να μην είναι μέσα σ’ αυτό το σπίτι όλα τα ουνόματα του κόσμ’ αφού έχ’ σαράντα νοματαίοι φαμιλιά, μικροί μεγάλοι;[SUP]1[/SUP] Ηύρα το διάουλό μ’ μ’ αυτή την Πατσιώρω[SUP]2[/SUP] σήμερα τι όνουμα να της βγάλου! Ούλ’ την ελπίδα την έβαλα σ’ εσένα τώρα, να μ’ αραδιάσεις κάμπουσα ουνόματα, και να διαλέξου ένα.
— Άκου, γιε μ’! (του είπε η γριά, ακουμπώντας αναπαυτικότερα). Τα ουνόματα είναι άμμος της Σαλαμπριάς. [SUP]3[/SUP] Θα σε μάθω έναν τρόπο ν’ αραδιάζεις ό,τι ουνόματα θέλ’ς.
— Πε μ’ ντε, να ησυχάσ’ η νους μ’!
— Πρώτα πρώτα, παιδί μ’, ν’ αρχινάς από τα ουνόματα της ομορφιάς, γιατί η ομορφιά σκλαβώνει και βασιλιάδες, που λέει κι η λόγους: Γραμμάτω, Κρουστάλλω, Λάμπρω, Μόρφω, Σουλτάνα . . .
Ύστερα από την ομορφιά έρχεται η αρχοντιά:
Αρχόντω, Αφέντω, Ευγένω.
Ύστερα από τη αρχοντιά έρχεται η πολυτιμοσύνη:
Αργυρώ, Ασήμω, Διαμάντω, Ζαφείρω, Μαργάρω, Πολυτίμη, Σμαράγδω, Χρυσή.
Ύστερα από την πολυτίμια έρχονται τ’ άνθια. Κι αυτά μοιάζ’ν τα διαμάντια και τα μαργαριτάρια:
Ανθή, Ανθεμία, Γαρουφαλιά, Πασκάλω.
Τ’ άνθια έχ’ν λογής λογιών χρώματα. Ουνόματα των ανθιών:
Ξάθω, Καστάνω, Κοκκίνω.
Τα χρώματα τα κεντούν με ράμματα. Ουνόματα των ραμματιών:
Βαμπούλω, Μετάξω . . .
Τα ράμματα τα χρειάζονται αρσενικοί και θηλυκοί. Ουνόματα αρσενικοθήλυκα:
Ανάργιω, Βάγγιω, Κωστάντω, Σταύρω, Φώτω . . .
Οι άντρες κι οι γυναίκες κόβουν τα δέντρα. Ουνόματα των δεντριών:
Δάφνη, Κυδωνιά, Κερασίνα, Λεμονιά, Μηλιά, Μυγδάλω, Ρόιδω, Τρανταφ’λλιά.
Στα δέντρα απάνω κάθονται τα πουλιά. Ουνόματα πουλιών:
Γεράκω, Περδίκω, Περιστέρα, Παγόνα, Τρυγόνα.
Από τα πουλιά, που είν’ ευχημένα από τον Μεγαλοδύναμο να τρών’ χωρίς να σπέρ’ν και να θερίζ’ν, ας έρθουμι στα ουνόματα τ’ς ευκής:
Ακρίβω — να ’ναι μοναχοκόρ’ κι ακριβή, και να δώκ’ πουλλά η γαμπρός[SUP]4[/SUP] — Αγόρω — να φέρ’ αγόρια — Ζώγω — να ζήσ’ — Ξαρμενιά — να ξαρμεχτεί η μάνα τ’ και να μην κάνει άλλα παιδιά πλιο — Σταμάτω — να σταματήσ’ν τα κορίτσια — Σταμπούλω — ν’ αξιωθεί να πάει στην Πόλη — Χάιδω — να ’ναι χαϊδεμένη.
Τ’ς ευκές, παιδί μ’, πάντα η Παναγιά — προσκυνούμε τη χάρη τ’ς — (ανασηκώθηκε και σταυροκοπήθηκε) τ’ς ακούει. Ας έρθουμι και στα ουνόματα της Μεγαλόχαρης:
Δέσπω, Μαρία, Μάρω, Πανάγιω, Παναγίτσα, Περμάχω.
Όποιος πιστεύει την Παναγιά έχει πάντα τη χαρά στην καρδιά τ’.
Ας έρθουμι τώρα και στα ουνόματα της χαράς:
Γελασίνα . . .
— Ένα όνουμα μοναχά έχει η χαρά, μάνα; (Ρώτησε η Γκουντής μ’ απορία)
— Πάντα, παιδί μ’, η έρμη η χαρά είναι λίγη σ’ αυτόν τον κόσμο . . .
-------------------------------------------------------
[1] Σ’ ένα σπίτι στο Μεσδάνι υπάρχει μια φαμίλια, του Αθ. Αγγελούση, με 47 νοματαίους.
[2] Τ’ αβάφτιστο, όταν είναι αρσενικό, το λεν Πατσιώρη, κι όταν είναι θηλυκό, Πατσιώρω.
[3] Σαλαμπριά λέγεται ο Πηνειός.
[4] Στον κάμπο της Θεσσαλίας οι γαμπροί δίνουν προίκα στες νυφάδες, και δε ζητούν· την καλή νύφη την παίρνει εκείνος που τάξει τα πλιότερα.
Χρήστος Χρηστοβασίλης. «Τα βαφτίσια». Από τα: Διηγήματα θεσσαλικά. Αθήνα: Τυπ. Ανέστη Κωνσταντινίδη, 1900, σ. 48-51. Με ορθογραφικές επεμβάσεις δικές μου.