Το άχθος της γλωσσικής επιμέλειας

nickel

Administrator
Staff member
Το άχθος της γλωσσικής επιμέλειας

Εν ονόματι των «καλών ελληνικών» τα κείμενα μπορεί να είναι
ανεκτά, αλλά η πατρότητά τους αποτελεί ζητούμενο


Του Άρη Μπερλή*

[Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Καθημερινή και φύλλο του έτους 2000, που δεν βρίσκεται πια στο διαδίκτυο]

Υπήρχε κάποτε ένα ταπεινό αλλά απαιτητικό επάγγελμα, σχετικά άγνωστο στην ευρύτερη κοινωνία πέρα από το συνάφι των τυπογράφων, των εκδοτών και των συγγραφέων. Το επάγγελμα του διορθωτή τυπογραφικών δοκιμίων. (Τυπογραφικά δοκίμια λέγονται «τα προχείρως λαμβανόμενα αντίτυπα στοιχειοθετηθέντος κειμένου προς διόρθωσιν των τυχόν τυπογραφικών σφαλμάτων».) Δουλειά του διορθωτή ήταν να παραβάλλει τα δοκίμια με τα χειρόγραφα του συγγραφέα (για να εντοπίσει ενδεχόμενες παραλείψεις) και να σημειώνει λάθη ορθογραφικά ή καθαρά τυπογραφικά (σωστά διαστήματα μεταξύ των λέξεων, άνισες αράδες, κ.ά.). Βιβλίο δεν τυπωνόταν αν τα τελικά δοκίμια δεν έφεραν την ιδιόγραφη εντολή του διορθωτή (το περιβόητο «τυπωθήτω») και τα προσόντα αυτού του αφανούς επαγγελματία ήταν η άριστη γνώση της ορθογραφίας, ο ευλαβής σεβασμός του κειμένου, η αδιάπτωτη προσοχή και παρατηρητικότητα. Ο καλός διορθωτής είχε μια ιδιάζουσα και σπάνια ικανότητα: να παρακολουθεί το νόημα του κειμένου και ταυτόχρονα να διαβάζει μηχανικά ένα-ένα τα γράμματα των λέξεων, περιορίζοντας έτσι το ενδεχόμενο παρείσφρησης του «δαίμονα του τυπογραφείου».

Από την εμφάνιση της τυπογραφίας μέχρι σήμερα η πρακτική αυτή ήταν και παραμένει αποτελεσματική και ο διορθωτής, ως συντελεστής της άρτιας παραγωγής του βιβλίου, αναντικατάστατος. Στην Ελλάδα, το συνάφι των διορθωτών δημιούργησε τη δική του παράδοση.

Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, αργά μα σταθερά, ο χαρακτήρας της διόρθωσης άλλαξε, οι αρμοδιότητες των διορθωτών διευρύνθηκαν. Η διόρθωση δεν αποβλέπει πια μόνο στην αποκατάσταση των ορθογραφικών και τυπογραφικών λαθών, αλλά στη γενικότερη εξομάλυνση του κειμένου, στην απάλειψη γλωσσικών σφαλμάτων, στην ανασύνθεση (επί το ομαλότερον) ανοίκειων συντακτικών δομών, στη «στρογγυλοποίηση» των προτάσεων. Σε αυτή την υπέρβαση αρμοδιοτήτων του παραδοσιακού διορθωτή (που αναβαθμίστηκε σε «επιμελητή») αναφέρεται ο Φίλιππος Ηλιού στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Τα Ιστορικά» σημειώνοντας σχετικά:

«Στις συνηθισμένες, και κακές, περιπτώσεις επιμελητών/επιμελητριών, πρόκειται για ανθρώπους, οι οποίοι, με πλήρη έλλειψη σεβασμού προς τα κείμενα τα οποία "επιμελούνται", και έχοντας ως βοήθημα, όταν το χρησιμοποιούν, την τελευταία έκδοση της Γραμματικής Τριανταφυλλίδη, ισοπεδώνουν τα πάντα: ορθογραφία, συντακτικό, ηθελημένες πολυτυπίες των συγγραφέων και τα λοιπά. Και όταν τους πιάσει η τσαχπινιά, αλλάζουν και τις λέξεις που δεν τους αρέσουν, ή που δεν γνωρίζουν».

Αλλά και στις καλές περιπτώσεις των αναπόφευκτων διορθωτικών παρεμβάσεων από ικανούς επιμελητές, κανέναν δεν φαίνεται να απασχολεί το γεγονός ότι η πρακτική αυτή συνεπάγεται «μια αισθητή νόθευση της πνευματικής μας ζωής, καθώς, εξαιτίας ακριβώς αυτών των παρεμβάσεων των επιμελητών, πολλαπλασιάζονται οι "πνευματικές παρουσίες" και οι συγγραφείς που, κανονικά, πρώτα θα έπρεπε να μάθουν γράμματα». Ιδιαίτερα στις μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων οι συνέπειες της επέμβασης των επιμελητών είναι καταστροφικές. Ανίδεοι του πρωτοτύπου ή και της ξένης γλώσσας, παρακινούμενοι από τους εκδότες ή παρωθούμενοι από τον υπερβάλλοντα ζήλο τους, επεμβαίνουν αδιακρίτως σε κακές, μέτριες ή καλές μεταφράσεις σπουδαίων ή ασήμαντων έργων, εξομαλύνοντας τα πάντα σύμφωνα με τα δικά τους κριτήρια των «καλών ελληνικών». Η πρακτική αυτή είναι μοναδική παγκοσμίως. Σε οποιαδήποτε άλλη χώρα ή γλώσσα ο μεταφραστής έχει —ορθώς— την αποκλειστική ευθύνη της μετάφρασης. Στη σημερινή Ελλάδα —με εξαίρεση τα έργα των ευάριθμων εκείνων δόκιμων μεταφραστών, που αρνούνται διαρρήδην κάθε επέμβαση και περιφρουρούν άγρυπνα το κείμενό τους— η πατρότητα των «μεταφρασμάτων» είναι ζητούμενο. Την ευθύνη για αυτή τη στρεβλότητα φέρουν τόσο οι εκδότες, που ζητούν από τους διορθωτές τέτοιου είδους φροντίδα, όσο και οι μεταφραστές, που προφανώς έχουν χαμηλή ιδέα (ή και καμία) για τη δουλειά τους, αλλά και οι ίδιοι οι επιμελητές, που δέχονται να συμβάλουν στην παραγωγή νοθευμένων και αναξιόπιστων προϊόντων. Το όπτιμουμ που μπορεί να επιτύχει μια «καλή» επιμέλεια είναι να κρύψει πόσο κακή είναι μια μετάφραση, διευκολύνοντας συνάμα τον κακό μεταφραστή να συνεχίσει ανενόχλητος τη δραστηριότητά του.

Ωστόσο, η πρακτική της «επιμέλειας», όπως ασκείται τα τελευταία χρόνια, δεν είναι μεμονωμένο φαινόμενο. Συναρτάται με μια γενικότερη φοβία της αφρόντιστης ή απλώς χαλαρής γλώσσας και μια συνακόλουθη μανία διόρθωσης και ιδεοληπτικής καλλιέπειας — εμμονές που χαρακτηρίζουν πολλούς σημερινούς γλωσσαμύντορες. Πλήθυναν οι φύλακες των ορθών ή καλών ελληνικών. Σε ειδικές εκπομπές από ραδιοφώνου και τηλεοράσεως, σε τακτικές στήλες εφημερίδων, σε επιστολές αναγνωστών, οι ορθοτόμοι της γλωσσικής μας συμπεριφοράς (αρμόδιοι, αναρμόδιοι, ή απλώς ψώνια) μάς διδάσκουν τι να λέμε και τι όχι, αποφαίνονται για την κανονική σειρά των λέξεων στην πρόταση, (εξουδετερώνοντας έτσι το πλεονέκτημα της συντακτικής ευλυγισίας της νεοελληνικής), στιγματίζουν ως λανθασμένες, νεόκοπες χρήσεις που χρησιμοποιούνται ευρύτατα και μαρτυρούν ότι η γλώσσα δεν παύει να είναι σφριγηλή και εξελίξιμη, όπως κάθε γλώσσα που δεν αποφάσισε να σβήσει. Αν το σωστό στη γλώσσα είναι η καθεστηκυία τάξη• το λάθος, η παρέκκλιση, η διαφορά είναι δοκιμή των ορίων, η ζώσα πραγματικότητα της γλώσσας, το παρόν και το μέλλον της. Μόνο μια νεκρή γλώσσα έχει κανόνες απαρέγκλιτους. Αυτό το γνωρίζει η επιστήμη, το ασκούν ασυνειδήτως σαν φυσικό δικαίωμά τους οι χρήστες της γλώσσας (όταν δεν τρομοκρατούνται), αλλά το αγνοούν οι διορθωτές.

Ιδιαίτερα προσφιλείς στόχοι του διωκτικού ζήλου των νέων επιμελητών/ γλωσσαμυντόρων, δημοτικιστικής πλέον συνείδησης, είναι οι καθαρεύοντες τύποι και οι ξενισμοί. Ψύχραιμη και τεκμηριωμένη απάντηση στο ασαφές ερώτημα «πόση καθαρεύουσα επιτρέπει η δημοτική;» έδωσε ο γλωσσολόγος Σπύρος Μοσχονάς από αυτήν εδώ τη σελίδα τον περασμένο μήνα (Καθημερινή, 1.10.2000), καταλήγοντας ότι «θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια σύγχρονη εξέλιξη του δημοτικισμού που να αγκαλιάζει το σύνολο της κοινής γλώσσας, άρα κι εκείνο το κομμάτι της που είναι λόγιο ή καθαρευουσιάνικο».

Και ως προς τους ξενισμούς —τη χρήση ξένων λέξεων ή δομών— ας σημειωθεί ότι το πρόβλημα (αν πράγματι υπάρχει στο βαθμό που ισχυρίζονται) είναι πολύ πιο σύνθετο από όσο φαίνεται. Οι ξενισμοί, στη συντριπτική τους πλειονότητα, καλύπτουν κενά της ημετέρας γλώσσας, της κοινής ή της προσωπικής τού καθενός. Ιδιαίτερα οι ξενίζουσες συντακτικές δομές που εμφανίζονται συχνά στη μεταφρασμένη λογοτεχνία, μπορούμε να πούμε ότι συχνά δεν παρεισφρέουν απλώς, αλλά αποτελούν εναλλακτικές λύσεις πέραν των τυποποιημένων• ενεργοποιούν και αναδεικνύουν υπνώττουσες δυνάμεις της δικής μας γλώσσας και, με αυτήν την έννοια, ανακαινίζουν τον γραπτό λόγο. Ακόμη, αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο του ύφους του πρωτοτύπου και, εφόσον δεν δημιουργούν ισχυρούς κραδασμούς στο δικό μας γλωσσικό σύστημα, εφόσον δεν δίνουν πολλά ρίχτερ, επιβάλλεται να μεταφέρονται — με προσοχή, βέβαια, με γνώση, αλλά και με θάρρος. Και αυτά τελικά, η γνώση και το θάρρος, είναι που λείπουν από τους αυτόκλητους διορθωτές της γλώσσας, είτε καθαρευουσιάνους είτε δημοτικιστές — η βαθύτερη γνώση του χαρακτήρα και των τρόπων της γλώσσας, η άφοβη αναγνώριση του φυσικού δικαιώματος του λάθους, του ημαρτημένου, της παρέκκλισης —αυτών των λειτουργικών στοιχείων της γλώσσας— να υπάρξουν. Και αυτό που τους περισσεύει είναι ο παραλυτικός φόβος, το νοσηρό δέος που προκαλεί η ρυθμιστική γραμματική, το συντακτικό, η ορθότητα, οι κανόνες — κανόνες που ξεχνούν ότι δεν εξισούνται με τη γλώσσα, δεν είναι απαράγραπτοι, και τελούν πάντα —από ανέκαθεν— υπό αναθεώρηση.

* Ο κ. Άρης Μπερλής είναι μεταφραστής και κριτικός λογοτεχνίας.
 

SBE

¥
Ααααα, από την εποχή που η Καθημερινή είχε ακόμα καλά ελληνικά. Μετά, όπως κι όλες οι άλλες εφημερίδες, απολύσανε τους διορθωτές και διαβάζουμε μέχρι και λάθη γενικών γνώσεων...
 
Μ' αυτό τι κάνουμε, ας πούμε; :)

Δεν κάνεις απολύτως τίποτα. Βλ. Λεξικό Δημητράκου: "ανίδεος της κλεψιάς". Και αν σε ξενίζει η καθαρεύουσα δομή, ε, δεν πειράζει. 'Ετσι τό θέλησε αυτός που τα έγραψε και δεν είναι σωστό (είναι και αγενές) να του το διορθώσουμε. Ας τον άνθρωπο να "εκτεθεί"...
 
Ααααα, από την εποχή που η Καθημερινή είχε ακόμα καλά ελληνικά. Μετά, όπως κι όλες οι άλλες εφημερίδες, απολύσανε τους διορθωτές και διαβάζουμε μέχρι και λάθη γενικών γνώσεων...

Δεν ξέρω αν η "Καθημερινή" απέλυσε τους διορθωτές της. Εκείνο που ξέρω είναι ότι ο τότε "επιμελητής" (άγνωστός μου) του κειμένου μου έκανε μόνο μία επέμβαση: διόρθωσε το "από ανέκαθεν" στο τέλος του άρθρου σε "ανέκαθεν". (Αν έχεις τον χρόνο να πας στην "Καθημερινή" και δεις στα αρχεία το άρθρο στην έντυπη μορφή του, θα το διαπιστώσεις). Η επέμβαση αυτή αποδεικνύει περίτρανα αυτά ακριβώς που λέω στο κείμενο. Ο διορθωτής δεν κατάλαβε καν το επιχείρημά μου, προφανώς γιατί δεν το παρακολούθησε. Έτσι έχει μάθει, να κυνηγάει "λάθη", οτιδήποτε ξεφεύγει από την πεπατημένη, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του το context, χωρίς να διαβάζει. Είδε το υποτιθέμενο "λάθος" (από ανέκαθεν) και το διόρθωσε στα τυφλά χωρίς να αντιληφθεί ότι έτσι καταστρέφει τη στρατηγική και τη ρητορική του συγγραφέα. Και χωρίς βέβαια να αντιληφθεί ότι με αυτή του την επέμβαση δικαιώνει πανηγυρικά τις θέσεις του συγγραφέα.
 
Οπότε, θα το διόρθωνε και στον Ελύτη ή στον Πεντζίκη.
 
Εκείνο που ξέρω είναι ότι ο τότε "επιμελητής" (άγνωστός μου) του κειμένου μου έκανε μόνο μία επέμβαση: διόρθωσε το "από ανέκαθεν" στο τέλος του άρθρου σε "ανέκαθεν"
Και παραπονιέσαι; Σε δική μου περίπτωση μίας και μόνης διόρθωσης "απλοποιήθηκε" το συνονθύλευμα στο άγνωστο συνοθύλευμα.
 
Οπότε, θα το διόρθωνε και στον Ελύτη ή στον Πεντζίκη.

Και μετά κάποιος θα του το σφύριζε και θα έλεγε ––όπως εκείνος ο υπουργός με το "ο νικήσαντας", που στην αρχή το χλεύασε και μετά, όταν έμαθε, είπε "εντάξει βρε παιδιά, δεν το ήξερα, δεν είμαι και φιλόγογος" (!!)–– και θα το άφηνε σ' αυτόν, γιατί είναι ο Ελύτης, π.χ., ή (όπως το Επέστρεφε) γιατί είναι ο Καβάφης, αλλά αλίμονο σε όποιον άλλον το γράψει έτσι.

Εξαιρετικό το κείμενο! Συμφωνώ επίσης τα μάλα με το τσιτάτο του Μοσχονά.
 
Εξαιρετικό και πολύ κατατοπιστικό, θα έλεγα, το κείμενο. Ευχαριστούμε.
Προσωπικό αγαπημένο μου το παρακάτω απόσπασμα που το συναντώ πολύ συχνά πλέον:

Ωστόσο, η πρακτική της «επιμέλειας», όπως ασκείται τα τελευταία χρόνια, δεν είναι μεμονωμένο φαινόμενο. Συναρτάται με μια γενικότερη φοβία της αφρόντιστης ή απλώς χαλαρής γλώσσας και μια συνακόλουθη μανία διόρθωσης και ιδεοληπτικής καλλιέπειας — εμμονές που χαρακτηρίζουν πολλούς σημερινούς γλωσσαμύντορες. Πλήθυναν οι φύλακες των ορθών ή καλών ελληνικών. Σε ειδικές εκπομπές από ραδιοφώνου και τηλεοράσεως, σε τακτικές στήλες εφημερίδων, σε επιστολές αναγνωστών, οι ορθοτόμοι της γλωσσικής μας συμπεριφοράς (αρμόδιοι, αναρμόδιοι, ή απλώς ψώνια) μάς διδάσκουν τι να λέμε και τι όχι, αποφαίνονται για την κανονική σειρά των λέξεων στην πρόταση, (εξουδετερώνοντας έτσι το πλεονέκτημα της συντακτικής ευλυγισίας της νεοελληνικής), στιγματίζουν ως λανθασμένες, νεόκοπες χρήσεις που χρησιμοποιούνται ευρύτατα και μαρτυρούν ότι η γλώσσα δεν παύει να είναι σφριγηλή και εξελίξιμη, όπως κάθε γλώσσα που δεν αποφάσισε να σβήσει. Αν το σωστό στη γλώσσα είναι η καθεστηκυία τάξη• το λάθος, η παρέκκλιση, η διαφορά είναι δοκιμή των ορίων, η ζώσα πραγματικότητα της γλώσσας, το παρόν και το μέλλον της. Μόνο μια νεκρή γλώσσα έχει κανόνες απαρέγκλιτους. Αυτό το γνωρίζει η επιστήμη, το ασκούν ασυνειδήτως σαν φυσικό δικαίωμά τους οι χρήστες της γλώσσας (όταν δεν τρομοκρατούνται), αλλά το αγνοούν οι διορθωτές.
 

nickel

Administrator
Staff member
Ἐπέστρεφε συχνὰ καὶ πέρνε με,
ἀγαπημένη αἴσθησις ἐπέστρεφε καὶ πέρνε με —


Ίσως το αγνοείτε, αλλά έτσι το είχε γράψει ο Καβάφης το πρώτο δύστυχο του ποιήματός του, και ο επιμελητής του κόντεψε να πέσει από την καρέκλα του. Του έστειλε αμέσως ηλεμήνυμα:

Ἐπίστρεφε συχνὰ καὶ παῖρνε με,
ἀγαπημένη αἴσθησις ἐπίστρεφε καὶ παῖρνε με —


Το ηλεμήνυμα δεν έγραφε τίποτ’ άλλο. Μόνο αυτά — με τις τέσσερις διορθώσεις κοκκινισμένες και υπογραμμισμένες.

Η απάντηση του Καβάφη δεν άργησε να έρθει:
Παῖρνε με, βεβαίως, παῖρνε με. Ἀλλά ἄφησε τὸ Ἐπέστρεφε.

(Υπάρχει κι άλλη εκδοχή της ιστορίας, όπου ο Καβάφης έκανε αργότερα ολόκληρο καβγά που δεν μπήκε κόμμα μετά το «αγαπημένη αίσθησις» ενώ είχε μπει στο άλλο του ποίημα που άρχιζε «Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή».)​

Οι επιμελητές πληρώνονται για να διορθώνουν από το κόμμα και την ανορθογραφία μέχρι την κακή σύνταξη ή την άστοχη μετάφραση. Ο εκδότης εμπιστεύεται τις γνώσεις του επιμελητή του και του λέει «Κάνε ό,τι νομίζεις». Ή του δίνει κάποιες λιγοστές οδηγίες: «Τις ορθογραφίες του σχολείου θέλουμε», «Μόνο ορθογραφικές διορθώσεις κάνε αυτουνού και τίποτα πολύ χοντρά, τα άλλα τού τ’ αφήνουμε».

Όμως η γλώσσα μας έχει τόσα γκρίζα σημεία, η μετάφραση τόσες σχολές, που θα ήταν αδύνατο συγγραφέας ή μεταφραστής από τη μια και επιμελητής από την άλλη να ταυτίζονται σε όλα τα σημεία. Ποιος μεταφραστής θα ισχυριστεί ότι δεν έγινε έξω φρενών με κάποιες από τις διορθώσεις που του έκανε ο επιμελητής — ενώ ταυτόχρονα τον ευγνωμονούσε, ανομολόγητα, για τα λάθη που βρήκε και του διόρθωσε.

Ο Άρης Μπερλής αναφέρεται στο κείμενό του σε περιπτώσεις όπου ο συγγραφέας ή ο μεταφραστής πρέπει να διατηρεί το δικαίωμά του όχι μόνο στην ιδιομορφία, αλλά και στο λάθος. Ο επιμελητής οφείλει να γνωρίζει σε μεγάλο βαθμό ποιες διορθώσεις θα έκανε και ο συγγραφέας ή ο μεταφραστής και, αν αυτός είναι εν ζωή, ας τα βρουν για τα υπόλοιπα.

Χτες έγραφα εδώ για το «ανέδυσε» του Κάσδαγλη. Θα του το άλλαζα; Αν ζούσε, θα τον ρωτούσα. Σήμερα δεν θα τολμούσα να του το πειράξω.

Είναι πολλών ειδών οι σχέσεις των συγγραφέων ή των μεταφραστών με τους επιμελητές τους και ο Μπερλής έχει κάνει αρκετές επιμέλειες ώστε να ξέρει τις δυσκολίες και των δύο ρόλων. Την εξισορροπητική τοποθέτηση που κάνει εδώ ο Νίκος Τριανταφυλλόπουλος, θα μπορούσε, πιστεύω, να την κάνει κι ο Μπερλής. Όμως είναι απόλυτος στο κείμενό του επειδή αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο φαινόμενο το οποίο απόλυτα τον ενοχλεί. Απανέκαθεν τον ενοχλούσε.



  • Οι σωστές σχέσεις των συγγραφέων και των μεταφραστών με τους επιμελητές των εκδόσεων είναι στα χέρια των εκδοτών. Αυτοί οι τελευταίοι δεν πρέπει να αποφεύγουν το σωστό πάρε-δώσε ανάμεσα στους δύο άλλους συντελεστές. Στην ηλεκτρονική εποχή το να πάρει έγκαιρα ο μεταφραστής τη διορθωμένη δουλειά του, ώστε να δει τις εύστοχες διορθώσεις και να μάθει απ' αυτές, αλλά και να κάνει συζήτηση για τις άστοχες, πόσο πια θα καθυστερήσει ένα έργο; Πιστεύω άλλωστε ότι η διαδικασία της επιμέλειας θα έπρεπε να αρχίζει πολύ πριν από την ολοκλήρωση του έργου. Ιδανικά, από το ξεκίνημά του. Αλλά όλη αυτή η παράγραφος ανήκει σε μια διαφορετική συζήτηση.

  • Παρακαλώ τους συνδιαχειριστές του φόρουμ να μη μου διορθώσουν το «δύστυχο» στην αρχή της φανταστικής ιστορίας για τον Καβάφη. Έτσι που το κατάντησα, δύστυχο είναι.
 
Καταλαβαίνω ότι το "Άχθος" καταπιάνεται με μια συγκεκριμένη και ανελαστική διάθεση ορθότητας της επιμέλειας - διόρθωσης, οπότε και πρέπει να λυγίσει τη βέργα λίγο παραπάνω προς την άλλη πλευρά, αλλά σαν άποψη, που θέλω να βλέπω στην εκδοτική πραγματικότητα, είναι το κείμενο του nickel. Απλώς, τελικά, γιατί πιστεύω ότι κάθε κείμενο και ο συντάκτης ωφελούνται από ένα δεύτερο μάτι. Και μακάρι να μην αλληλοκοιτιούνται με μισό μάτι.
 
Πολύ ωραίο άρθρο που αντικατοπτρίζει και τις δικές μου απόψεις για τα πράγματα. Μού κέντρισε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον η άποψη του Σπύρου Μοσχονά περί αποδοχής της σύγχρονης καθαρευσουσιάνικης τάσης της γλώσσας. Νομίζω πως θα συμφωνήσω.

Όσον αφορά τους ξενισμούς, όταν γίνονται συνειδητά έχουν μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί εμπλουτίζουν την γλώσσα και σου παρουσιάζουν σημασίες και νοήματα από άλλη οπτική. Δυστυχώς, ένα μεγάλο κομμάτι ξενισμών και περίεργων συντακτικών δομών οφείλεται απλά σε άγνοια ή αμηχανία. Αυτό δεν μπορώ να το δεχτώ. Δεν μπορώ να δεχτώ ξενισμούς ή μηχανικές μεταφράσεις του τύπου ο Ορφέας Ανέδυσε.
 
Δεν μπορώ να δεχτώ ξενισμούς ή μηχανικές μεταφράσεις του τύπου ο Ορφέας Ανέδυσε.

Έλα, μπορεί να είχε λόγο που το έγραψε έτσι. Αφού δεν έχουμε διαβάσει το βιβλίο, και δεν κυκλοφορεί εδώ να τον ρωτήσουμε, ας αναγνωρίσουμε στον έρμο το μεταφραστή το τεκμήριο της αθωότητας προτού τον καταδικάσουμε!
 
Έλα, μπορεί να είχε λόγο που το έγραψε έτσι. Αφού δεν έχουμε διαβάσει το βιβλίο, και δεν κυκλοφορεί εδώ να τον ρωτήσουμε, ας αναγνωρίσουμε στον έρμο το μεταφραστή το τεκμήριο της αθωότητας προτού τον καταδικάσουμε!

Έχεις δίκιο. Μπορεί να υπάρχει λόγος. Χωρίς να ξέρουμε το σκεπτικό, δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι είναι σφάλμα. Το συγκεκριμένο ήταν απλά ένα παράδειγμα και το πρόβλημα είναι ότι κυκλοφορούν χιλιάδες τέτοια τα οποία δεν έχουν κανένα σκεπτικό από πίσω τους.
 
1) Υπάρχουν λάθη και λάθη. Δεν προσπαθώ να νομιμοποιήσω ανακρίβειες και καραμπινάτες αστοχίες. Όποιος διαβάσει το κείμενό μου προσεκτικά θα καταλάβει. Νομιμοποιώ τις δημιουργικές συχνά παρεκκλίσεις από τη στερεότυπη διατύπωση και υπεραμύνομαι της ευλυγισίας της γλώσσας να πει με πολλούς τρόπους το ίδιο πράγμα. Αυτά δηλ. που οι διορθωτές/επιμελητές θεωρούν ότι είναι "λάθη" (καθότι τα διορθώνουν). Για παράδειγμα, γράφω εγώ "ο Χ έγραψε στίχους εγκωμιαστικούς για..." και διορθώνεται: "έγραψε εγκωμιαστικούς στίχους". Χρησιμοποιώ εγώ στο ίδιο βιβλίο αλλού τον τύπο "οικογένειας" και αλλού "οικογενείας" και ο επιμελητής το κάνει παντού "οικογένειας" χάριν της περιλάλητης ομοιογένειας (χωρίς να έχει ποτέ αντιληφθεί ότι και ο πεζός λόγος έχει τη δική του προσωδία και αλλού πάει ο ένας τύπος, αλλού ο άλλος). Τα παίρνεις, Νίκο, ή δεν τα παίρνεις; Και αυτά δεν είναι μεμονωμένα. Έτσι δουλεύουν οι επιμελητές στη συντριπτική πλειονότητά τους. Και καλά αν ο συγγραφέας ή μεταφραστής έχει τα κότσια και το κύρος να αντισταθεί. Με τους υπόλοιπους τι γίνεται; Το γνωρίζουμε όλοι. Το 90% των μεταφράσεων είναι προϊόντα επιμέλειας αυτού του είδους, με αποτέλεσμα έναν ομογενοποιημένο πολτό που σερβίρεται για λογοτεχνία. Εκατοντάδες σοβαρά λογοτεχνικά έργα μεταφράζονται κάθε χρόνο και όλα μοιάζουν μεταξύ τους, ακριβώς επειδή η "ομαλοποίηση" τα έχει ισοπεδώσει. Λογοτεχνία χωρίς ιδιοτυπία και ύφος δεν γίνεται. Και η προσπάθεια του μεταφραστή να αναπαραγάγει το ύφος στη δική του γλώσσα, ματαιώνεται από τον ομογενοποιητικό ζήλο του επιμελητή. Βεβαίως το κακό ξεκινάει συχνά από τον μεταφραστή. Και επιδεινώνεται από τον επιμελητή. Μια κακή ή φτωχή μετάφραση πρέπει κανονικά να πηγαίνει στο καλάθι των αχρήστων. Κανένας επιμελητής δεν μπορεί να τη βελτιώσει. Το μόνο που μπορεί να καταφέρει είναι να την κάνει passable ως προς τα ελληνικά της, με κριτήριο πάντα τα καλά και οικεία ελληνικά. Αλλά αυτό ακριβώς είναι το κακό, η στερεοτυποποίηση της γλώσσας του κειμένου, δηλαδή η ακύρωση της λογοτεχνικότητάς του. Καθώς μας έχουν διδάξει οι Ρώσοι φορμαλιστές, η "ανοικειοποίηση" ("defamiliarization" ή "ostranenie" στα ρωσικά) είναι ο τρόπος με τον οποίο δουλεύει η λογοτεχνία. Αν χαθεί αυτό σε μια μετάφραση, χάνονται όλα. Όταν, λοιπόν, υπερασπίζομαι τα "λάθη", υπερασπίζομαι αυτό που οι επιμελητές θεωρούν λάθος (όχι εγώ), την παρέκκλιση από την πεπατημένη, αυτό που δεν είναι βατό. Ε, αυτό που δεν είναι βατό είναι η λογοτεχνία.

2) Στο κείμενό μου έχω συναρτήσει αυτήν την πρακτική της «επιμέλειας», όπως ασκείται τα τελευταία χρόνια, με μια γενικότερη φοβία της αφρόντιστης ή απλώς χαλαρής γλώσσας και μια συνακόλουθη μανία διόρθωσης και ιδεοληπτικής καλλιέπειας — εμμονές που χαρακτηρίζουν πολλούς σημερινούς γλωσσαμύντορες: Πλήθυναν οι φύλακες των ορθών ή καλών ελληνικών. Σε ειδικές εκπομπές από ραδιοφώνου και τηλεοράσεως, σε τακτικές στήλες εφημερίδων, σε επιστολές αναγνωστών, οι ορθοτόμοι της γλωσσικής μας συμπεριφοράς (αρμόδιοι, αναρμόδιοι, ή απλώς ψώνια) μάς διδάσκουν τι να λέμε και τι όχι, αποφαίνονται για την κανονική σειρά των λέξεων στην πρόταση, (εξουδετερώνοντας έτσι το πλεονέκτημα της συντακτικής ευλυγισίας της νεοελληνικής), στιγματίζουν ως λανθασμένες, νεόκοπες χρήσεις που χρησιμοποιούνται ευρύτατα και μαρτυρούν ότι η γλώσσα δεν παύει να είναι σφριγηλή και εξελίξιμη, όπως κάθε γλώσσα που δεν αποφάσισε να σβήσει. Αν το σωστό στη γλώσσα είναι η καθεστηκυία τάξη• το λάθος, η παρέκκλιση, η διαφορά είναι δοκιμή των ορίων, η ζώσα πραγματικότητα της γλώσσας, το παρόν και το μέλλον της. Μόνο μια νεκρή γλώσσα έχει κανόνες απαρέγκλιτους. Αυτό το γνωρίζει η επιστήμη, το ασκούν ασυνειδήτως σαν φυσικό δικαίωμά τους οι χρήστες της γλώσσας (όταν δεν τρομοκρατούνται), αλλά το αγνοούν οι διορθωτές. Η συνάρτηση της πρακτικής της επιμέλειας με την ιδεοληπτική εμμονή στα "καλά ελληνικά" (δηλ. στα στερεότυπα, "στενά" ελληνικά) είναι υπαρκτή. Ακόμη περισσότερο: ένιων επιμελητών ο νους "ψήλωσε" και από ειδικές διορθωτικές στήλες εφημερίδων έγιναν αυτόκλητοι ορθοτόμοι της γλωσσικής συμπεριφοράς όλων ανεξαιρέτως των χρηστών της γλώσσας. Αυτό είναι κακό. Είναι συντηρητικό, είναι σχεδόν ελληναράδικο, είναι φοβικό, είναι υπερφίαλο, είναι αγενές, είναι ανεπιστημονικό. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να διορθώνει τη γλώσσα του άλλου, ακόμη κι όταν λέει "μηδέν εις το πηλίκιο". Όταν το κάνει συστηματικά τρομοκρατεί τον φυσικό χρήστη, του δένει τη γλώσσα, δεν τον αφήνει να μιλήσει και να γράψει αβίαστα, αναχαιτίζει την φυσική ροή και εξέλιξη της γλώσσας που, καθώς η επιστήμη μας λέει, εξελίσσεται με τα "λάθη" της. Ξέρουμε ότι το "στο μάτι του κυκλώνα" χρησιμοποιείται λανθασμένα δηλώνοντας το αντίθετο από αυτό που πραγματικά η φράση δηλώνει. Ε και λοιπόν; Η λανθασμένη χρήση είναι τελικά, μετά από την ευρεία της χρήση, η σωστή.

3) Βεβαίως και έχω κι εγώ επιμεληθεί κείμενα. Αλλά στόχος της επιμέλειάς μου ήταν πάντα να βρω πραγματικά λάθη, ανακρίβειες και αβλεψίες, σε συνεργασία πάντα με τον μεταφραστή (που, κακά τα ψέματα, ξέρει πιο καλά το κείμενο από τον επιμελητή). Οι υποδείξεις στον μεταφραστή είναι και πρέπει να είναι πάντα ευπρόσδεκτες. Αλλά να γίνονται μετά λόγου γνώσεως, από άνθρωπο υποψιασμένο, που έχει σχέση με το αντικείμενο και γνωρίζει καλά πόσο σύνθετα είναι τα προβλήματα της μετάφρασης, και, πάνω απ' όλα, από άνθρωπο που ξέρει όχι απλώς γλώσσα αλλά λογοτεχνία, δηλ. τη γλώσσα στην υπέρτατη μορφή της. Αυτό όμως δεν έχει καμία σχέση με την επιμέλεια όπως ασκείται κατά κανόνα σήμερα και με τους κήνσορες της γλωσσικής μας συμπεριφοράς.


Αυτά προς το παρόν και μπορεί να επανέλθω (κι αυτό παρακαλώ να μη ληφθεί ως απειλή, αλλά και αν ληφθεί, έχει καλώς).
 
Αλλά να γίνονται μετά λόγου γνώσεως, από άνθρωπο υποψιασμένο, που έχει σχέση με το αντικείμενο και γνωρίζει καλά πόσο σύνθετα είναι τα προβλήματα της μετάφρασης, και, πάνω απ' όλα, από άνθρωπο που ξέρει όχι απλώς γλώσσα αλλά λογοτεχνία, δηλ. τη γλώσσα στην υπέρτατη μορφή της.

Αυτό που λέει ο κύριος Μπερλής είναι πάρα πολύ σημαντικό και δυστυχώς δυσεύρετο σήμερα. Δεν κάνουν τα ράσα τον παπά, όπως λέει η λαϊκή παροιμία, και με τον ίδιο τρόπο δεν κάνουν καλό επιμελητή λογοτεχνίας η καλή γνώση της γλώσσας-στόχου και της γραμματικής. Αν ο εν λόγω άνθρωπος δεν έχει τριβή με τα κείμενα, δεν έχει διαβάσει λογοτεχνία κάθε είδους, δεν έχει διαβάσει ακόμα και ποίηση με την ιδιότυπη και πολλές φορές εκτός πεπατημένης σύνταξή της, τότε νομίζω πως δεν μπορεί να καταλάβει γιατί ο μυθιστοριογράφος έβαλε τη συγκεκριμένη λέξη, χρησιμοποίησε τη συγκεκριμένη σύνταξη και παραβίασε ακόμα και τους κανόνες της γραμματικής για να αποδώσει το νόημά του όπως αυτός νόμιζε καλύτερα. Έτσι βλέπουμε όλα τα κείμενα ομογενοποιημένα και αποστειρωμένα, έχοντας χάσει τη σύνταξη του συγγραφέα, τη σπιρτάδα, τη ζωντάνια και τον ρυθμό που σχεδόν πάντα σε παρασέρνει και σε συναρπάζει σε ένα καλό κείμενο. Το αποτέλεσμα; Κείμενα από τη μηχανή παραγωγής και όχι από το μυαλό ή/και τη σχολή ή ρεύμα που ανήκει ο εκάστοτε συγγραφέας.

Και με την ποίηση τι γίνεται; Εκεί νομίζω πως τα πράγματα σκουραίνουν για τους επιμελητές που δεν γνωρίζουν...

Παραθέτω ένα μικρό παράδειγμα από επιμέλεια μετάφρασής μου στην αγγλική γλώσσα ποιήματος Έλληνα σύγχρονου ποιητή: Μακριά κάλπασε... (έλεγε ο Έλληνας για να μπορέσει να τονίσει όχι τον καλπασμό αλλά την απόσταση που επρόκειτο να διανύσει η περσόνα και είχε σημασία στο νόημα του ποιήματος) Αway he rode... έβαλε ο γράφων για να το αποδώσει κυριολεκτικά μεν, αλλά όπως έπρεπε. Και τον επιμελητή επειδή τον ξένισε/ξίνισε αυτό το away μπροστά από το ρήμα, το εξομάλυνε-διόρθωσε σε He rode away... αφαιρώντας όχι μόνο από το νόημα αλλά και από τον ρυθμό του ποιήματος.

Έχοντας την τύχη να συνεργάζομαι με Αμερικανούς ποιητές τα τελευταία τρία χρόνια σε μεταφράσεις και κείμενα έχω καταλήξει ότι όσον αφορά στην ποίηση σχεδόν τα πάντα είναι θεμιτά ή σωστά, αρκεί να μην αλλάζει το νόημα. Η σύνταξη της αγγλικής είναι εύπλαστη, οι λέξεις στέκονται και από μόνες τους και το ρήμα ή το επίρρημα ή η πρόθεση δεν είναι απαραίτητο να πηγαίνουν στο τέλος αναγκαστικά ή στην αρχή, όπως ίσως λένε οι κανόνες. Το ποίημα είναι ρυθμός, μεταφορά, παρομοίωση, υπονοούμενες φράσεις, κρυφά νοήματα. Πώς τα αποδίδεις όλα αυτά με το γράμμα του νόμου;

Αυτά για την ώρα και για να μην κουράσω άλλο. Πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση. Διάβασα όλο το νήμα με πολλή χαρά.
 

orlon

New member
"γλωσσοαμύντορες" και νεκρές γλώσσες

Το άχθος της γλωσσικής επιμέλειας
..................
μια συνακόλουθη μανία διόρθωσης και ιδεοληπτικής καλλιέπειας — εμμονές που χαρακτηρίζουν πολλούς σημερινούς γλωσσαμύντορες. Πλήθυναν οι φύλακες των ορθών ή καλών ελληνικών.
.............................................
Μόνο μια νεκρή γλώσσα έχει κανόνες απαρέγκλιτους. Αυτό το γνωρίζει η επιστήμη, το ασκούν ασυνειδήτως σαν φυσικό δικαίωμά τους οι χρήστες της γλώσσας (όταν δεν τρομοκρατούνται), αλλά το αγνοούν οι διορθωτές.

* Ο κ. Άρης Μπερλής είναι μεταφραστής και κριτικός λογοτεχνίας.


Επιτρέψτε μου να διαφωνήσω. Όλα αυτά είναι σωστά αν και εφόσον έχουμε να κάνουμε με "φυσικές" διεργασίες στη γλώσσα. Θεωρώ, ωστόσο, ότι σήμερα οι διαδικασίες αυτές δεν είναι και τόσο ... "φυσικές", τη στιγμή που, για παράδειγμα, αθλητικοί συντάκτες, "δημοσιογράφοι" αμφιβόλου υποβάθρου και πολιτικοί (!) καθιερώνουν αυτό το πλαίσιο, βομβαρδίζοντάς μας καθημερινά με ανάλογα της ποιότητάς τους "μαργαριτάρια" από το βήμα που τους παρέχουν αφειδώς τα ΜΜΕ.
 

nickel

Administrator
Staff member
Καλωσήρθες, Orlon. Όπως θα διαπιστώσεις, έχουμε ένα σούπερ νήμα, με κοντά 3.000 μηνύματα, θέλει σαββατοκύριακα για να το διαβάσουν οι καινούργιοι, όπου μαζεύουμε λάθη, όλα αυτά που θα διορθώναμε σαν επιμελητές (δίπλα σε πολλά που δεν τα σχολιάζουμε καν). Να είσαι σίγουρος ότι ο Μπερλής δεν αναφέρεται σε κοτσάνες και μαργαριτάρια. Αναφέρεται σε περιπτώσεις όπου ο συγγραφέας ή ο μεταφραστής μπαίνει στην αίθουσα με ένα φανταχτερό κόκκινο κασκόλ γύρω από το λαιμό του, τόσο μακρύ που σέρνεται στο πάτωμα, και έρχεται ο επιμελητής και του το πατάει και τον πνίγει, σαν την Ντάνκαν ένα πράμα. 'Η του λέει να το βγάλει. Υπάρχουν περιπτώσεις που έχει δίκιο ο επιμελητής — δεν είναι η αίθουσα για τέτοιες φιγούρες. Και περιπτώσεις που έχει άδικο, γιατί έχει μάθει να ενοχλείται από τα κόκκινα κασκόλ και δεν θέλει να βλέπει κανένα κόκκινο κασκόλ μπροστά του. Ο Μπερλής αναφέρεται αποκλειστικά σ' αυτούς τους μίζερους επιμελητές. Νομίζω.
 
Top