Το άχθος της γλωσσικής επιμέλειας
Εν ονόματι των «καλών ελληνικών» τα κείμενα μπορεί να είναι
ανεκτά, αλλά η πατρότητά τους αποτελεί ζητούμενο
Του Άρη Μπερλή*
[Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Καθημερινή και φύλλο του έτους 2000, που δεν βρίσκεται πια στο διαδίκτυο]
Υπήρχε κάποτε ένα ταπεινό αλλά απαιτητικό επάγγελμα, σχετικά άγνωστο στην ευρύτερη κοινωνία πέρα από το συνάφι των τυπογράφων, των εκδοτών και των συγγραφέων. Το επάγγελμα του διορθωτή τυπογραφικών δοκιμίων. (Τυπογραφικά δοκίμια λέγονται «τα προχείρως λαμβανόμενα αντίτυπα στοιχειοθετηθέντος κειμένου προς διόρθωσιν των τυχόν τυπογραφικών σφαλμάτων».) Δουλειά του διορθωτή ήταν να παραβάλλει τα δοκίμια με τα χειρόγραφα του συγγραφέα (για να εντοπίσει ενδεχόμενες παραλείψεις) και να σημειώνει λάθη ορθογραφικά ή καθαρά τυπογραφικά (σωστά διαστήματα μεταξύ των λέξεων, άνισες αράδες, κ.ά.). Βιβλίο δεν τυπωνόταν αν τα τελικά δοκίμια δεν έφεραν την ιδιόγραφη εντολή του διορθωτή (το περιβόητο «τυπωθήτω») και τα προσόντα αυτού του αφανούς επαγγελματία ήταν η άριστη γνώση της ορθογραφίας, ο ευλαβής σεβασμός του κειμένου, η αδιάπτωτη προσοχή και παρατηρητικότητα. Ο καλός διορθωτής είχε μια ιδιάζουσα και σπάνια ικανότητα: να παρακολουθεί το νόημα του κειμένου και ταυτόχρονα να διαβάζει μηχανικά ένα-ένα τα γράμματα των λέξεων, περιορίζοντας έτσι το ενδεχόμενο παρείσφρησης του «δαίμονα του τυπογραφείου».
Από την εμφάνιση της τυπογραφίας μέχρι σήμερα η πρακτική αυτή ήταν και παραμένει αποτελεσματική και ο διορθωτής, ως συντελεστής της άρτιας παραγωγής του βιβλίου, αναντικατάστατος. Στην Ελλάδα, το συνάφι των διορθωτών δημιούργησε τη δική του παράδοση.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, αργά μα σταθερά, ο χαρακτήρας της διόρθωσης άλλαξε, οι αρμοδιότητες των διορθωτών διευρύνθηκαν. Η διόρθωση δεν αποβλέπει πια μόνο στην αποκατάσταση των ορθογραφικών και τυπογραφικών λαθών, αλλά στη γενικότερη εξομάλυνση του κειμένου, στην απάλειψη γλωσσικών σφαλμάτων, στην ανασύνθεση (επί το ομαλότερον) ανοίκειων συντακτικών δομών, στη «στρογγυλοποίηση» των προτάσεων. Σε αυτή την υπέρβαση αρμοδιοτήτων του παραδοσιακού διορθωτή (που αναβαθμίστηκε σε «επιμελητή») αναφέρεται ο Φίλιππος Ηλιού στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Τα Ιστορικά» σημειώνοντας σχετικά:
«Στις συνηθισμένες, και κακές, περιπτώσεις επιμελητών/επιμελητριών, πρόκειται για ανθρώπους, οι οποίοι, με πλήρη έλλειψη σεβασμού προς τα κείμενα τα οποία "επιμελούνται", και έχοντας ως βοήθημα, όταν το χρησιμοποιούν, την τελευταία έκδοση της Γραμματικής Τριανταφυλλίδη, ισοπεδώνουν τα πάντα: ορθογραφία, συντακτικό, ηθελημένες πολυτυπίες των συγγραφέων και τα λοιπά. Και όταν τους πιάσει η τσαχπινιά, αλλάζουν και τις λέξεις που δεν τους αρέσουν, ή που δεν γνωρίζουν».
Αλλά και στις καλές περιπτώσεις των αναπόφευκτων διορθωτικών παρεμβάσεων από ικανούς επιμελητές, κανέναν δεν φαίνεται να απασχολεί το γεγονός ότι η πρακτική αυτή συνεπάγεται «μια αισθητή νόθευση της πνευματικής μας ζωής, καθώς, εξαιτίας ακριβώς αυτών των παρεμβάσεων των επιμελητών, πολλαπλασιάζονται οι "πνευματικές παρουσίες" και οι συγγραφείς που, κανονικά, πρώτα θα έπρεπε να μάθουν γράμματα». Ιδιαίτερα στις μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων οι συνέπειες της επέμβασης των επιμελητών είναι καταστροφικές. Ανίδεοι του πρωτοτύπου ή και της ξένης γλώσσας, παρακινούμενοι από τους εκδότες ή παρωθούμενοι από τον υπερβάλλοντα ζήλο τους, επεμβαίνουν αδιακρίτως σε κακές, μέτριες ή καλές μεταφράσεις σπουδαίων ή ασήμαντων έργων, εξομαλύνοντας τα πάντα σύμφωνα με τα δικά τους κριτήρια των «καλών ελληνικών». Η πρακτική αυτή είναι μοναδική παγκοσμίως. Σε οποιαδήποτε άλλη χώρα ή γλώσσα ο μεταφραστής έχει —ορθώς— την αποκλειστική ευθύνη της μετάφρασης. Στη σημερινή Ελλάδα —με εξαίρεση τα έργα των ευάριθμων εκείνων δόκιμων μεταφραστών, που αρνούνται διαρρήδην κάθε επέμβαση και περιφρουρούν άγρυπνα το κείμενό τους— η πατρότητα των «μεταφρασμάτων» είναι ζητούμενο. Την ευθύνη για αυτή τη στρεβλότητα φέρουν τόσο οι εκδότες, που ζητούν από τους διορθωτές τέτοιου είδους φροντίδα, όσο και οι μεταφραστές, που προφανώς έχουν χαμηλή ιδέα (ή και καμία) για τη δουλειά τους, αλλά και οι ίδιοι οι επιμελητές, που δέχονται να συμβάλουν στην παραγωγή νοθευμένων και αναξιόπιστων προϊόντων. Το όπτιμουμ που μπορεί να επιτύχει μια «καλή» επιμέλεια είναι να κρύψει πόσο κακή είναι μια μετάφραση, διευκολύνοντας συνάμα τον κακό μεταφραστή να συνεχίσει ανενόχλητος τη δραστηριότητά του.
Ωστόσο, η πρακτική της «επιμέλειας», όπως ασκείται τα τελευταία χρόνια, δεν είναι μεμονωμένο φαινόμενο. Συναρτάται με μια γενικότερη φοβία της αφρόντιστης ή απλώς χαλαρής γλώσσας και μια συνακόλουθη μανία διόρθωσης και ιδεοληπτικής καλλιέπειας — εμμονές που χαρακτηρίζουν πολλούς σημερινούς γλωσσαμύντορες. Πλήθυναν οι φύλακες των ορθών ή καλών ελληνικών. Σε ειδικές εκπομπές από ραδιοφώνου και τηλεοράσεως, σε τακτικές στήλες εφημερίδων, σε επιστολές αναγνωστών, οι ορθοτόμοι της γλωσσικής μας συμπεριφοράς (αρμόδιοι, αναρμόδιοι, ή απλώς ψώνια) μάς διδάσκουν τι να λέμε και τι όχι, αποφαίνονται για την κανονική σειρά των λέξεων στην πρόταση, (εξουδετερώνοντας έτσι το πλεονέκτημα της συντακτικής ευλυγισίας της νεοελληνικής), στιγματίζουν ως λανθασμένες, νεόκοπες χρήσεις που χρησιμοποιούνται ευρύτατα και μαρτυρούν ότι η γλώσσα δεν παύει να είναι σφριγηλή και εξελίξιμη, όπως κάθε γλώσσα που δεν αποφάσισε να σβήσει. Αν το σωστό στη γλώσσα είναι η καθεστηκυία τάξη• το λάθος, η παρέκκλιση, η διαφορά είναι δοκιμή των ορίων, η ζώσα πραγματικότητα της γλώσσας, το παρόν και το μέλλον της. Μόνο μια νεκρή γλώσσα έχει κανόνες απαρέγκλιτους. Αυτό το γνωρίζει η επιστήμη, το ασκούν ασυνειδήτως σαν φυσικό δικαίωμά τους οι χρήστες της γλώσσας (όταν δεν τρομοκρατούνται), αλλά το αγνοούν οι διορθωτές.
Ιδιαίτερα προσφιλείς στόχοι του διωκτικού ζήλου των νέων επιμελητών/ γλωσσαμυντόρων, δημοτικιστικής πλέον συνείδησης, είναι οι καθαρεύοντες τύποι και οι ξενισμοί. Ψύχραιμη και τεκμηριωμένη απάντηση στο ασαφές ερώτημα «πόση καθαρεύουσα επιτρέπει η δημοτική;» έδωσε ο γλωσσολόγος Σπύρος Μοσχονάς από αυτήν εδώ τη σελίδα τον περασμένο μήνα (Καθημερινή, 1.10.2000), καταλήγοντας ότι «θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια σύγχρονη εξέλιξη του δημοτικισμού που να αγκαλιάζει το σύνολο της κοινής γλώσσας, άρα κι εκείνο το κομμάτι της που είναι λόγιο ή καθαρευουσιάνικο».
Και ως προς τους ξενισμούς —τη χρήση ξένων λέξεων ή δομών— ας σημειωθεί ότι το πρόβλημα (αν πράγματι υπάρχει στο βαθμό που ισχυρίζονται) είναι πολύ πιο σύνθετο από όσο φαίνεται. Οι ξενισμοί, στη συντριπτική τους πλειονότητα, καλύπτουν κενά της ημετέρας γλώσσας, της κοινής ή της προσωπικής τού καθενός. Ιδιαίτερα οι ξενίζουσες συντακτικές δομές που εμφανίζονται συχνά στη μεταφρασμένη λογοτεχνία, μπορούμε να πούμε ότι συχνά δεν παρεισφρέουν απλώς, αλλά αποτελούν εναλλακτικές λύσεις πέραν των τυποποιημένων• ενεργοποιούν και αναδεικνύουν υπνώττουσες δυνάμεις της δικής μας γλώσσας και, με αυτήν την έννοια, ανακαινίζουν τον γραπτό λόγο. Ακόμη, αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο του ύφους του πρωτοτύπου και, εφόσον δεν δημιουργούν ισχυρούς κραδασμούς στο δικό μας γλωσσικό σύστημα, εφόσον δεν δίνουν πολλά ρίχτερ, επιβάλλεται να μεταφέρονται — με προσοχή, βέβαια, με γνώση, αλλά και με θάρρος. Και αυτά τελικά, η γνώση και το θάρρος, είναι που λείπουν από τους αυτόκλητους διορθωτές της γλώσσας, είτε καθαρευουσιάνους είτε δημοτικιστές — η βαθύτερη γνώση του χαρακτήρα και των τρόπων της γλώσσας, η άφοβη αναγνώριση του φυσικού δικαιώματος του λάθους, του ημαρτημένου, της παρέκκλισης —αυτών των λειτουργικών στοιχείων της γλώσσας— να υπάρξουν. Και αυτό που τους περισσεύει είναι ο παραλυτικός φόβος, το νοσηρό δέος που προκαλεί η ρυθμιστική γραμματική, το συντακτικό, η ορθότητα, οι κανόνες — κανόνες που ξεχνούν ότι δεν εξισούνται με τη γλώσσα, δεν είναι απαράγραπτοι, και τελούν πάντα —από ανέκαθεν— υπό αναθεώρηση.
* Ο κ. Άρης Μπερλής είναι μεταφραστής και κριτικός λογοτεχνίας.
Εν ονόματι των «καλών ελληνικών» τα κείμενα μπορεί να είναι
ανεκτά, αλλά η πατρότητά τους αποτελεί ζητούμενο
Του Άρη Μπερλή*
[Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Καθημερινή και φύλλο του έτους 2000, που δεν βρίσκεται πια στο διαδίκτυο]
Υπήρχε κάποτε ένα ταπεινό αλλά απαιτητικό επάγγελμα, σχετικά άγνωστο στην ευρύτερη κοινωνία πέρα από το συνάφι των τυπογράφων, των εκδοτών και των συγγραφέων. Το επάγγελμα του διορθωτή τυπογραφικών δοκιμίων. (Τυπογραφικά δοκίμια λέγονται «τα προχείρως λαμβανόμενα αντίτυπα στοιχειοθετηθέντος κειμένου προς διόρθωσιν των τυχόν τυπογραφικών σφαλμάτων».) Δουλειά του διορθωτή ήταν να παραβάλλει τα δοκίμια με τα χειρόγραφα του συγγραφέα (για να εντοπίσει ενδεχόμενες παραλείψεις) και να σημειώνει λάθη ορθογραφικά ή καθαρά τυπογραφικά (σωστά διαστήματα μεταξύ των λέξεων, άνισες αράδες, κ.ά.). Βιβλίο δεν τυπωνόταν αν τα τελικά δοκίμια δεν έφεραν την ιδιόγραφη εντολή του διορθωτή (το περιβόητο «τυπωθήτω») και τα προσόντα αυτού του αφανούς επαγγελματία ήταν η άριστη γνώση της ορθογραφίας, ο ευλαβής σεβασμός του κειμένου, η αδιάπτωτη προσοχή και παρατηρητικότητα. Ο καλός διορθωτής είχε μια ιδιάζουσα και σπάνια ικανότητα: να παρακολουθεί το νόημα του κειμένου και ταυτόχρονα να διαβάζει μηχανικά ένα-ένα τα γράμματα των λέξεων, περιορίζοντας έτσι το ενδεχόμενο παρείσφρησης του «δαίμονα του τυπογραφείου».
Από την εμφάνιση της τυπογραφίας μέχρι σήμερα η πρακτική αυτή ήταν και παραμένει αποτελεσματική και ο διορθωτής, ως συντελεστής της άρτιας παραγωγής του βιβλίου, αναντικατάστατος. Στην Ελλάδα, το συνάφι των διορθωτών δημιούργησε τη δική του παράδοση.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, αργά μα σταθερά, ο χαρακτήρας της διόρθωσης άλλαξε, οι αρμοδιότητες των διορθωτών διευρύνθηκαν. Η διόρθωση δεν αποβλέπει πια μόνο στην αποκατάσταση των ορθογραφικών και τυπογραφικών λαθών, αλλά στη γενικότερη εξομάλυνση του κειμένου, στην απάλειψη γλωσσικών σφαλμάτων, στην ανασύνθεση (επί το ομαλότερον) ανοίκειων συντακτικών δομών, στη «στρογγυλοποίηση» των προτάσεων. Σε αυτή την υπέρβαση αρμοδιοτήτων του παραδοσιακού διορθωτή (που αναβαθμίστηκε σε «επιμελητή») αναφέρεται ο Φίλιππος Ηλιού στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Τα Ιστορικά» σημειώνοντας σχετικά:
«Στις συνηθισμένες, και κακές, περιπτώσεις επιμελητών/επιμελητριών, πρόκειται για ανθρώπους, οι οποίοι, με πλήρη έλλειψη σεβασμού προς τα κείμενα τα οποία "επιμελούνται", και έχοντας ως βοήθημα, όταν το χρησιμοποιούν, την τελευταία έκδοση της Γραμματικής Τριανταφυλλίδη, ισοπεδώνουν τα πάντα: ορθογραφία, συντακτικό, ηθελημένες πολυτυπίες των συγγραφέων και τα λοιπά. Και όταν τους πιάσει η τσαχπινιά, αλλάζουν και τις λέξεις που δεν τους αρέσουν, ή που δεν γνωρίζουν».
Αλλά και στις καλές περιπτώσεις των αναπόφευκτων διορθωτικών παρεμβάσεων από ικανούς επιμελητές, κανέναν δεν φαίνεται να απασχολεί το γεγονός ότι η πρακτική αυτή συνεπάγεται «μια αισθητή νόθευση της πνευματικής μας ζωής, καθώς, εξαιτίας ακριβώς αυτών των παρεμβάσεων των επιμελητών, πολλαπλασιάζονται οι "πνευματικές παρουσίες" και οι συγγραφείς που, κανονικά, πρώτα θα έπρεπε να μάθουν γράμματα». Ιδιαίτερα στις μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων οι συνέπειες της επέμβασης των επιμελητών είναι καταστροφικές. Ανίδεοι του πρωτοτύπου ή και της ξένης γλώσσας, παρακινούμενοι από τους εκδότες ή παρωθούμενοι από τον υπερβάλλοντα ζήλο τους, επεμβαίνουν αδιακρίτως σε κακές, μέτριες ή καλές μεταφράσεις σπουδαίων ή ασήμαντων έργων, εξομαλύνοντας τα πάντα σύμφωνα με τα δικά τους κριτήρια των «καλών ελληνικών». Η πρακτική αυτή είναι μοναδική παγκοσμίως. Σε οποιαδήποτε άλλη χώρα ή γλώσσα ο μεταφραστής έχει —ορθώς— την αποκλειστική ευθύνη της μετάφρασης. Στη σημερινή Ελλάδα —με εξαίρεση τα έργα των ευάριθμων εκείνων δόκιμων μεταφραστών, που αρνούνται διαρρήδην κάθε επέμβαση και περιφρουρούν άγρυπνα το κείμενό τους— η πατρότητα των «μεταφρασμάτων» είναι ζητούμενο. Την ευθύνη για αυτή τη στρεβλότητα φέρουν τόσο οι εκδότες, που ζητούν από τους διορθωτές τέτοιου είδους φροντίδα, όσο και οι μεταφραστές, που προφανώς έχουν χαμηλή ιδέα (ή και καμία) για τη δουλειά τους, αλλά και οι ίδιοι οι επιμελητές, που δέχονται να συμβάλουν στην παραγωγή νοθευμένων και αναξιόπιστων προϊόντων. Το όπτιμουμ που μπορεί να επιτύχει μια «καλή» επιμέλεια είναι να κρύψει πόσο κακή είναι μια μετάφραση, διευκολύνοντας συνάμα τον κακό μεταφραστή να συνεχίσει ανενόχλητος τη δραστηριότητά του.
Ωστόσο, η πρακτική της «επιμέλειας», όπως ασκείται τα τελευταία χρόνια, δεν είναι μεμονωμένο φαινόμενο. Συναρτάται με μια γενικότερη φοβία της αφρόντιστης ή απλώς χαλαρής γλώσσας και μια συνακόλουθη μανία διόρθωσης και ιδεοληπτικής καλλιέπειας — εμμονές που χαρακτηρίζουν πολλούς σημερινούς γλωσσαμύντορες. Πλήθυναν οι φύλακες των ορθών ή καλών ελληνικών. Σε ειδικές εκπομπές από ραδιοφώνου και τηλεοράσεως, σε τακτικές στήλες εφημερίδων, σε επιστολές αναγνωστών, οι ορθοτόμοι της γλωσσικής μας συμπεριφοράς (αρμόδιοι, αναρμόδιοι, ή απλώς ψώνια) μάς διδάσκουν τι να λέμε και τι όχι, αποφαίνονται για την κανονική σειρά των λέξεων στην πρόταση, (εξουδετερώνοντας έτσι το πλεονέκτημα της συντακτικής ευλυγισίας της νεοελληνικής), στιγματίζουν ως λανθασμένες, νεόκοπες χρήσεις που χρησιμοποιούνται ευρύτατα και μαρτυρούν ότι η γλώσσα δεν παύει να είναι σφριγηλή και εξελίξιμη, όπως κάθε γλώσσα που δεν αποφάσισε να σβήσει. Αν το σωστό στη γλώσσα είναι η καθεστηκυία τάξη• το λάθος, η παρέκκλιση, η διαφορά είναι δοκιμή των ορίων, η ζώσα πραγματικότητα της γλώσσας, το παρόν και το μέλλον της. Μόνο μια νεκρή γλώσσα έχει κανόνες απαρέγκλιτους. Αυτό το γνωρίζει η επιστήμη, το ασκούν ασυνειδήτως σαν φυσικό δικαίωμά τους οι χρήστες της γλώσσας (όταν δεν τρομοκρατούνται), αλλά το αγνοούν οι διορθωτές.
Ιδιαίτερα προσφιλείς στόχοι του διωκτικού ζήλου των νέων επιμελητών/ γλωσσαμυντόρων, δημοτικιστικής πλέον συνείδησης, είναι οι καθαρεύοντες τύποι και οι ξενισμοί. Ψύχραιμη και τεκμηριωμένη απάντηση στο ασαφές ερώτημα «πόση καθαρεύουσα επιτρέπει η δημοτική;» έδωσε ο γλωσσολόγος Σπύρος Μοσχονάς από αυτήν εδώ τη σελίδα τον περασμένο μήνα (Καθημερινή, 1.10.2000), καταλήγοντας ότι «θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια σύγχρονη εξέλιξη του δημοτικισμού που να αγκαλιάζει το σύνολο της κοινής γλώσσας, άρα κι εκείνο το κομμάτι της που είναι λόγιο ή καθαρευουσιάνικο».
Και ως προς τους ξενισμούς —τη χρήση ξένων λέξεων ή δομών— ας σημειωθεί ότι το πρόβλημα (αν πράγματι υπάρχει στο βαθμό που ισχυρίζονται) είναι πολύ πιο σύνθετο από όσο φαίνεται. Οι ξενισμοί, στη συντριπτική τους πλειονότητα, καλύπτουν κενά της ημετέρας γλώσσας, της κοινής ή της προσωπικής τού καθενός. Ιδιαίτερα οι ξενίζουσες συντακτικές δομές που εμφανίζονται συχνά στη μεταφρασμένη λογοτεχνία, μπορούμε να πούμε ότι συχνά δεν παρεισφρέουν απλώς, αλλά αποτελούν εναλλακτικές λύσεις πέραν των τυποποιημένων• ενεργοποιούν και αναδεικνύουν υπνώττουσες δυνάμεις της δικής μας γλώσσας και, με αυτήν την έννοια, ανακαινίζουν τον γραπτό λόγο. Ακόμη, αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο του ύφους του πρωτοτύπου και, εφόσον δεν δημιουργούν ισχυρούς κραδασμούς στο δικό μας γλωσσικό σύστημα, εφόσον δεν δίνουν πολλά ρίχτερ, επιβάλλεται να μεταφέρονται — με προσοχή, βέβαια, με γνώση, αλλά και με θάρρος. Και αυτά τελικά, η γνώση και το θάρρος, είναι που λείπουν από τους αυτόκλητους διορθωτές της γλώσσας, είτε καθαρευουσιάνους είτε δημοτικιστές — η βαθύτερη γνώση του χαρακτήρα και των τρόπων της γλώσσας, η άφοβη αναγνώριση του φυσικού δικαιώματος του λάθους, του ημαρτημένου, της παρέκκλισης —αυτών των λειτουργικών στοιχείων της γλώσσας— να υπάρξουν. Και αυτό που τους περισσεύει είναι ο παραλυτικός φόβος, το νοσηρό δέος που προκαλεί η ρυθμιστική γραμματική, το συντακτικό, η ορθότητα, οι κανόνες — κανόνες που ξεχνούν ότι δεν εξισούνται με τη γλώσσα, δεν είναι απαράγραπτοι, και τελούν πάντα —από ανέκαθεν— υπό αναθεώρηση.
* Ο κ. Άρης Μπερλής είναι μεταφραστής και κριτικός λογοτεχνίας.