Τι διαβάζετε αυτή την περίοδο;

Εχτές στη συνάντηση συζητούσαμε ακριβώς αυτό (μεταξύ άλλων) με το Θέμη και το Δόκτορα.
Εγώ μικρή δεν παρατούσα βιβλία, τώρα πια όμως παρατώ πολύ συχνά, είτε επειδή είναι κατώτερο των προσδοκιών μου, είτε επειδή είναι υπερβολικά κοινότοπο ή αναμενόμενο με τρόπο βαρετό και απογοητευτικό, είτε επειδή απλώς δεν μου αρέσει (θα μπορούσα να πω εδώ "επειδή είναι κακογραμμένο" αλλά προτιμώ να μην εξυψώσω το γούστο μου σε λογοτεχνική κριτική).
 
Κι εγώ μπορεί να διαβάζω δυο-τρία ταυτόχρονα, ένα κεφάλαιο απ' το ένα, ένα απ' το άλλο κοκ. Κι όποιο δεν τελειώσει, δε βαριέσαι. Μεταμοντέρνος αναγνωστοκεντρισμός, ή απλά good old bon sens?
 
Έχω ξεκινήσει να διαβάζω τους Πέρσες του Αισχύλου, με Perseus σαν κείμενο βάσης με λινκ προς λεξικά για όλες τις λέξεις και με αγγλική κατά λέξη μετάφραση (πάντα στον Perseus), συν την έκδοση της Οξφόρδης (D. Page) για το κριτικό υπόμνημα (ο Perseus δεν έχει τέτοιο), συν καμιά-δυο γενικές γραμματολογίες για ξεστράβωμα (αυτή των Sa:id, Tre'de', le Boulluec δεν είναι άσχημη). Ανακάλυψα λοιπόν (εντάξει, γλαύκα σίγουρα για κάποιους...) ένα δίστιχο με άψογους ιαμβικούς 15σύλλαβους!

ὦ βαθυζώνων ἄνασσα Περσίδων ὑπερτάτη,
μῆτερ ἡ Ξέρξου γεραιά, χαῖρε, Δαρείου γύναι
(στ. 155-156)

Πλάκα δεν έχει; θα 'λεγες πως είναι καμιά βυζαντινή φυλλάδα! Τρισχιλιετής και πάλι τρισχιλιετής, και δε με μέλει για τις προσωδίες... :)
 
Ωπ, έπεσα και στο πρώτο χοντρό λάθος: γράφει (165)

ταῦτά μοι διπλῆ μέριμνα φραστός ἐστιν ἐν φρεσίν

αλλά το φραστός είναι ανύπαρκτο. Το σωστό (Page):

μέριμν' ἄφραστός ἐστιν

Συμπέρασμα: για σίγουρο διάβασμα απαραίτητη μια κλασική έκδοση τύπου Οξφόρδης, όχι πια μόνο για το κριτικό υπόμνημα αλλά ακόμα και για τις πατάτες.
 
Αισχ. Πέρσ. 302-303:
Ἀρτεμβάρης δὲ μυρίας ἵππου βραβεὺς
στύφλους παρ᾽ ἀκτὰς θείνεται Σιληνιῶν.

Ρε μπας και αυτά είναι τα Σελήνια; Και αν ναι, η ονομασία Σελήνια είναι λαϊκή ή λόγια; Η Βικιπαίδεια λέει πως προέρχεται από τη Σελήνη, αλλά η ομοιότητα με τις Σιλήνιες με εντυπωσιάζει.

Κράση με κεφαλαίο: Ἀρσάμης τε κἈργήστης τρίτος (308)

Στην κατά λέξη μετάφραση που συνοδεύει το κείμενο (Theodore Alois Buckley, B.A., of Christ Church, Oxford), Λονδίνο 1888, σε σχέση με την εξής πρόταση (314-317) [στην έκδ. Page η δεύτερη αράδα λείπει, καθώς έχει μετατεθεί παρακάτω]:

Χρυσεὺς Μάταλλος μυριόνταρχος θανών,
ἵππου μελαίνης ἡγεμὼν τρισμυρίας,
πυρρὰν ζαπληθῆ δάσκιον γενειάδα
ἔτεγγ᾽, ἀμείβων χρῶτα πορφυρέᾳ βαφῇ.


[τέγγω = μουσκεύω]

έχει σε κανονική έντυπη υποσημείωση το εξής ωραίο:

This was at all events more glorious than the transformation of Tittlebat Titmouse's hair by the Tetaragmenon Abracadabra. See "Ten Thousand a Year".

Κάποιος αναγνώστης/τρια μάλιστα έχει προσθέσει με το μολύβι 3 θαυμαστικά. Οι παλιοί ξανθοί φιλόλογοι το γλεντούσαν...
 

nickel

Administrator
Staff member
Αισχ. Πέρσ. 302-303:
Ἀρτεμβάρης δὲ μυρίας ἵππου βραβεὺς
στύφλους παρ᾽ ἀκτὰς θείνεται Σιληνιῶν.

Ρε μπας και αυτά είναι τα Σελήνια; Και αν ναι, η ονομασία Σελήνια είναι λαϊκή ή λόγια; Η Βικιπαίδεια λέει πως προέρχεται από τη Σελήνη, αλλά η ομοιότητα με τις Σιλήνιες με εντυπωσιάζει.
Η Βικιπαίδεια λέει (τώρα τουλάχιστον):
«Τα Σελήνια είναι παραθαλάσσιος οικισμός και όρμος στα ανατολικά της Σαλαμίνας (Πελισαίς / αι αρχαίαι Σιλήνιαι)».

Στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του Δρανδάκη διαβάζω (στο λήμμα Σελήνια): Η διασωθείσα ονομασία αυτού επιτρέπει όπως τοποθετήσωμεν εν τω χωρίω τούτω την υπό των αρχαίων αναφερομένην ακτήν Σιληνίαι, συνδεομένην με την τοπογραφίαν της διεξαχθείσης υπερωνύμου ναυμαχίας.

Στα σχόλια στον Αισχύλο:
Σιληνίαι αἰγιαλὸς Σαλαμῖνος, πλησίον τῆς λεγομένης Τροπαίου ἄκρας.

Για την Τροπαίου άκρα:
Σύμφωνα με αρχαίους συγγραφείς και επιγραφικές μαρτυρίες, αμέσως μετά τη Ναυμαχία, στη Χερσόνησο της Κυνόσουρας στήθηκε και το αρχικό Τρόπαιο της Νίκης των Ελλήνων, η φοινικική τριήρης. Η επιλογή της Κυνόσουρας δεν ήταν τυχαία: επρόκειτο ήδη για ιερό χώρο, καθώς υπήρχαν εκεί ιερό του Κυχρέα, ο Κυχρείος Πάγος, και Τέμενος του Αίαντα. Ο λόφος της Μαγούλας διαμορφώθηκε κατάλληλα ώστε το Τρόπαιο να είναι ορατό έως και τα αττικά παράλια. Πλησίον του Τροπαίου ήταν η θέση του Πολυάνδρειου, του ομαδικού τάφου των Αθηναίων ηρώων της Ναυμαχίας. Αργότερα, με πρωτοβουλία του Θεμιστοκλή, στο ανατολικό άκρο της Χερσονήσου, στην Τροπαίου Άκρα, αναγέρθηκε Τρόπαιο της Νίκης, αφιερωμένο στον Τρόπαιο Δία όπου και τελούνταν γιορτές προς τιμήν του. Περιηγητές το 18ο και 19ο αι. είδαν και περιέγραψαν το μνημείο, κάποια ίχνη του οποίου διακρίνονται ακόμα.
https://sites.google.com/site/perivos/arthrographia/salaminaegnosteagnoste

Η χερσόνησος της Κυνόσουρας είναι πάνω από τα Σελήνια.
http://goo.gl/maps/QRT5K
 
Nico Papatakis, Tous les désespoirs sont permis
(2003, εκδ. Fayard)

Αυτοβιογραφία του γνωστού Αβυσσηνοέλληνα σκηνοθέτη (μεταξύ άλλων). Έχει εκδοθεί και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Χατζηνικολή, αλλά εγώ το διάβασα στα γαλλικά. Και το πρώτο πράμα που έχω να πω είναι ότι ο Παπατάκης δεν ήταν «Έλληνας» αλλά Αβυσσηνός από πατέρα Έλληνα Μακεδόνα και μάνα Αβυσσηνή από πολύ καλή οικογένεια με άκρες στο παλάτι. Όλη του η ταυτότητα ήταν ακριβώς αυτός ο μιγαδισμός, που, σύμφωνα με την αφήγησή του, τον έκανε στόχο της ελληνικής κοινότητας της Αντίς Άμπαμπα. Επίσης ξαφνικά κατάλαβα (νομίζω) γιατί ονόμασε τη γνωστή ταινία του (παίχτηκε το χειμώνα στην Ταινιοθήκη) Les Abysses και όχι Les Abîmes, που είναι πιο συχνό σαν λέξη. Abyssin-Abysses! Τέλος πάντων, πρώτα μίλησε αμχαρικά το παιδί και μετά ελληνικά, πολύ δε αργότερα γαλλικά.

Το όνομά του είναι ψευδώνυμο, αλλά δεν εξηγεί γιατί το υιοθέτησε. Λεγόταν Νικηφόρος Παπαχρίστος. Η αφήγηση καλύπτει κυρίως τα νιάτα του ως το 1945 (περ. 25 χρονώ): Αβησσυνία, στο Λίβανο εσωτερικός στους φρερ για να στρώσει γιατί ήταν ατίθασος, πίσω Αβυσσηνία λόγω ιταλικής εισβολής, εθελοντική κατάταξη στον αβυσσηνιακό στρατό ενάντια στον Μουσσολίνι (τόσο Αβυσσηνός ένιωθε!), ήττα, οικονομική καταστροφή του πατρός (κάψιμο του ξενοδοχείου τους), ξεπεσμός στο Τζιμπουτί, φευγιό στην Ελλάδα του Μεταξά, προλεταριοποίηση στα ξενοδοχεία της Κηφισιάς και στο Κινγκ Τζορτζ και ζιγκολοποίηση στα σπίτια του Κολονακιού, γνωριμία με τους πρώτους (ομοφυλόφιλους) καλλιτέχνες που τον στήριξαν (δεν του έβγαινε μαζί τους, κατά τα λεγόμενά του, άλλωστε ο ένας τον στήριξε χωρίς να του την πέσει καθόλου), φευγιό προς τη Γαλλία χάρη στη χρηματοδότηση από το γιο ενός μαχαραγιά που τον γνώρισε σ' ένα αμερικανίζον μπαρ της Ομόνοιας και ένταξη στην παριζιάνικη ζωή ως απένταρος καλλονός. Περαιτέρω γνωριμίες με τους κύκλους καλλιτεχνών και λογοτεχνών μέσα από τις πλούσιες γυναίκες που τον λιμπίζονταν και τον σπίτωναν. Με την ήττα του ’40, φεύγει με αλουμινένιο ποδήλατο (!) προς τη νότια Γαλλία και καταλήγει στη νότια ακτή της, όπου φυτοζωεί ως κομπάρσος προστατευόμενος του Ζακ Πρεβέρ. Προσπαθεί να περάσει Ισπανία και από κει Αγγλία αλλά δεν τα καταφέρνει, όπως επίσης αργότερα να βγει στο μακί αλλά δεν του κάθεται. Επιστρέφει προς το τέλος της κατοχής στο Παρίσι, όπου τον βρίσκει η Απελευθέρωση. Κάπου εκεί σταματά η αφήγηση, αλλά στη διάρκειά της έχουν υπάρξει πολλές αναφορές σε διάφορα γεγονότα της μεταπολεμικής ζωής και καριέρας του (διευθυντής του καμπαρέ του Σαιν Ζερμαίν ντε Πρε Το κόκκινο τριαντάφυλλο [Ζ. Γκρεκό, Ρ. Κενώ], και φυσικά οι ταινίες του). Από τα όσα διηγείται πρέπει να ήταν ο κούκλος (ο ίδιος περιγράφει με καμάρι μόνο τα μαυλιστικά μάτια του), αλλά με τους άντρες δεν του ‘βγαινε, τις γυναίκες όμως τις ξέσκισε.

Γραμμένο σε γαλλικά γλαφυρά, ανάμικτα λόγϊα και της πιάτσας, με κούρασε λίγο με το τόσο λεκτικό πυροτέχνημα (είχα και πολλές άγνωστες λέξεις), εντυπωσιακό για 80άρη αυτοβιογραφούμενο! Επίσης εφευρίσκει ένα φανταστικό πρόσωπο που το παίζει μεσάζοντας ανάμεσα στο συγγραφέα και σε μια γυναίκα, ίσως την εκδότρια του βιβλίου, και αρχίζει ένα κουραστικό παιχνίδι που θα μπορούσε κατά τη γνώμη μου να λείπει. Δεν με ενδιαφέρουν προσωπικά πολύ οι εσωτερικές διεργασίες, καταφάσεις, αποφάσεις και αντιφάσεις του συγγραφέα, αλλά οι τελικές απόψεις του. Ωστόσο εντέλει μου άρεσε, γιατί έχει πολλά μυθιστορηματικά στοιχεία η ζωή του και γιατί σου επιτρέπει να δεις λίγο τη ζωή της παροικίας στην Αβυσσηνία και διάφορα άλλα γι’ αυτή τη χώρα. Οι λίγες σελίδες για την παραμονή του στην Ελλάδα του Μεταξά έχουν κι αυτές το γούστο τους.

Αν κρίνω με βάση την αυτοβιογραφία του, τα δύο άρθρα που διάβασα γι' αυτόν, στη γαλλική και στην αγγλική Ουικιπήντια, είναι πάρ' τό ένα χτύπα τό άλλο στις ανακρίβειες. Διδακτικό...
 

nickel

Administrator
Staff member
Μου θύμισες με το σωστό μέγεθος και ύφος της παρουσίασής σου τις βιβλιοπαρουσιάσεις που διάβαζα κάποια προδιαδικτυακά χρόνια στους Κυριακάτικους Τάιμς. Επειδή είναι ελάχιστα τα βιβλία που προλαβαίνω να διαβάσω, παρηγοριόμουνα με τις παρουσιάσεις. Το ξανάρχισα πρόσφατα το κόλπο με τα ελληνικά μηνιαία έντυπα για το βιβλίο, αλλά οι καλές παρουσιάσεις τους είναι ολόκληρες πραγματείες, οπότε περιορίζομαι στα θέματα που με ενδιαφέρουν. Στους Τάιμς οι ευσύνοπτες παρουσιάσεις, γραμμένες πάντα από ειδικούς, με έκαναν να διαβάζω για θέματα που ουδόλως με είχαν απασχολήσει ως εκείνη τη στιγμή.

Αλλά να έρθω στον γαλλισμό σου: «να βγει στο μακί». Πρώτη φορά το βλέπω έτσι. Υποθέτω αποδίδεις το «prendre le maquis» με τη σημασία «βγαίνω στην αντίσταση». Ή, για να το αντιστοιχίσουμε εντελώς στην ελληνική χλωρίδα και αντίσταση, «βγαίνω στο κλαρί». Έτσι, μάλιστα, το καταλαβαίνω.

Για τη μακία βλάστηση, εδώ:
http://lexilogia.gr/forum/showthread.php?13142-μακία-βλάστηση-μακκία-βλάστηση-maquis-shrubland
 
Στις μίνι-τσάμπα-διακοπές μου φιλοξενήθηκα σε φιλικό σπίτι με μεγάλη βιβλιοθήκη, δυστυχώς για μένα σχεδόν όλη στα γερμανικά, κατάφερα όμως να ξετρυπώσω πέντ' έξη βιβλία στα ελληνικά. Από αυτά ξεχώρισα τρία και κατάφερα να τα διαβάσω και τα τρία σχεδόν ολόκληρα στις έξι μέρες που έμεινα εκεί. Ήταν όλα ένα κι ένα (ακόμη κι εκείνα που δεν διάβασα):\

"Τ' Αμπελάκια κι ο μύθος για το συνεταιρισμό τους", του Γιάννη Κορδάτου, εκδ. Μπουκουμάνης 1973, Δ' έκδοση

Η ιστορία του περίφημου συναιτερισμού των Αμπελακίων μέσα από ενδιαφέροντα ντοκουμέντα (επιστολές αρχείου Δογάνη κ.ά.). Ο Κορδάτος ισχυρίζεται ότι δεν επρόκειτο για συναιτερισμό (κολεκτίβα) αλλά για κοινοπραξία, και οφείλω να πω ότι μάλλον έχει δίκιο. Πρώτον, δεν ήταν μία εταιρεία αλλά πολλές, που ιδρύθηκαν είτε ταυτόχρονα είτε σε άλλες χρονικές στιγμές, σε μια προσπάθεια των μεγαλεμπόρων να μειώσουν τον ανταγωνισμό μεταξύ τους. Δεύτερον, είχε μορφή ετερόρρυθμης εταιρείας, αποτελούμενης από μικρότερες εταιρείες που ανήκαν σε κεφαλαιούχους του τόπου και όχι σε μικροαστούς. Ορισμένες πηγές βέβαια ισχυρίζονται ότι οι εργάτες μάζευαν τις οικονομίες τους και έμπαιναν στην εταιρεία αυτή (τη λεγόμενη Κοινή), αλλά δεν ξέρω κατά πόσο ισχύει: οι πηγές αυτές μεταφέρουν αυτά που άκουσαν από άλλους, δεν έχουν έγγραφα που να το επιβεβαιώνουν.

Σε κάθε περίπτωση, είτε έχει δίκιο ο Κορδάτος είτε όχι (και θα πρέπει να πω ότι δεν συμφωνώ μαζί του σε όλα του τα συμπεράσματα, αναγνωρίζω όμως ότι είναι βάσιμος και εύλογος ο προβληματισμός του), το βιβλίο έχει μεγάλο ενδιαφέρον.

"Η γυναίκα της Πάτρας", διηγείται η Πανωραία - γράφει ο Γιώργος Χρονάς, εκδ. Σιγαρέτα, 1989 (πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Οδός Πανός), Β' έκδοση

Βίος και πολιτεία μιας παλιάς πόρνης των Πατρών, σε πρώτο πρόσωπο, με έναν λόγο γλαφυρό και ατόφιο. Απερίγραπτο κείμενο, αξίζει να το διαβάσει κανείς. Υποθέτω ότι ο Χρονάς το σιδέρωσε λίγο, αλλά μάλλον ελάχιστα, το αναγκαίο για να ρέει ομαλά το κείμενο που προέρχεται από απομαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις.

"Ζωή, την άλλη φορά", του Νίκου Χουλιαρά, εκδ. Νεφέλη 1985, Δ΄έκδοση
Μυθιστόρημα, προφανώς αυτοβιογραφικό σε μεγάλο βαθμό (ο κεντρικός ήρωας είναι μεγαλωμένος στα Γιάννενα στις αρχές του 20ου αιώνα, ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας, ένα άλλο πρόσωπο ονειρεύεται να γίνει ζωγράφος), με τη γνωστή μανιέρα του Χουλιαρά (το ρήμα στο τέλος και άλλα που δε θυμάμαι τώρα), η οποία δε με ενοχλεί εφόσον ο συγγραφέας έχει κάτι ουσιαστικό να πει μέσα από αυτήν, και εγώ τουλάχιστον νιώθω ότι πραγματικά έχει κάτι να πει.

Μάζεψα μάλιστα και πολλές άγνωστες σε μένα λέξεις, χρόνια είχε να μου συμβεί κάτι τέτοιο, τόσες άγνωστες ελληνικές λέξεις σε ένα βιβλίο. Τις έγραψα σε ένα χαρτί μαζί με όσο συγκείμενο άντεχα να κάνω αντιγραφή (γράφω τρισάθλια με το χέρι, ας είναι καλά ο υπολογιστής), κάποια στιγμή θα τις αναρτήσω σε ένα νήμα.

Ήταν ίσως το καλύτερο κομμάτι του φετινού καλοκαιριού, τα βιβλία αυτά.
 
Στο βιβλίο του Richard Dawkins για τα βιβλία που άλλαξαν τη ζωή του, ένα από τα πέντε είναι του Evelyn Waugh, για τον οποίον λέει:

The great mystery is how so profoundly sensitive a writer of beautiful English could have been such an apparently shallow, even unpleasant, man: a jingoistic snob who not only converted to Catholicism but—worse—took it seriously. Maybe it was all a pose.

Και θυμήθηκα ότι καταδικαστικότατος ήταν και ο Παπατάκης (βλ. μερικά ποστ πιο πάνω) για τον άνθρωπο αυτόν:

[Ο νεαρός Νικηφόρος βρίσκεται στην Αβυσσηνία, την εποχή της ιταλικής κατοχής, και δουλεύει μπάρμαν, μετά το κάψιμο του ξενοδοχείου του πατέρα του] Les circonstances firent que parmi la clientèle, et sans que personne se doutât du célèbre écrivain qu’il deviendrait plus tard, se trouvât un certain Evelyn Waugh, journaliste anglais, l’un des plus haineux anti-Abyssins, et plus généralement l’un des individus les plus racistes (et son ostensible sélectivité, sa distribution des prix d’excellence à tels ou tels pays d’Afrique plutôt qu’à tels autres, ne faisaient que le confirmer) que les îles grand-bretonnes, voire que l’Europe ou même les Blancs dans leur ensemble aient jamais enfantés (« Dire qu’à un ou deux mois près, je me serais courbé, main tendue, dans l’expectative d’un pourliche, devant cet enfoiré ! ») Sur la base de son expérience, il commit un ouvrage qu’il intitula Abyssinia ! Il est rare qu’encre et fiel, Watermann et mauvaise foi, Remington et suffisance s’harmonisent aussi élégamment ! Ne voilà-t-il pas que dans le compte rendu qu’il fait d’une interview que lui avait accordée Graziani à quelque temps de son entrée triomphale dans Addis, il se livre à son égard à un dithyrambe échevelé, jusqu’à lui reconnaître les qualités insignes d’un amiral anglais : l’humour, le sens pratique, la franche camaraderie, le raffinement du propos : « Bienvenue au club des officiers de la Navy, maréchal ! Rares sont ceux qui y sont admis ! » Mais pouvait-il, vu son égotisme d’insulaire, son nombrilisme croûteux, sa superbe d’isolé, appuyer son argumentation sur d’autres critères que ceux-là ? Sur la foi d’évidentes menteries, on est rassuré d’apprendre que le maréchal italien en question avait juré, parole d’officier, n’avoir jamais ordonné le bombardement du pays par gaz toxique, et que, s’il y en avait eu, c’était pour « stériliser » les maquis, les nettoyer des petites bestioles avant que ses colonnes blindées ne les traversent. (…)
 

nickel

Administrator
Staff member
Μάλιστα. Έμαθα ότι θα κυκλοφορήσει το αυτοβιογραφικό του Ντόκινς. Και γέλασα με την κλιμάκωση: shallow > unpleasant > jingoistic > snob > Catholicism > took it seriously. (Έχει ένα κόλλημα με τη θρησκεία ο Ντόκινς.)

Αλλά πόσα κείμενα της Wikipedia αφιερώνουν ολόκληρη ενότητα στον σκατοχαρακτήρα κάποιου;
http://en.wikipedia.org/wiki/Evelyn_Waugh#Character_and_opinions
 
Ναι, έχει ένα κόλλημα ίσως εντονότερο απ' όσο δικαιολογείται. Εγώ πάντως τον συναισθάνομαι ως ένα σημείο, αν και δεν συμμερίζομαι απολύτως ούτε τα αισθήματα ούτε τις απόψεις του. Απροπό, νομίζετε ότι είναι ψωνισμένο να γράφει κανείς αυτοβιογραφίες ή όχι;

"Ζωή, την άλλη φορά", του Νίκου Χουλιαρά, εκδ. Νεφέλη 1985, Δ΄έκδοση
Μάζεψα πολλές άγνωστες σε μένα λέξεις, ... κάποια στιγμή θα τις αναρτήσω σε ένα νήμα.
Όπερ και εγένετο.
 

nickel

Administrator
Staff member
Απροπό, νομίζετε ότι είναι ψωνισμένο να γράφει κανείς αυτοβιογραφίες ή όχι;
Όχι. Ψωνισμένο είναι να πιστεύεις ότι αξίζει να διαβαστούν.
 
Ασφάλεια δικαίου που θα κάνει τον Ρογήρο να ριγήσει - με περισσότερη πεθαίνεις. Από το: Carlo Cipolla, Before the Industrial Revolution: European Society and Economy, 1000-1700, 2nd ed., Methuen, London 1981, p. 24.

In medieval Europe some political theorists saw a negligible demarcation between taxation and robbery. As for the distinctions among war, plunder, and robbery, they were very tenuous indeed. There is a curious clause in the laws of the Ine of Wessex which seeks to define the various types of forcible attack to which a householder and his property might be subjected: if fewer than seven men are involved, they are thieves; if between seven and thirty-five, they form a gang; if more than thirty-five, they are a military expedition.
 

nickel

Administrator
Staff member
Όχι, δεν διαβάζω τις Συνομιλίες με τον Στάλιν του Μίλοβαν Τζίλας, αλλά διάβασα αυτό που γράφει ο Τζίλας για τις συνήθειες του Στάλιν και θεωρώ ότι θα ήμασταν απολύτως συμβατοί ως προς το ωράριο και τον τρόπο εργασίας:

Μέσα σ' αυτήν την επικράτεια, η μόνη διασκέδαση, γράφει ο Τζίλας, είναι τα μεγάλα φαγοπότια:
Ένα τέτοιο δείπνο κρατούσε συνήθως έξι ώρες ή και περισσότερο — από τις δέκα τη νύχτα έως τις τέσσερις και πέντε τα ξημερώματα. Ο καθένας έτρωγε και έπινε σιγά σιγά, στη διάρκεια μιας συζητήσεως που κυμαινόταν ανάμεσα σε ιστορίες και ανέκδοτα έως τα πιο σοβαρά πολιτικά και φιλοσοφικά θέματα. Ανεπίσημα και στην πραγματικότητα ένα μεγάλο μέρος της σοβιετικής πολιτικής διαμορφωνόταν σε τέτοια γεύματα [...]
Προφανώς οι συνεργάτες του Στάλιν ήταν συνηθισμένοι σ’ αυτό το είδος της εργασίας και της ζωής — και περνούσαν τις νύχτες τους δειπνώντας με τον Στάλιν ή με έναν από τον δικό τους κύκλο. Δεν φτάνανε στα γραφεία τους πριν από το μεσημέρι και συνήθως έμεναν σ’ αυτά μέχρις αργά το βράδυ. Αυτό περιέπλεκε και έκανε δύσκολη την εργασία στην ανώτερη διοίκηση, αλλά οι ανώτεροι υπάλληλοι είχαν προσαρμοστεί σ’ αυτό, ακόμα και το διπλωματικό σώμα σε ό,τι αποτελούσε επαφές με μέλη του Πολιτικού Γραφείου.​
 

Earion

Moderator
Staff member
Συνέβη να διαβάσω κι εγώ μια παρουσίαση του βιβλίου και συγκράτησα το παρακάτω μεταφραστικό μαργαριτάρι:

Ο Στάλιν είχε πολύ μικρό ανάστημα ... ο κορμός του ήταν κοντός και στενός ... Το πρόσωπό του ήταν λευκό με κόκκινα μάγουλα. Αργότερα έμαθα ότι αυτός ο χρωματισμός, τόσο χαρακτηριστικός για ανθρώπους που μένουν πολλά χρόνια μέσα σε γραφεία, ήταν γνωστός σαν το «κόμπλεξ του Κρεμλίνου».

Προφανώς η μετάφραση (Κ. Χ. Καμαρινόπουλος, 192) έχει γίνει από τα αγγλικά.

Και σε άλλο σημείο, όπου ο λόγος για την προσωπολατρία, τη «θεοποίηση» του Στάλιν (personality cult), διαβάζουμε: καλλιέργεια της προσωπικότητας !
 
:lol::lol:
Ε πώς να μη γίνουν κομπλεξικοί, με τέτοιο κόμπλεξ... παρά τις προσπάθειες που έκαναν για να καλλιεργήσουν την προσωπικότητά τους, εκεί στο Κρεμλίνο!

Εγώ ξαναδιαβάζω το Μόμπυ Ντικ. Γούστο έχει, την πρώτη φορά το είχα βρει καταθλιπτικά βαρετό, αλλά για τις ώρες της αϋπνίας είναι ό,τι πρέπει - σχεδόν ό,τι πιο χοντρό έχω στη βιβλιοθήκη μου.
 

nickel

Administrator
Staff member
Προφανώς η μετάφραση (Κ. Χ. Καμαρινόπουλος, 192) έχει γίνει από τα αγγλικά.
Καλημέρα. Υποθέτω ότι ήθελες να γράψεις «1962». Εμένα με αιφνιδίασαν περισσότερο κάποιες καθαρευουσιανιές, αλλά στη συνέχεια διαπίστωσα ότι δεν πρόκειται για παρουσίαση άρτι εκδοθέντος πονήματος, αλλά για βιβλίο που ούτε στα παλαιοπωλεία δεν βρίσκεις πια. Η δε Bilbionet αγνοεί παντελώς τον Τζίλας. Έκανα ένα νοερό ταξίδι στο 1962 και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι τα ελληνικά της μετάφρασης, έστω και με τις ωραίες γκάφες τους, ήταν πολύ καλά.
 

Earion

Moderator
Staff member
Ναι, έκανα λάθος, η έκδοση είναι του 1962. Αλλά υπάρχει κι άλλο ένα λάθος, για το οποίο δεν ευθύνομαι (έτσι το έγραφε η βιβλιοπαρουσίαση): Καμαρινόπουλος δεν είναι ο μεταφραστής αλλά ο εκδότης. Το όνομα του μεταφραστή ήταν Γιώργος Μανιατάκος (1915- ...). Κι αν θες να το διαβάσεις και δεν το βρίσκεις στα παλαιοβιβλιοπωλεία, μπορείς να το ζητήσεις στην Εθνική Βιβλιοθήκη ή στη Βιβλιοθήκη της Βουλής (για το Πανεπιστήμιο Κρήτης δεν σου λέω, πέφτει λίγο μακριά). :D
 
Top