Nico Papatakis, Tous les désespoirs sont permis
(2003, εκδ. Fayard)
Αυτοβιογραφία του γνωστού Αβυσσηνοέλληνα σκηνοθέτη (μεταξύ άλλων). Έχει εκδοθεί και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Χατζηνικολή, αλλά εγώ το διάβασα στα γαλλικά. Και το πρώτο πράμα που έχω να πω είναι ότι ο Παπατάκης δεν ήταν «Έλληνας» αλλά Αβυσσηνός από πατέρα Έλληνα Μακεδόνα και μάνα Αβυσσηνή από πολύ καλή οικογένεια με άκρες στο παλάτι. Όλη του η ταυτότητα ήταν ακριβώς αυτός ο μιγαδισμός, που, σύμφωνα με την αφήγησή του, τον έκανε στόχο της ελληνικής κοινότητας της Αντίς Άμπαμπα. Επίσης ξαφνικά κατάλαβα (νομίζω) γιατί ονόμασε τη γνωστή ταινία του (παίχτηκε το χειμώνα στην Ταινιοθήκη) Les Abysses και όχι Les Abîmes, που είναι πιο συχνό σαν λέξη. Abyssin-Abysses! Τέλος πάντων, πρώτα μίλησε αμχαρικά το παιδί και μετά ελληνικά, πολύ δε αργότερα γαλλικά.
Το όνομά του είναι ψευδώνυμο, αλλά δεν εξηγεί γιατί το υιοθέτησε. Λεγόταν Νικηφόρος Παπαχρίστος. Η αφήγηση καλύπτει κυρίως τα νιάτα του ως το 1945 (περ. 25 χρονώ): Αβησσυνία, στο Λίβανο εσωτερικός στους φρερ για να στρώσει γιατί ήταν ατίθασος, πίσω Αβυσσηνία λόγω ιταλικής εισβολής, εθελοντική κατάταξη στον αβυσσηνιακό στρατό ενάντια στον Μουσσολίνι (τόσο Αβυσσηνός ένιωθε!), ήττα, οικονομική καταστροφή του πατρός (κάψιμο του ξενοδοχείου τους), ξεπεσμός στο Τζιμπουτί, φευγιό στην Ελλάδα του Μεταξά, προλεταριοποίηση στα ξενοδοχεία της Κηφισιάς και στο Κινγκ Τζορτζ και ζιγκολοποίηση στα σπίτια του Κολονακιού, γνωριμία με τους πρώτους (ομοφυλόφιλους) καλλιτέχνες που τον στήριξαν (δεν του έβγαινε μαζί τους, κατά τα λεγόμενά του, άλλωστε ο ένας τον στήριξε χωρίς να του την πέσει καθόλου), φευγιό προς τη Γαλλία χάρη στη χρηματοδότηση από το γιο ενός μαχαραγιά που τον γνώρισε σ' ένα αμερικανίζον μπαρ της Ομόνοιας και ένταξη στην παριζιάνικη ζωή ως απένταρος καλλονός. Περαιτέρω γνωριμίες με τους κύκλους καλλιτεχνών και λογοτεχνών μέσα από τις πλούσιες γυναίκες που τον λιμπίζονταν και τον σπίτωναν. Με την ήττα του ’40, φεύγει με αλουμινένιο ποδήλατο (!) προς τη νότια Γαλλία και καταλήγει στη νότια ακτή της, όπου φυτοζωεί ως κομπάρσος προστατευόμενος του Ζακ Πρεβέρ. Προσπαθεί να περάσει Ισπανία και από κει Αγγλία αλλά δεν τα καταφέρνει, όπως επίσης αργότερα να βγει στο μακί αλλά δεν του κάθεται. Επιστρέφει προς το τέλος της κατοχής στο Παρίσι, όπου τον βρίσκει η Απελευθέρωση. Κάπου εκεί σταματά η αφήγηση, αλλά στη διάρκειά της έχουν υπάρξει πολλές αναφορές σε διάφορα γεγονότα της μεταπολεμικής ζωής και καριέρας του (διευθυντής του καμπαρέ του Σαιν Ζερμαίν ντε Πρε Το κόκκινο τριαντάφυλλο [Ζ. Γκρεκό, Ρ. Κενώ], και φυσικά οι ταινίες του). Από τα όσα διηγείται πρέπει να ήταν ο κούκλος (ο ίδιος περιγράφει με καμάρι μόνο τα μαυλιστικά μάτια του), αλλά με τους άντρες δεν του ‘βγαινε, τις γυναίκες όμως τις ξέσκισε.
Γραμμένο σε γαλλικά γλαφυρά, ανάμικτα λόγϊα και της πιάτσας, με κούρασε λίγο με το τόσο λεκτικό πυροτέχνημα (είχα και πολλές άγνωστες λέξεις), εντυπωσιακό για 80άρη αυτοβιογραφούμενο! Επίσης εφευρίσκει ένα φανταστικό πρόσωπο που το παίζει μεσάζοντας ανάμεσα στο συγγραφέα και σε μια γυναίκα, ίσως την εκδότρια του βιβλίου, και αρχίζει ένα κουραστικό παιχνίδι που θα μπορούσε κατά τη γνώμη μου να λείπει. Δεν με ενδιαφέρουν προσωπικά πολύ οι εσωτερικές διεργασίες, καταφάσεις, αποφάσεις και αντιφάσεις του συγγραφέα, αλλά οι τελικές απόψεις του. Ωστόσο εντέλει μου άρεσε, γιατί έχει πολλά μυθιστορηματικά στοιχεία η ζωή του και γιατί σου επιτρέπει να δεις λίγο τη ζωή της παροικίας στην Αβυσσηνία και διάφορα άλλα γι’ αυτή τη χώρα. Οι λίγες σελίδες για την παραμονή του στην Ελλάδα του Μεταξά έχουν κι αυτές το γούστο τους.
Αν κρίνω με βάση την αυτοβιογραφία του, τα δύο άρθρα που διάβασα γι' αυτόν, στη γαλλική και στην αγγλική Ουικιπήντια, είναι πάρ' τό ένα χτύπα τό άλλο στις ανακρίβειες. Διδακτικό...