Ρήματα σε –άρω

Zazula

Administrator
Staff member
ετικετάρω, ετικετάρισμα
μπιζουτάρω "πλαγιοτέμνω", μπιζουτάρισμα "λοξότμηση, φαλτσογωνιά"
 

daeman

Administrator
Staff member
...
πρεφάρω (παίρνω πρέφα, αντιλαμβάνομαι)
πρεζάρω (παίρνω πρέζα, μαστουριάζομαι, σνιφάρω), πρεζάρισμα (snuff)
σπρεχάρω (το γερμανομαθές σπικάρω)
 

Earion

Moderator
Staff member
Ένας κατάλογος που έφτιαξα πρόχειρα, σκανάροντας τις σελίδες του: L’influence du francais sur le grec του Κοντοσόπουλου (1978). Επομένως όλες έχουν αφομοιωθεί πριν από αυτή τη χρονολογία.


αγκαζάρω
αμπαλάρω
απλικάρω
γκρουπάρω
γρασάρω
καδράρω
καμουφλάρω
καπιτονάρω
κλακάρω
κλατάρω
κοντράρω
κοπιάρω
κριτικάρω
λανσάρω
λιντσάρω
μακιγιάρω
μαρκάρω (και ξε-μαρκάρω)
μαρσάρω
μιζάρω
μοντάρω
μοντελάρω
μπλοκάρω (και ξε-μπλοκάρω)
μποϊκοτάρω
νετάρω
ντεγκραντάρω
ντελαπάρω
ντεμπουτάρω
ντεμπραγιάρω
ντισκαλιφιάρω
ντοπάρω
ντουμπλάρω
ντρεσάρω
πανάρω
παρκάρω
πακετάρω
παρφουμάρω
πατινάρω
πικάρω
πιλοτάρω
πλασάρω
πλονζάρω
ποζάρω
πουντράρω
πρεσάρω
προβοκάρω
ραφινάρω
ρεβεγιονάρω
ρεκλαμάρω (και αυτορεκλαμάρομαι)
ρετουσάρω
ροντάρω
σαμποτάρω
σοκάρω
στιλιζάρω
σπεκουλάρω
σωφάρω
ταμπονάρω
τρακάρω
τρενάρω
φερμάρω
φιγουράρω
φιλτράρω
φιξάρω
φρενάρω
φριζάρω

Και άλλες τέσσερις που εντοπίζονται μόνο στην καλιαρντή:

εξπλικάρω (= εξηγώ)
ντεζιράρω (= επιθυμώ)
κουπάρω (= κόβω)
μαρσάρω (= αγοράζω)

Και τέλος δύο που θυμήθηκα, αγγλικής προέλευσης:

σκανάρω
φουλάρω
 

Zazula

Administrator
Staff member
σορτάρω
Χρειάζεται ίσως να πούμε εδώ ότι υπάρχουν δύο σορτάρω: ένα από το sort τού γενικού λεξιλογίου, κι ένα από το short τού χρηματοοικονομικού.
 
Και μερικά ακόμα, κοιτάζοντας βέβαια μόνο τη λίστα του Earion:

αριβάρω
καναλιζάρω
κορνιζάρω
ξεσκαρτάρω
οντουλάρω
προβάρω
σολάρω
στοπάρω
 

daeman

Administrator
Staff member
...
φριζάρω (τα μαλλιά: κατσαρώνω, σγουραίνω. Λεξιλογικά δείγματα εκεί κι εκεί), φριζάρισμα
φριζάρει (παγώνει ο υπολογιστής, it freezes)
 

Zazula

Administrator
Staff member
Επίσης:
  • πλαφονάρω, πλαφονάρισμα "βάζω πλαφόν"
  • λαγκάρω, λαγκάρισμα (=έχω lag)
  • τριμάρω, τριμάρισμα (=κάνω trim)
  • τριγκάρω, τριγκάρισμα (=trigger (v.))
  • πιμπάρω, πιμπάρισμα (=pimp (v.))
  • λοκάρω, λοκάρισμα (=lock on (v.))
  • μιλφάρω "πάω για MILFες"
  • ξελιμάρω "ξεσκαρτάρω τα λιμά"
Ειδική εύφημος μνεία στο Ρεμπέτικο Λεξικό της Πληροφορικής (http://reb-lex.blogspot.gr/)
 

daeman

Administrator
Staff member
...
πριμάρω (ακουστ., μουσ., βγάζω πρίμα, ήχο σε υψηλές συχνότητες), πριμάρισμα. ΑΝΤ μπασάρω


Αν θέλεις με πριμάρεις
Αν θέλεις με μπασάρεις
Αν θες μ' ακομπανιάρεις,
διαλέγεις και παίρνεις
Αν θες με παρατάς...

και βέβαια ριμάρει.


πριμάρω (ασταρώνω, πρωτεπιχρίω), πριμάρισμα (priming)
 
Last edited:

daeman

Administrator
Staff member
Το μτβ. ρ. calibrate έχει τις ακόλουθες σημασίες στο χώρο της μηχανολογίας και των ηλεκτρονικών:
1. to determine, check, or rectify the graduation of (any instrument giving quantitative measurements) = διακριβώνω, κν. καλιμπράρω
2. to divide or mark with gradations, graduations, or other indexes of degree, quantity, etc., as on a thermometer, measuring cup, or the like = βαθμονομώ [...]
καλιμπράρω, καλιμπράρισμα σε ένα νήμα ζαζούλειας ακριβείας.
 

Zazula

Administrator
Staff member
γκρουμάρω, γκρουμάρισμα (από το αγγλ. groom στη σημασία του για την περιποίηση και τον καλλωπισμό κατοικιδίων)
 

Zazula

Administrator
Staff member
Η (εννιάχρονη) κόρη μου μου έβαλε τα γυαλιά θύμισε άλλο ένα ρήμα της οικογένειας, το οποίο ως τώρα μας είχε ξεφύγει· Σάββατο μεσημέρι και κάποιος μπαίνει απ' τη Βουλιαγμένης στη Λαμπράκη με ανάποδο τιμόνι:
-Πωωω, τον είδες, Τζ., που μπήκε με χειρόφρενο;
-Τι εννοείς, μπαμπά;
-Να, έτσι! (της δείχνω με τα χέρια)
-Έκανε ντριφτ, μπαμπά, έκανε ντριφτ! Κι εγώ συνέχεια ντριφτάρω στο Sonic!​
 
Να θυμηθούμε βέβαια ότι αυτό το λέμε ήδη μπαντιλίκι (και το ρήμα αμετάβατο: μπαντιλικιάζω -για το όχημα).
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Σχετικά νήματα: drifting, fishtail (drift).

Ωστόσο: ντριφτάρω (69 γκουγκλιές), ντριφτάρεις (136), ντριφτάρει (218), αγώνας ντριφτ (22), αγώνες ντριφτ (60) και Πρωτάθλημα Ντριφτ (16).

Ενώ: μπαντιλικιάζω (1 γκουγκλιά), παντιλικιάζω (2), μπαντιλικώνω (2), παντιλικώνω (11).

Με την ευκαιρία: παντιλίκι (202), παντιλίκια (260) και μπαντιλίκι (117), μπαντιλίκια (230).

Τα τεχνικά, τι ακριβώς σημαίνει στην πράξη, τ' αφήνω στον Ζάζουλα που ξέρει καλύτερα απ' αυτά.
 

cougr

¥
γκαμπλάρω γκολάρω γυαλοχαρτάρω ζιπάρω καναλιζάρω κλατάρω κλατσάρω κλιπάρω κομπλάρω κομπλεξάρω κοουτσάρω κουλάρω κρεπάρω κροπάρω λαικάρω λολάρω λουκάρω μαπάρω μιξάρω μολάρω μπαμπάρω μπομπάρω μπουκάρω μπουκμαρκάρω μπουτάρω ντεμπουτάρω ντουμπλάρω ντρεσάρω ντριμπλάρω ντριπάρω ξεκλατάρω πουσάρω πρεσάρω ραπάρω ρεμιζάρω ρεμιξάρω ρετάρω ρεφάρω ριλαξάρω ροφλάρω σιντάρω σκιμάρω σκιπάρω σκιτσάρω σνιφάρω σουιτσάρω σουλατσάρω σπαμάρω σπινάρω σποιλάρω στιγκάρω στικάρω στρεσάρω στριπάρω τζιπάρω τικάρω τορρεντάρω τριμάρω τριπάρω τσιπάρω τσοπάρω φιξάρω φλασάρω φλιπάρω φλοπάρω φουλάρω χακάρω χιπχοπάρω
 
Top