Το μτβ. ρ. calibrate έχει τις ακόλουθες σημασίες στο χώρο της μηχανολογίας και των ηλεκτρονικών:
1. to determine, check, or rectify the graduation of (any instrument giving quantitative measurements) = διακριβώνω, κν. καλιμπράρω
2. to divide or mark with gradations, graduations, or other indexes of degree, quantity, etc., as on a thermometer, measuring cup, or the like = βαθμονομώ
Το Teleterm δίνει μόνο το βαθμονομώ για το calibrate, αλλά αυτό είναι λάθος σε πολλές περιπτώσεις (στο calibration δίνονται αμφότερες οι αποδόσεις). Τονίζω ότι η διακρίβωση και η βαθμονόμηση δεν ταυτίζονται εννοιολογικά· πρόκειται για διαφορετικά πράγματα. Είναι, επομένως, πολύ σημαντικό για το συγγραφέα, το μεταφραστή, τον επιμελητή να κατανοήσουν τη διαφορά ανάμεσα στις δύο έννοιες και να τις αποδίδουν ορθά με τον κατά περίπτωση αντίστοιχο ελληνικό όρο. Και, δυστυχώς, τα λεξικά αποδεικνύονται ανεπαρκή στο να βοηθήσουν σε αυτό.
Το βαθμονομώ απουσιάζει πλήρως από το ΛΚΝ — αλλά τουλάχιστον το ΛΝΕΓ (2006) παραθέτει το σωστό ορισμό: "διαιρώ σε βαθμούς την κλίμακα (οργάνου μέτρησης)". Όπως εύκολα αντιλαμβάνεστε, αυτή είναι μία διαδικασία που γίνεται από τον κατασκευαστή ενός οργάνου μέτρησης κατά τον σχεδιασμό ή την παραγωγή του. Από τη στιγμή που ένας τελικός χρήστης πάρει στα χέρια του ένα όργανο μέτρησης, αυτό είναι κατά κανόνα ήδη βαθμονομημένο, και το μόνο που πλέον απαιτείται είναι εκείνο που περιγράφει ο ορισμός (1) των calibrate/calibration: η πιστοποίηση, ο έλεγχος και η ρύθμιση της ήδη υπάρχουσας (στο όργανο ή συσκευή) κλίμακας μέτρησης — με άλλα λόγια, η διακρίβωση και επαναδιακρίβωσή του.
Το διακριβώνω υπάρχει και στο ΛΚΝ και στο ΛΝΕΓ (2006), αλλά μόνον με άλλες εννοιολογικές του όψεις: "εξακριβώνω κτ. ύστερα από ολόπλευρη και λεπτομερή έρευνα" (ΛΚΝ), "πιστοποιώ τη γνησιότητα ή την πλαστότητα ύστερα από αυστηρώς λεπτομερή έλεγχο ΣΥΝ εξακριβώνω" (ΛΝΕΓ). Για να βρούμε τη σύγχρονη έννοια του διακριβώνω θα πρέπει να ανοίξουμε ένα παλιό λεξικό (π.χ. Δημητράκος):
διακριβώ (-όω) ΑΝ παριστώ τι ακριβώς. 2 Α εξετάζω τι μετά πλήρους ακριβείας 3 Α φέρω εις ακρίβειαν ή τελειότητα 4 Ν εξακριβώ Ουσ. διακρίβωσις -εως η, διακριβωτήρ -ήρος ο, διακριβωτής ο.
Είναι προφανές ότι η σημασία για την οποία μιλάμε εδώ (και που λείπει από τα σύγχρονα λεξικά μας) είναι η "φέρω εις ακρίβειαν ή τελειότητα". Για να μάθετε περισσότερα σχετικά με τη διακρίβωση, σας συστήνω τη σελίδα Διακρίβωση εξοπλισμού: απαίτηση των προτύπων για την ποιότητα. Επίσης, κάντε μια βόλτα και από την Υπηρεσία Διακριβώσεων (ΥΠΗΔ). Τέλος, γκουγκλεύοντας θα επιβεβαιώσετε κι εσείς ότι επικρατεί αρκετή σύγχυση σχετικά με το εναλλακτό ή μη των όρων διακρίβωση και βαθμονόμηση, αλλά ελπίζω (ταπεινά) ότι το παρόν μικροπόνημα δεν αποτελεί ματαιοπόνημα, κι ότι θα σας βοηθήσει να ξεκαθαρίσετε τα πράγματα — τουλάχιστον εσείς στο μυαλό σας. :)
1. to determine, check, or rectify the graduation of (any instrument giving quantitative measurements) = διακριβώνω, κν. καλιμπράρω
2. to divide or mark with gradations, graduations, or other indexes of degree, quantity, etc., as on a thermometer, measuring cup, or the like = βαθμονομώ
Το Teleterm δίνει μόνο το βαθμονομώ για το calibrate, αλλά αυτό είναι λάθος σε πολλές περιπτώσεις (στο calibration δίνονται αμφότερες οι αποδόσεις). Τονίζω ότι η διακρίβωση και η βαθμονόμηση δεν ταυτίζονται εννοιολογικά· πρόκειται για διαφορετικά πράγματα. Είναι, επομένως, πολύ σημαντικό για το συγγραφέα, το μεταφραστή, τον επιμελητή να κατανοήσουν τη διαφορά ανάμεσα στις δύο έννοιες και να τις αποδίδουν ορθά με τον κατά περίπτωση αντίστοιχο ελληνικό όρο. Και, δυστυχώς, τα λεξικά αποδεικνύονται ανεπαρκή στο να βοηθήσουν σε αυτό.
Το βαθμονομώ απουσιάζει πλήρως από το ΛΚΝ — αλλά τουλάχιστον το ΛΝΕΓ (2006) παραθέτει το σωστό ορισμό: "διαιρώ σε βαθμούς την κλίμακα (οργάνου μέτρησης)". Όπως εύκολα αντιλαμβάνεστε, αυτή είναι μία διαδικασία που γίνεται από τον κατασκευαστή ενός οργάνου μέτρησης κατά τον σχεδιασμό ή την παραγωγή του. Από τη στιγμή που ένας τελικός χρήστης πάρει στα χέρια του ένα όργανο μέτρησης, αυτό είναι κατά κανόνα ήδη βαθμονομημένο, και το μόνο που πλέον απαιτείται είναι εκείνο που περιγράφει ο ορισμός (1) των calibrate/calibration: η πιστοποίηση, ο έλεγχος και η ρύθμιση της ήδη υπάρχουσας (στο όργανο ή συσκευή) κλίμακας μέτρησης — με άλλα λόγια, η διακρίβωση και επαναδιακρίβωσή του.
Το διακριβώνω υπάρχει και στο ΛΚΝ και στο ΛΝΕΓ (2006), αλλά μόνον με άλλες εννοιολογικές του όψεις: "εξακριβώνω κτ. ύστερα από ολόπλευρη και λεπτομερή έρευνα" (ΛΚΝ), "πιστοποιώ τη γνησιότητα ή την πλαστότητα ύστερα από αυστηρώς λεπτομερή έλεγχο ΣΥΝ εξακριβώνω" (ΛΝΕΓ). Για να βρούμε τη σύγχρονη έννοια του διακριβώνω θα πρέπει να ανοίξουμε ένα παλιό λεξικό (π.χ. Δημητράκος):
διακριβώ (-όω) ΑΝ παριστώ τι ακριβώς. 2 Α εξετάζω τι μετά πλήρους ακριβείας 3 Α φέρω εις ακρίβειαν ή τελειότητα 4 Ν εξακριβώ Ουσ. διακρίβωσις -εως η, διακριβωτήρ -ήρος ο, διακριβωτής ο.
Είναι προφανές ότι η σημασία για την οποία μιλάμε εδώ (και που λείπει από τα σύγχρονα λεξικά μας) είναι η "φέρω εις ακρίβειαν ή τελειότητα". Για να μάθετε περισσότερα σχετικά με τη διακρίβωση, σας συστήνω τη σελίδα Διακρίβωση εξοπλισμού: απαίτηση των προτύπων για την ποιότητα. Επίσης, κάντε μια βόλτα και από την Υπηρεσία Διακριβώσεων (ΥΠΗΔ). Τέλος, γκουγκλεύοντας θα επιβεβαιώσετε κι εσείς ότι επικρατεί αρκετή σύγχυση σχετικά με το εναλλακτό ή μη των όρων διακρίβωση και βαθμονόμηση, αλλά ελπίζω (ταπεινά) ότι το παρόν μικροπόνημα δεν αποτελεί ματαιοπόνημα, κι ότι θα σας βοηθήσει να ξεκαθαρίσετε τα πράγματα — τουλάχιστον εσείς στο μυαλό σας. :)