Ποιο ή ποιό από τα δυο ή δυό (ή δύο); Απαντήσεις σε ορθογραφικές απορίες

nickel

Administrator
Staff member
ζην ή ζειν; ζην [ΙστΟρθ]

Το απαρέμφατο του αρχαίου ρήματος ζω (από ζήω) ήταν ζην. Το ζειν ήταν απαρέμφατο του ζέω (=βράζω, κοχλάζω). Τα αρχαία απαρέμφατα, σαν καλά απολιθώματα, διατηρούν στη δημοτική την παλιά γραφή τους — το ζης έγινε ζεις, αλλά η δημοτική δεν έχει απαρέμφατα για να γίνει ζειν το ζην. Το ζην επιβιώνει στις παρακάτω φράσεις:

το ευ ζην
τα προς το ζην
προσμετρώ το ζην
εξεμέτρησε το ζην
το ζην επικινδύνως
(vivere pericolosamente)
Στον πατέρα μου χρωστώ το ζην, στο δάσκαλό μου το ευ ζην.


Ένα λουκέτο του 2010
 

nickel

Administrator
Staff member


Για να δώσουμε απάντηση και στο ένα από τα ερωτήματα του τίτλου...

ποιος ή ποιός; ποιος (και ποια, ποιο κτλ.). Η λέξη είναι μονοσύλλαβη, προφέρεται με συνίζηση και δεν θέλει τόνο. Τόνο βάζουμε στο ουσιαστικό το ποιόν.
 

nickel

Administrator
Staff member
ναρκισσισμός ή ναρκισισμός; ναρκισσισμός (Παρότι ο όρος προέρχεται από το γαλλικό narcissisme, διατηρεί το διπλό -σ- του Ναρκίσσου και δεν απλοποιείται.)
μακρινός ή μακρυνός; μακρινός [Διορθ] Από το θέμα μακρ- του επιθέτου μακρύς και το επίθημα -ινός
μακρινάρι ή μακρυνάρι; μακρινάρι [Διορθ]
λοιδορώ ή λοιδωρώ; λοιδορώ [ΙστΟρθ] Έτσι από τα αρχαία χρόνια. Και λοιδορία.
 

nickel

Administrator
Staff member
αντεπεξέρχομαι ή ανταπεξέρχομαι; αντεπεξέρχομαι [ΙστΟρθ] (Από αντί + επί + εξ + έρχομαι)

Είδα τον δεύτερο τύπο σε γλωσσικό βιβλίο που αγόρασα την Κυριακή με το Βήμα. Βέβαια, το ανταπεξέρχομαι είναι πια τόσο διαδεδομένο (στο διαδίκτυο βρήκα περισσότερα ανταπεξέρχεται από αντεπεξέρχεται) που είναι πιθανό να το δούμε να περιλαμβάνεται στην επόμενη έκδοση του ΛΚΝ και να θεωρείται αποδεκτό, σαν το προοιωνίζω. Όσο πάντως δεν υπάρχει στα λεξικά, καλό είναι να το αποφεύγετε — μπορεί να πέσετε σε περίεργο επιμελητή. (Ο διορθωτής που έχω στον Firefox δεν το υπογραμμίζει. Πόσα ξέρει!)


προοιωνίζεται ή προοιωνίζει; προοιωνίζεται [ΙστΟρθ] (Ανήκει στα μεταβατικά αποθετικά ρήματα)
http://lexilogia.gr/forum/showthread.php?9489-προοιωνίζεται-και-προοιωνίζει
 

Zazula

Administrator
Staff member
Ερ.: άμωμος ή άμμωμος; Απ.: άμωμος

άμωμος ή άμμωμος; άμωμος [ΙστΟρθ] (Αρχαιοελληνική λέξη, από α- στερητ. + μώμος "σφάλμα, ελάττωμα")

Παρότι η λέξη είναι πολύ ειδικής και περιορισμένης χρήσης, εντούτοις η λάθος γραφή *άμμωμος / *άμμωμη είναι συχνή από ανθρώπους που δεν είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένοι με αυτήν, συνεπικουρούμενη από το γεγονός ότι λέξεις από αμω- δεν υπάρχουν στο σύνηθες λεξιλόγιο, ενώ από αμμω- υπάρχουν κάποιες κοινές.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Ερ.: ασωτεία ή ασωτία; Απ.: ασωτία

ασωτεία ή ασωτία; ασωτία [ΙστΟρθ]

Αρχαιοελληνική λέξη, με αυτόν τον τύπο ήδη από τον 5ο αι. π.Χ., προέρχεται ετυμολογικά από το παλαιότερο άσωτος και όχι από το ασωτεύομαι που θα δικαιολογούσε παραγωγικό τέρμα -εία. Αντίθετα το ασωτείο για το μέρος είναι κανονικός σχηματισμός με το αρμόζον επίθημα -είο. http://stephanus.tlg.uci.edu/lsj/#eid=17330&context=lsj

Υπάρχουν πολλά ευρήματα, και σε παλιότερα κείμενα — είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι ο Γεωργακάς λημματογραφεί τη λέξη ως ασωτεία και τον τύπο ασωτία το δίνει για δευτερεύοντα· δίνει δε και την εσφαλμένη ετυμολόγηση από το ασωτεύω. http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=ασωτ%ια&dq=

Εδώ όμως δεν έχουμε περίπτωση διτυπίας όπως στο εταιρεία / εταιρία — η ασωτία είναι το σωστό (χμμ, τώρα ξέρω πως αυτό ακούγεται κάπως :inno:) και η *ασωτεία το λάθος.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Ερ.: γενεαλόγιο ή γενεολόγιο; Απ.: γενεαλόγιο

γενεαλόγιο ή γενεολόγιο; γενεαλόγιο [ΙστΟρθ]
γενεαλογικό ή γενεολογικό; γενεαλογικό [ΙστΟρθ]


Γλωσσικό ΣτΖ: Προσωπικά εκτιμώ πως το *γενεολόγιο αποτελεί προϊόν προληπτικής αφομοίωσης, λόγω του όμικρον που ακολουθεί σε συνδυασμό με το ότι το γενεαλόγιο είναι η μόνη λέξη σε -εαλόγιο, με μόλις άλλη μία (το αναλόγιο) σε -αλόγιο (όπου όμως έχουμε ολόκληρη την πρόθεση ανά κι όχι ένα ουσιαστικό για α' συνθετικό)· αναπόφευκτη και η έλξη απ' τις πολλές (67 δίνει το Αντίστροφο) λέξεις σε -ολόγιο (πρβλ. υβρεολόγιο, φρασεολόγιο).

Αλλά στο επίθετο το λάθος είναι πολύ συχνότερο, καθότι έχει κοντά τις μισές γκουγκλιές απ' ό,τι το σωστό. Εκεί τα πράγματα αναφορικά με την έλξη από άλλες λέξεις σε -ολογικός είναι ακόμη πιο ακραία, με μόλις άλλες τρεις λέξεις σε -αλογικός (αλογικός, αναλογικός, διαλογικός — καμία άλλη, όμως, με ουσιαστικό για α' συνθετικό) και με πάρα πολλές (323, λέει το Αντίστροφο) σε -ολογικός (εκ των οποίων 8 σε -εολογικός: ιδεολογικός, θεολογικός, αντιθεολογικός, τελεολογικός, νεολογικός, φρασεολογικός, ειδησεολογικός, οστεολογικός).

«Γενεαλόγιο» (αγγλ. Registry) ονομάζεται το μητρώο καθαροαιμίας και αναπαραγωγής που τηρείται για ζώα όπως τα άλογα, οι σκύλοι και οι γάτες.
Το κάθε τέτοιο ζώο έχει το δικό του «γενεαλογικό χάρτη» (αγγλ. pedigree).
http://www.koe.gr/ESOTERIKOS KANONISMOS/kefalaioiimainframe.pdf
Για τους ίππους βλέπουμε ότι το «γενεαλογικό βιβλίο» (αγγλ. stud book) στην Κύπρο καλείται Βιβλίο Γενεαλογίας και Αναπαραγωγής — όπου και βρίσκουμε να επιβιώνει η αρχ. λ. τοκάς (γεν. τοκάδος), προσαρμοσμένη στη νεοελληνική με τη μορφή τοκάδα (πληθ. τοκάδες — λείπει απ' τα λεξικά της ΚΝΕ) για να δηλώσει το αγγλ. broodmare. Η λ. τοκάδα σε χρήση και στην ιππική Ελλάδα (βλ. λ.χ. σελ. 15 εδώ: http://www.ippotour.gr/dbadmin/uploads/oikonomikes10.pdf).
 
Διαβάζοντας το άρθρο μού ήρθε η απορία, γιατί τάχα να θεωρείται σωστός σχηματισμός το "γενεαλογικός". Στα ελληνικά, το συνδετικό φωνήεν είναι το -ο-, οπότε θα περίμενε κανείς από την γενεά και το επίθημα -λόγιο το γενεαλόγιο, όπως από την ημέρα έχουμε το ημερολόγιο ή από την ώρα το ωρολόγιο.
 
Κι εγώ αυτό αναρωτιέμαι. Η δημιουργία σύνθετων με πλήρες πρώτο συνθετικό, χωρίς συνδετικό, δεν είναι και πολύ ελληνική φάση. Ίσως εν προκειμένω είναι για να αποφεύγεται η ηχητική σύγχυση με ένα υποθετικό γενναιολογία/γενναιολογικός.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Μα, οι λέξεις αυτές δεν σχηματίστηκαν σήμερα — είναι αρχαίες κι ελληνιστικές (βλ. TLG): γενεᾱλογέω (κ. Ιων. γενεηλογέω), γενεᾱλόγημα, γενεᾱλογία, γενεᾱλογικός.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Ερ.: γύρει ή γείρει; Απ.: γείρει ǁ Ερ.: γύρτε ή γείρτε; Απ.: γείρτε

γύρει ή γείρει; γείρει [ΙστΟρθ]
γύρτε ή γείρτε;
γείρτε [ΙστΟρθ]
γυρτός ή γειρτός; γειρτός [ΙστΟρθ]

Αναφέρομαι στο αοριστικό απαρέμφατο (αλλά και γ' ενικ. υποτακτικής αορίστου & οριστικής συνοπτ. μέλλοντα: έχει γείρει το πλοίο, θα γείρει η πλάστιγγα υπέρ του), καθώς και στο β' πληθ. προστακτικής αορίστου του ρ. γέρνω: γείρτε στο πλάι για να μην χτυπήσετε.
Το βάζω επειδή τα ευρήματα είναι μοιρασμένα και στις δύο περιπτώσεις, δείχνοντας πως τα (ορθά) «γείρει» και «γείρτε» δεν είναι εμπεδωμένα.
Ειδικά το *γύρει έχει ευρήματα και στον ΕΘΕΓ και σε άλλα κείμενα, οπότε είναι ακόμη πιο εύκολο το να παρασυρθεί κάποιος και να το γράψει λάθος.

Για το γειρτός, τώρα, υπάρχει σχετικό σημείωμα στο ΛΝΕΓ (το οποίο δεν υπάρχει για τα δύο προαναφερθέντα). Εικάζω ότι η παρετυμολογική γραφή *γυρτός (απ' το γυρνώ) έκανε τη ζημιά και στους τύπους του ρήματος γέρνω στους οποίους αναφερθήκαμε πιο πάνω, οι οποίοι έχουν κι αυτοί επίσης το /jírt/.
Κι εδώ τα ευρήματα σωστού-λάθους είναι και πάλι σχεδόν μοιρασμένα, αλλά στην περίπτωση του (εσφαλμένου) *γυρτός η προσοχή μας πρέπει να είναι ακόμη μεγαλύτερη, διότι το Google αυτόν τον τύπο, τον λανθασμένο δηλαδή, μας προτείνει αν αναζητήσουμε το σωστό γειρτός!
Τέλος, οι ανορθόγραφοι τύποι με βάση το *γυρτός είναι περασμένοι κανονικά στον ορθογράφο τού Word 2010 — οπότε και πάλι προσοχή.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Στο γερτός δεν υπάρχει ορθογραφικό δίλημμα. :)
 

nickel

Administrator
Staff member
κομμάρες ή κομάρες; κομμάρες [ΙστΟρθ]
(Από το κόβω, άρα με -μμ-, όπως κομμάτι ή κομμένος.)

Από συζήτηση σε άλλο φόρουμ αντιλήφθηκα ότι το ετυμολογικά αβάσιμο είναι διαδεδομένο, ακόμα και σε βιβλία.
 

nickel

Administrator
Staff member
το βάσανο ή η βάσανος; Ανάλογα με τη σημασία. Δεν είναι συνώνυμα.

το βάσανο: ψυχική ή σωματική ταλαιπωρία, π.χ. Χαρά είναι αυτό ή βάσανο; | Τι βάσανο κι αυτό, να μην μπορείς να ησυχάσεις δυο λεπτά! | (συν. πληθ.) Με γέρασαν τα βάσανα.
η βάσανος: εξαντλητική δοκιμασία, π.χ. Οι θεωρίες του δεν άντεξαν στη βάσανο της κριτικής [ΛΚΝ].

Σχετικά σχόλια:
http://lexilogia.gr/forum/showthrea...-μικρολαθάκια)&p=156894&viewfull=1#post156894
Σε 4 (!) μεζεδάκια του Σαραντάκου: https://www.google.com/search?q=βάσανο+βάσανος+site:sarantakos.wordpress.com
 

nickel

Administrator
Staff member
κακοτράχαλος ή κακοτράχηλος; κακοτράχαλος [ΙστΟρθ]

Ο Κ. Βαλεοντής κάνει την επισήμανση στο Facebook και με έκπληξη διαπίστωσα ότι αυτό το μπέρδεμα με τον σκληροτράχηλο είναι διαδεδομένο (πάνω από 200 γνήσιες γκουγκλιές).

κακοτράχαλος («πετρώδης, δύσβατος») από κακο + τρόχαλος «πέτρα».
σκληροτράχηλος («ανθεκτικός, ακατάβλητος») από σκληρός + τράχηλος «αλύγιστος», stiff-necked (LSJ)

Σε παλιά κείμενα βρίσκω άπαξ τον κακοτράχηλο, σε παράδειγμα του Λεξικού του Απολλώνιου του Σοφιστή για σύγκριση με τον ατράχηλο, δηλαδή με τη σημασία «αυτός που έχει κακοφτιαγμένο ή ασθενή τράχηλο».
 
Top