ζην ή ζειν; ζην [ΙστΟρθ]
Το απαρέμφατο του αρχαίου ρήματος ζω (από ζήω) ήταν ζην. Το ζειν ήταν απαρέμφατο του ζέω (=βράζω, κοχλάζω). Τα αρχαία απαρέμφατα, σαν καλά απολιθώματα, διατηρούν στη δημοτική την παλιά γραφή τους — το ζης έγινε ζεις, αλλά η δημοτική δεν έχει απαρέμφατα για να γίνει ζειν το ζην. Το ζην επιβιώνει στις παρακάτω φράσεις:
το ευ ζην
τα προς το ζην
προσμετρώ το ζην
εξεμέτρησε το ζην
το ζην επικινδύνως (vivere pericolosamente)
Στον πατέρα μου χρωστώ το ζην, στο δάσκαλό μου το ευ ζην.
Ένα λουκέτο του 2010
Το απαρέμφατο του αρχαίου ρήματος ζω (από ζήω) ήταν ζην. Το ζειν ήταν απαρέμφατο του ζέω (=βράζω, κοχλάζω). Τα αρχαία απαρέμφατα, σαν καλά απολιθώματα, διατηρούν στη δημοτική την παλιά γραφή τους — το ζης έγινε ζεις, αλλά η δημοτική δεν έχει απαρέμφατα για να γίνει ζειν το ζην. Το ζην επιβιώνει στις παρακάτω φράσεις:
το ευ ζην
τα προς το ζην
προσμετρώ το ζην
εξεμέτρησε το ζην
το ζην επικινδύνως (vivere pericolosamente)
Στον πατέρα μου χρωστώ το ζην, στο δάσκαλό μου το ευ ζην.
Ένα λουκέτο του 2010