Δεν θα 'ταν καλύτερα να το ψάχναμε λιγάκι περισσότερο; Γιατί αυτή η ανάγκη να φανατιζόμαστε για ομάδες (ή για κόμματα); Το καταλαβαίνω να θέλω να κερδίσει η Ελλάδα στον τελικό με την Πορτογαλία, κυρίως γιατί δεν έχει νόημα να παρακολουθείς έναν αγώνα αν δεν έχεις και λίγη αγωνία για το αποτέλεσμα, και όχι γιατί οι Έλληνες έχουν κάτι παραπάνω από τους Πορτογάλους. Αλλά να φανατιστώ για μια ομάδα που ανήκει σε κάποιον κύριο που δεν τον ξέρω και πληρώνει κάποιους να τρέχουν σε μια αλάνα, καλύτερα ή χειρότερα από κάποιους άλλους, ή να φανατιστώ για ομάδες πολιτικών που στις καλύτερες περιπτώσεις θα συμφωνήσω μαζί τους στα μισά πράγματα που λένε και στο ένα πέμπτο από αυτά που κάνουν; Μπα, γέρασα...
Το να θέλεις να κερδίσει η ομάδα "σου" (θα επανέλθω στο κτητικό), δεν έχει καμιά σχέση με την αγωνία του θεατή ενός οποιουδήποτε θεάματος για το αποτέλεσμα. Δεν είναι δηλαδή το ίδιο πράγμα με την προσωρινή και υπό πολλούς όρους ταύτιση του θεατή με τον ήρωα μιας μυθοπλασίας και τις περιπέτειές του. Δεν ξέρω πολλούς φιλάθλους που να αγαπούν πραγματικά και να παρακολουθούν συστηματικά ένα άθλημα χωρίς καμία οπαδική προτίμηση, έστω σε πληθυντικό αριθμό (η Λιντς στην Αγγλία, ο ΠΑΟ στην Ελλάδα, ο Φωστήρας στις χαμηλότερες κατηγορίες -πρόκειται για υπαρκτό παράδειγμα). Το μόνο είδος συστηματικών φιλάθλων χωρίς προτιμήσεις που ξέρω ή μπορώ να φανταστώ είναι δημοσιογράφοι, που υποβάλλουν στον εαυτό μια κάποια ψυχρή αντικειμενικότητα εξ επαγγέλματος, και κάποιοι πρώην ποδοσφαιριστές, που έχουν δει πολλά τα μάτια τους για να έχουν οπαδικές προτιμήσεις. Οι περισσότεροι συστηματικοί φίλαθλοι έχουν και κάποιες συστηματικές οπαδικές προτιμήσεις.
Αυτό σημαίνει ότι στα αθλήματα παίζει ρόλο και η ταύτιση με μια ιδεατή συλλογικότητα, ακόμη κι αν δεν το συνειδητοποιούμε, ακόμη κι αν ψιλοντρεπόμαστε γι' αυτό. Χωρίς αυτήν, η εμπειρία είναι λειψή. Ο Παζολίνι το έθεσε σωστά:
Το ποδόσφαιρο είναι η τελευταία ιερή αναπαράσταση των καιρών μας. Κατά βάθος, πρόκειται για ιεροτελεστία, παρότι είναι μια απόδραση.*
Η συλλογικότητα αυτή δεν απαρτίζεται μόνο από τους ηθοποιούς του δράματος. Συμμετέχουν σε αυτήν και οι υπόλοιποι οπαδοί της ομάδας "σου". Δεν είναι εύκολο να είσαι Ολυμπιακός χωρίς άλλους Ολυμπιακούς. Η συλλογικότητα αυτή καθίσταται, για ορισμένους, υπαρκτή: στο γήπεδο μαζί με τους άλλους, στο καφενείο με τους άλλους, στον φίλο που έχει το συνδρομητικό κανάλι και βλέπει τους αγώνες με την παρέα. Κι όπως γίνεται σε κάθε συλλογικότητα, από ένα σημείο και μετά παίζει ρόλο και η ιστορία, πραγματική (από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ήμουν με τον Χ, η μεγάλη νίκη με 2-1 μέσα στο γήπεδο του ισχυρότερου αντιπάλου) ή κατασκευασμένη (η ομάδα της εργατιάς του λιμανιού, η ομάδα της προσφυγιάς της Σαλονίκης, σύλλογος μεγάλος δεν υπάρχει άλλος).
Όπως όμως κάθε συμμετοχή σε μια συλλογικότητα όταν λείπουν είτε ο αναστοχασμός είτε η γερή συγκρότηση του χαρακτήρα, η οπαδική ταυτότητα μπορεί εύκολα να εκπέσει στον φανατισμό: στην απόδοση ομοιόμορφων χαρακτηριστικών στην "αντίπαλη" συλλογικότητα, στην εχθρότητα για τον αντίπαλο, στην πεποίθηση ότι η δική "μας" ομάδα μπορεί να χάσει μόνο λόγω συνωμοσίας των άλλων (συχνά όλων των άλλων), στο υπέρμετρο πάθος για κάτι που θα έπρεπε να είναι παιχνίδι, στη βία, λεκτική η σωματική, στη διέξοδο όλων των συμπλεγμάτων και όλων των απογοητεύσεών μας στην οπαδικότητα και πάει λέγοντας.
Προφανώς είναι παράλογος και αντιδραστικός ο οπαδικός φανατισμός για ένα παιχνίδι και δη ένα παιχνίδι που παίζεται με όρους μεγάλης μπίζνας. Το παιχνίδι όμως πάντοτε το έπαιρναν σοβαρά οι άνθρωποι (είμαι φαν του Χάουζενχα). Επιπλέον, δεν έχουν απομείνει πολλές τελετουργικές ευκαιρίες για συλλογικότητες στη σύγχρονη κοινωνία. Ώρες ώρες σκέφτομαι λοιπόν πως το στοίχημα (τελείως ανεδαφικό, ξέρω) θα έπρεπε να είναι όχι ακριβώς να μην φανατιζόμαστε όσοι περνάμε καλά βλέποντας μπαλίτσα, αλλά να κατευθύναμε προς υγιέστερες κατευθύνσεις την αναγκαία (για τη συγκεκριμένη απόλαυση) συλλογικότητα, να συνδιαμορφώναμε τη συλλογικότητα με τους δικούς μας όρους, ασχέτως των πρακτικών και επιδιώξεων του εκάστοτε αφεντικού της ΠΑΕ, για να επανέλθω στο αρχικό σου θέμα.
Μπορεί φυσικά να τα λέω όλα αυτά απλώς ως μια φτηνή δικαιολογία για τον οπαδικό παλιμπαιδισμό μου.
*
Il calcio è l’ultima rappresentazione sacra del nostro tempo. È rito nel fondo, anche se è evasione. Mentre altre rappresentazioni sacre, persino la messa, sono in declino, il calcio è l’unica rimastaci. Il calcio è lo spettacolo che ha sostituito il teatro.