Ο πόλεμος που θα τελείωνε όλους τους πολέμους

daeman

Administrator
Staff member
... Έχουν δείξει προγράμματα για τους στρατιώτες, για τους πολίτες, για τις νοσοκόμες, για τα ζώα του Α' ΠΠ, για την στρατιωτική τεχνολογία, για τους γιατρούς, για την πλαστική χειρουργική κλπ. ...

Μια που ανέφερες τα ζώα του πολέμου, μια απίθανη ιστορία που έμαθα προχτές το βράδυ:

Cher Ami (French for "dear friend", in the masculine) was a female homing pigeon who had been donated by the pigeon fanciers of Britain for use by the U.S. Army Signal Corps in France during World War I and had been trained by American pigeoneers. She helped save the Lost Battalion of the 77th Division in the Battle of the Argonne, October 1918.

On October 3, 1918, Major Charles Whittlesey and more than 500 men were trapped in a small depression on the side of the hill behind enemy lines without food or ammunition. They were also beginning to receive friendly fire from allied troops who did not know their location. Surrounded by the Germans, many were killed and wounded in the first day and by the second day, just over 190 men were still alive. Whittlesey dispatched messages by pigeon. The pigeon carrying the first message, "Many wounded. We cannot evacuate." was shot down. A second bird was sent with the message, "Men are suffering. Can support be sent?" That pigeon also was shot down. Only one homing pigeon was left: "Cher Ami". She was dispatched with a note in a canister on her left leg:
"We are along the road parallel to 276.4. Our own artillery is dropping a barrage directly on us. For heaven's sake, stop it."

As Cher Ami tried to fly back home, the Germans saw her rising out of the brush and opened fire. For several moments, Cher Ami flew with bullets zipping through the air all around her. Cher Ami was eventually shot down but managed to take flight again. She arrived back at her loft at division headquarters 25 miles to the rear in just 25 minutes, helping to save the lives of the 194 survivors. In this last mission, Cher Ami delivered the message despite having been shot through the breast, blinded in one eye, covered in blood and with a leg hanging only by a tendon.

Cher Ami became the hero of the 77th Infantry Division. Army medics worked long and hard to save her life. They were unable to save her leg, so they carved a small wooden one for her. When she recovered enough to travel, the now one-legged bird was put on a boat to the United States, with General John J. Pershing personally seeing Cher Ami off as she departed France.

Upon return to the United States, Cher Ami became the mascot of the Department of Service
.
The pigeon was awarded the Croix de Guerre Medal with a palm Oak Leaf Cluster for her heroic service in delivering 12 important messages in Verdun. She died at Fort Monmouth, New Jersey, on June 13, 1919 from the wounds she received in battle and was later inducted into the Racing Pigeon Hall of Fame in 1931. She also received a gold medal from the Organized Bodies of American Racing Pigeon Fanciers in recognition of her extraordinary service during World War I.

To American school children of the 1920s and 1930s, Cher Ami was as well known as any human World War I heroes. Cher Ami's body was later mounted by a taxidermist and enshrined in the Smithsonian Institution. It is currently on display with that of
Sergeant Stubby* in the National Museum of American History's "Price of Freedom" exhibit.


Originally registered as a Black Check cock, Cher Ami was a Blue check, and she was discovered after death upon taxidermy procedure to be a hen. She is still erroneously represented as a cock bird at the National Museum of American History and by many other educational and military history information sources.

en.wikipedia.org/wiki/Cher_Ami
www.si.edu/Encyclopedia_SI/nmah/cherami.htm

Επειδή αναφέρεται στη συμπαθητική ταινία Flying Home (όχι χολιγουντιανιά, ευρωπαϊκή αλλά χωρίς την υπερβολική αφαίρεση κι ομφαλοσκόπηση που δέρνει μερικές ευρωπαϊκές, ένα ευνόητα προβλέψιμο ρομαντικό ψιλομελόδραμα) του Βέλγου Ντόμινικ Ντερούντερε (η οποία κούρνιασε για λίγο στα χέρια μου και την επιμελήθηκα κατάλληλα), όπου ο πρωταγωνιστής ψάχνει τον τάφο του προπάππου του που σκοτώθηκε στη Φλάνδρα στον Α΄ΠΠ:

* Sergeant Stubby (1916 or 1917 – March 16, 1926), has been called the most decorated war dog of World War I and the only dog to be nominated for rank and then promoted to sergeant through combat, a claim for which there is no documentary evidence, but was recognized in connection with an exhibition at the Smithsonian Institution. He was the official mascot of the 102nd Infantry, assigned to the 26th (Yankee) Division. Stubby served for 18 months and participated in seventeen battles on the Western Front. He saved his regiment from surprise mustard gas attacks, found and comforted the wounded, and once caught a German soldier by the seat of his pants, holding him there until American soldiers found him. Back home his exploits were front page news of every major newspaper.
[...]
 

SBE

¥
Μία εικόνα από τη σημερινή δραστηριότητα στον Πύργο, με τους εθελοντές να μαζέουν τις παπαρούνες και τα πλήθη να εξακολουθούν να στριμώχνονται για να τις δουν.
 

Attachments

  • poppies cropped.jpg
    poppies cropped.jpg
    96.1 KB · Views: 503

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Μου φάνηκε ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι η ταινία Sarajevo 2014, ένα δράμα περί τη δολοφονία του Φρ. Φερδινάδου, παραγωγή της αυστριακής τηλεόρασης, που μόλις παρακολούθησα, είχε ξεκάθαρη θέση: η δολοφονία ήταν μια καλά στημένη μηχανορραφία των γερμανικών και αυστριακών στρατιωτικών και επιχειρηματικών συμφερόντων, που ήθελαν να κατασκευάσουν τον σιδηρόδρομο Βερολίνο-Βαγδάτη και να καταλάβουν τη Γαλλία, αφήνοντας στην Αυστροουγγαρία κάποια κοκαλάκια στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη.

Η ταινία παρουσιάζει ως σχεδόν αποδεδειγμένο ιστορικό γεγονός ότι πράκτορες της Αυστρίας συγκρότησαν ουσιαστικά τη «Μαύρη Χείρα» και κάνει αναφορές σε άγνωστες (σε μένα, τουλάχιστον) λεπτομέρειες (π.χ. ότι τα χρήματα που βρέθηκαν στα χέρια των Σέρβων ριζοσπαστών προέρχονταν κατευθείαν από το ταμείο του αυστριακού στρατού στο Σαράγεβο, όπου είχαν φτάσει φρεσκοτυπωμένα πριν από λίγες μέρες), συνδέοντάς τις με τις ήδη γνωστές λεπτομέρειες για την προκλητικά ανεύθυνη «προστασία» του διαδόχου και τις ακατανόητες βόλτες στο Σεράγεβο, αλλά και τη γνωστή θέση που είχε διατυπωθεί από τον Σέρβο πρωθυπουργό Πάσιτς εναντίον τυχόν δολοφονικής επίθεσης.
 

Earion

Moderator
Staff member
Χμμ, να υποθέσω κάποια σύντηξη των γεγονότων του #1 με τη νοοτροπία του #11 στο μυαλό των δημιουργών; Κάτι σε δολοφονία Κέννεντυ μου φέρνει ...
 

Earion

Moderator
Staff member
Όταν τα δρομολόγια των σιδηροδρόμων σέρνουν μια ήπειρο σε πόλεμο

ο ρόλος που έπαιξαν στα 1914 οι επίσημες συμμαχίες ήταν μικρός. Το καταπληκτικό γεγονός ως προς το πώς ακριβώς ήρθε η έκρηξη του πολέμου ήταν το σε ποια έκταση εντέλει η πολιτική υποτάχθηκε στα προβλήματα τεχνικής. Εκείνο που μέτρησε ήταν τα στρατιωτικά σχέδια και τα δρομολόγια των τρένων.

Πόλεμος με χρονοδιαγράμματα

του Α. Τζ. Π. Τέιλορ

Η ευρωπαϊκή κρίση, Ιούλιος-Αύγουστος 1914

Ο αρχιδούκας δολοφονήθηκε στις 28 Ιουνίου. Ένα μήνα και κάτι αργότερα πελώριες στρατιές βάδιζαν για τον πόλεμο. Η διπλωματική κρίση που προκλήθηκε από τη δολοφονία ήταν διαφορετική από τις άλλες της προηγούμενης δεκαετίας, γιατί αυτή τη φορά οι διπλωμάτες είχαν χάσει τον έλεγχο. Από τη στιγμή που κηρύχτηκε η επιστράτευση, και από τη στιγμή που άρχισαν να κινούνται τα τρένα, η μοίρα της Ευρώπης είχε σφραγιστεί. Το Σεράγεβο είχε βάλει σε κίνηση έναν μηχανισμό που κανείς δεν μπορούσε να σταματήσει.

Συχνά είχε ειπωθεί πριν από το 1914 ότι κάποια μέρα τα πολεμικά όπλα θα έπαιρναν φωτιά από μόνα τους. Αυτό συνέβη στα 1914. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπήρχαν βαθιά ριζωμένοι λόγοι για τις διενέξεις των μεγάλων δυνάμεων, ωστόσο η πραγματική έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου προκλήθηκε σχεδόν αποκλειστικά από τα σχέδια επιστράτευσης των αντιπάλων. Τα γεγονότα επήλθαν τόσο ραγδαία ώστε δεν υπήρχε χρόνος για διπλωματικές διαπραγματεύσεις ή πολιτικές αποφάσεις. Στις 28 Ιουλίου οι μεγάλες δυνάμεις είχαν ειρήνη. Στις 4 Αυγούστου όλες, εκτός από την Ιταλία, είχαν πόλεμο. Σύρθηκαν στον πόλεμο από τους στρατούς τους, αντί να χρησιμοποιήσουν τους στρατούς τους για να προωθήσουν την πολιτική τους.

Οι μεγάλες δυνάμεις κατάστρωναν σχέδια για την κινητοποίηση μαζικών στρατών από την εποχή του Γαλλογερμανικού Πολέμου του 1870-1871. Όπως γίνεται συνήθως, οι άνθρωποι προετοιμάζονταν για τον προηγούμενο πόλεμο και όχι για τον επόμενο. Όλα τα γενικά επιτελεία υπέθεταν ότι ο επερχόμενος πόλεμος θα κρινόταν από τις πρώτες συγκρούσεις στα σύνορα, όπως είχε συμβεί στα 1870, και το καθένα από αυτά σχεδίαζε να καταφέρει το πλήγμα του πρώτο. Ωστόσο το καθένα έτρεμε μήπως το άλλο στρατόπεδο προλάβει. Το καθένα απέδιδε στα άλλα μια ταχύτητα και μια ευελιξία τις όποιες γνώριζε ότι δεν διέθετε το ίδιο. Η αποτρεπτική απειλή του συντριπτικού πλήγματος, αντί να προσφέρει στους στρατηγούς ασφάλεια, τους προκαλούσε πανικό. Έτσι συνήθως συμβαίνει με τις αποτρεπτικές απειλές.

Τα σχέδια επιστράτευσης βασίζονταν όλα σε πολύπλοκα σιδηροδρομικά δρομολόγια, προσεκτικά υπολογισμένα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Τη στιγμή που θα δινόταν το σύνθημα εκατομμύρια άνδρες θα παρουσιάζονταν στα έμπεδα. Χιλιάδες τρένα θα συγκεντρώνονταν και θα κατευθύνονταν μέρα με τη μέρα στους προκαθορισμένους στόχους τους. Τα δρομολόγια ήταν άκαμπτα και δεν μπορούσαν να μεταβληθούν χωρίς πολύμηνη προπαρασκευή. Η Γερμανία και η Γαλλία είχαν μόνο ένα σχέδιο επιστράτευσης, με το οποίο, φυσικά, η μία στρεφόταν εναντίον της άλλης. Η Ρωσία και η Αυστρία είχαν περισσότερα διαζευκτικά σχέδια. Η Ρωσία είτε για γενική επιστράτευση κατά της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας, είτε για μερική επιστράτευση κατά της Αυστροουγγαρίας μόνο. Η Αυστρία κατά της Σερβίας, της Ιταλίας ή της Ρωσίας. Αν ένα από τα σχέδια αυτά έμπαινε σε εφαρμογή, θα καθιστούσε αδύνατη την εφαρμογή του διαζευκτικού σχεδίου. Τα δρομολόγια δεν μπορούσαν να μεταβληθούν μέσα σε μια νύχτα.

Κανένα από τα σχέδια δεν είχε δοκιμαστεί· καμιά μεγάλη δύναμη δεν είχε επιστρατευτεί από την εποχή του Συνεδρίου του Βερολίνου στα 1878, εκτός από τη Ρωσία στη διάρκεια του Ρωσοϊαπωνικού Πολέμου, και αυτό ήταν άσχετο με τις ευρωπαϊκές συνθήκες. Τα σχέδια υπήρχαν μόνο στα χαρτιά και γι’ αυτό το λόγο ήταν ακόμα περισσότερο άκαμπτα. Κανένα γενικό επιτελείο δεν είχε την πείρα να αυτοσχεδιάζει ανάλογα με την πορεία των γεγονότων. Επιπλέον τα σχέδια είχαν καταστρωθεί με υπερβολική μυστικότητα. Οι στρατηγοί δεν είχαν πει στους πολιτικούς τι έκαναν ή, κι αν το είπαν, οι πολιτικοί δεν το κατάλαβαν. Ο κόμης Λεοπόλδος φον Μπέρχτολντ, υπουργός εξωτερικών της Αυστροουγγαρίας, νόμιζε ότι μπορούσε να απειλήσει τη Σερβία χωρίς να χάσει την ελευθέρια δράσης έναντι της Ρωσίας. Ο Σεργκέι Σαζόνοφ, ο Ρώσος υπουργός των εξωτερικών, νόμιζε ότι μπορούσε να απειλήσει την Αυστροουγγαρία χωρίς να χάσει την ελευθερία δράσης έναντι της Γερμανίας. Ο Μπέτμαν Χόλβεγκ, ο Γερμανός καγκελάριος, νόμιζε ότι μπορούσε να απειλήσει τη Ρωσία χωρίς να χάσει την ελευθερία δράσης έναντι της Γαλλίας. Ο σερ Έντουαρντ Γκρέυ, ο Βρετανός υπουργός των εξωτερικών, νόμιζε ότι μπορούσε να προστατέψει το Βέλγιο χωρίς κατ’ ανάγκη να δεσμευτεί στο πλευρό της Γαλλίας. Όλοι τους έκαναν λάθος. Όταν αντιλήφθηκαν αντίστοιχα το σφάλμα τους παραδόθηκαν ανήμποροι στα κελεύσματα των στρατιωτικών χρονοδιαγραμμάτων.


Οι πρωταγωνιστές της κρίσης του Ιουλίου του 1914



Λεοπόλδος φον Μπέρχτολντ (Αυστρ.), Σεργκέι Σαζόνοφ (Ρωσ.), Μπέτμαν Χόλβεγκ (Γερμ.), Έντουαρντυ Γκρέυ (Μεγ. Βρετ.).

Οι πολιτικοί δεν ανησύχησαν υπερβολικά με τη δολοφονία του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου στο Σεράγεβο. Ήταν συνηθισμένοι με τις φασαρίες στα Βαλκάνια και υπέθεσαν πως κι αυτή η φασαρία θα τελείωνε όπως οι προηγούμενες —με συναγερμούς, απειλές και τελικά με διαπραγματεύσεις. Αναγνώριζαν ότι η Αυστροουγγαρία είχε παράπονα κατά της Σερβίας και πίστευαν οπωσδήποτε ότι, σαν μεγάλη δύναμη, είχε το δικαίωμα να κάνει λίγο-πολύ το δικό της. Ακόμη και ο σερ Έντουαρντ Γκρέυ υποστήριζε πως η Σερβία, σαν μικρή χώρα, έπρεπε να πληρώσει το αντίτιμο της ειρήνης, όσο άδικο και αν ήταν αυτό. Η Ευρώπη όμως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα ωσότου η Αυστροουγγαρία διατυπώσει τις απαιτήσεις της. Οι απαιτήσεις αυτές, όταν διατυπώθηκαν, ήταν υπερβολικές. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο φαίνονταν να προσφέρουν περισσότερο έδαφος για διαπραγματεύσεις και συμβιβασμούς.

Οι Αυστριακοί όμως ήταν αποφασισμένοι να μη συρθούν σε ευρωπαϊκή συνδιάσκεψη. Επιθυμούσαν να κρατήσουν τη διένεξή τους με τη Σερβία στο επίπεδο ιδιωτικού καβγά. Γι’ αυτό και στην αρχή διέκοψαν τις σχέσεις τους και κατόπιν στις 28 Ιουλίου κήρυξαν τον πόλεμο. Ακόμα και τότε οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι πολιτικοί δεν θορυβήθηκαν. Ο Μπέτμαν Χόλβεγκ, ο Σαζόνοφ και ο Γκρέυ είχαν καταλήξει, ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο, στην ίδια λύση. Η λύση αυτή ήταν το «Αλτ στο Βελιγράδι». Οι Αυστριακοί θα καταλάμβαναν το Βελιγράδι και έτσι θα αποδείκνυαν τη στρατιωτική τους ανδρεία. Κατόπιν θα δήλωναν τη διάθεσή τους να σταματήσουν και θα κρατούσαν το Βελιγράδι σαν ενέχυρο κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Θα γινόταν κάποιος συμβιβασμός, λίγο-πολύ σε βάρος της Σερβίας, που ωστόσο θα διατηρούσε την ανεξαρτησία της, κι έτσι θα σωζόταν και το γόητρο της Ρωσίας σαν προστάτιδας δύναμης της Σερβίας.

Η έξυπνη αυτή πρόταση κατέρρευσε για έναν απροσδόκητο και τελείως ασυνήθιστο λόγο. Μπορεί η Αυστροουγγαρία να ισχυριζόταν ότι ήταν μεγάλη δύναμη, ο στρατός της όμως δεν ήταν σε θέση να καταλάβει το Βελιγράδι κι έτσι δεν μπορούσε να σταματήσει εκεί. Η επιστράτευση, ακόμη και εναντίον της Σερβίας, θα έπαιρνε μερικές εβδομάδες. Και πάντως το αυστριακό γενικό επιτελείο δεν τολμούσε να κηρύξει επιστράτευση κατά της Σερβίας αν δεν βεβαιωνόταν πρώτα για τη ρωσική ουδετερότητα, γιατί αν το έκανε αυτό, δεν θα μπορούσε να εφαρμόσει το διαζευκτικό σχέδιο επιστράτευσης κατά της Ρωσίας. Γι’ αυτό και το αυστριακό γενικό επιτελείο προτίμησε να μην κάνει τίποτα. Μια πρόσθετη μικρή ειρωνεία της τύχης ήταν το γεγονός ότι οι Σέρβοι είχαν αποφασίσει να μην προασπίσουν το Βελιγράδι, που θα μπορούσε επομένως να καταληφθεί από έναν αυστροουγγρικό λόχο, και έτσι το «αλτ» στο Βελιγράδι θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί.

Όπως οι Αυστριακοί δεν ήξεραν τίποτα για τα σερβικά σχέδια, έτσι ακριβώς και οι Ρώσοι δεν ήξεραν τίποτα για τα αυστριακά σχέδια ή για την ανυπαρξία σχεδίων. Ο τσάρος και οι υπουργοί του υπέθεταν ότι η Αυστροουγγαρία θα προχωρούσε σχεδόν αμέσως σε επίθεση εναντίον της Σερβίας. Οι Ρώσοι ήταν αποφασισμένοι να μην εγκαταλείψουν τη Σερβία, όπως είχαν κάνει κατά την κρίση της Βοσνίας το 1900-1909. Έπρεπε να βρουν τρόπο να επιβεβαιώσουν το ενδιαφέρον της Ρωσίας για την αυστρο-σερβική σύρραξη. Δεν μπορούσαν πια να απαιτούν να λάβουν μέρος στις διαπραγματεύσεις. Οι διαπραγματεύσεις, σε ό,τι αφορούσε την Αυστροουγγαρία και τη Σερβία, είχαν τελειώσει. Άμεσες διαπραγματεύσεις μεταξύ Ρωσίας και Αυστροουγγαρίας θα μπορούσαν να αρχίσουν μόνο αν η Ρωσία απαντούσε στην αυστροουγγρική χειρονομία της κήρυξης του πολέμου κατά της Σερβίας με κάποια ανάλογη δική της χειρονομία. Ο Σαζόνοφ, ο Ρώσος υπουργός των εξωτερικών, νόμιζε πως είχε βρει την απάντηση. Ο ρωσικός στρατός θα κήρυττε μερική επιστράτευση, η οποία θα στρεφόταν μόνο κατά της Αυστροουγγαρίας. Με τον τρόπο αυτόν, φανταζόταν, δεν θα προκαλούσε η Ρωσία τη Γερμανία. Αλλά κι εδώ πάλι παρενέβησαν τα χρονοδιαγράμματα. Οι Ρώσοι στρατηγοί έφριξαν με τις προτάσεις του Σαζόνοφ. Η μερική επιστράτευση, υποστήριξαν, θα απέκλειε τη γενική επιστράτευση κατά της Γερμανίας επί μήνες. Η Ρωσία θα βρισκόταν ανίσχυρη στο έλεος της Γερμανίας.

Ο Σαζόνοφ ίσως να επέμενε αν ήταν σίγουρος για την ουδετερότητα της Γερμανίας. Αλλά το ακριβώς αντίθετο ίσχυε. Ο Μπέτμαν Χόλβεγκ και ο κάιζερ Γουλιέλμος είχαν υποσχεθεί να υποστηρίξουν την Αυστροουγγαρία εναντίον της Ρωσίας και πίστευαν ότι ο καλύτερος τρόπος να το κάνουν ήταν οι απειλές. Επιπλέον οι Γερμανοί στρατηγοί ανησύχησαν με τη φήμη ακόμα και μιας μερικής ρωσικής επιστράτευσης. Όχι μόνο δεν αντιλήφθηκαν ότι αυτή θα εμπόδιζε κάθε ρωσική δράση κατά της Γερμανίας, αλλά και πίστεψαν ότι αποτελούσε το προανάκρουσμα της γενικής επιστράτευσης, ένα πονηρό κόλπο για να αρπάξουν οι Ρώσοι το προβάδισμα από τα γερμανικά χρονοδιαγράμματα. Γι’ αυτό στις 29 Ιουλίου ο Γερμανός πρεσβευτής προειδοποίησε τον Σαζόνοφ ότι κάθε ρωσική επιστράτευση, οσοδήποτε μερική, θα προκαλούσε γερμανι­κή επιστράτευση και πόλεμο. Ο Σαζόνοφ πίστεψε το πρώτο σκέλος της προειδοποίησης. Δεν μπορούσε ακόμη να πιστέψει ότι θα βρισκόταν μεγάλη δύναμη να προχωρήσει από τις απειλητικές κινήσεις στην πρα­γματοποίηση των απειλών.

Την απόφαση έπρεπε να την πάρει ο Νι­κόλαος Β΄, ο τσάρος της Ρωσίας. Από τη φύση του ο Νικόλαος ήταν ένας ήσυχος οικογενειάρχης που προτιμούσε το τένις και τα θαλάσσια μπάνια από τις κρατικές υποθέσεις. Είχε όμως κληρονομήσει μια μοναδική θέση σαν απόλυτος μονάρχης και εκπλήρωνε πιστά το χρέος του. Τώρα έπρεπε να αποδείξει ότι η Αυτοκρατορική Ρωσία ήταν δύναμη πρώτης σειράς. Την 29η και 30ή Ιουλίου συζητούσε επί ώρες με τον Σαζόνοφ και τον υπουργό των στρατιωτικών, ή μάλλον καθόταν βαρυεστημένος ενώ οι δύο υ­πουργοί ανέπτυσσαν τα επιχειρήματά τους. Τα διατάγματα της μερικής και της γε­νικής επιστράτευσης βρίσκονταν επάνω στο γραφείο του. Στην πραγματικότητα πολύ λίγα πράγματα υπήρχαν για να συζητη­θούν. Ο μοναδικός σκοπός της μερικής επιστράτευσης ήταν ο κατευνασμός της Γερμανίας και τώρα που η Γερμανία αρ­νιόταν να κατευναστεί δεν είχε κανένα νό­ημα. Οι μόνες διαζευκτικές λύσεις ήταν γε­νική επιστράτευση ή τίποτα. Και το να μην κάνει η Ρωσία τίποτα σήμαινε παραίτησή της από τη χορεία των μεγάλων δυνάμεων.

Το βράδυ της 29ης Ιουλίου ο τσάρος συμφώνησε για γενική επιστράτευση. Μισή ώρα αργότερα άλλαξε γνώμη. Το διάταγμα ακυρώθηκε και την άλλη μέρα η συζήτηση ξανάρχισε. Ένας από τους στρατηγούς είπε: «Είναι δύσκολο να αποφασίσει κανείς». Ο Νικόλαος Β΄ το θεώ­ρησε αυτό πρόκληση. Απάντησε σκαιά: «Θα αποφασίσω», και υπέγραψε το διάτα­γμα της γενικής επιστράτευσης. Τούτη τη φορά δεν υπήρξε υποχώρηση. Οι κόκ­κινες αφίσες με την πρόσκληση των εφέ­δρων τοιχοκολλήθηκαν σε λίγο σε όλη τη Ρωσία. Τα στρατιωτικά τρένα άρχισαν να συγκεντρώνονται. Ο Νικόλαος έγραψε στο ημερολόγιό του: «Πήγα περίπατο μόνος μου. Ο καιρός ήταν ζεστός. Έκα­να ένα θαυμάσιο μπάνιο στη θάλασσα». Η απόφαση είχε ληφθεί χωρίς να ερωτη­θούν η Γαλλία, σύμμαχος της Ρωσίας, ούτε η Μεγάλη Βρετανία, φίλη της Ρωσίας. Αργότερα Βρετανοί και Γάλ­λοι πολιτικοί θα άκουγαν επικρίσεις και καταδίκες γιατί δεν κατόρθωσαν να προει­δοποιήσουν τη Ρωσία να μην κάνει αυτό το σοβαρό βήμα. Ό,τι τους συγκράτησε ήταν ο φόβος πως, αν το έκαναν, η Ρω­σία θα ξέκοβε από αυτούς και θα τασσό­ταν στο πλευρό της Γερμανίας. Πάντως οι Βρετανοί και οι Γάλλοι πολιτικοί, όπως ακριβώς και οι Ρώσοι, δεν είχαν καταλά­βει ακριβώς πόσο σοβαρές θα ήταν οι συνέπειες. Υπολόγιζαν ότι μια γενική ρω­σική επιστράτευση θα μεγάλωνε την ένταση, αλλά υπέθεταν επίσης ότι γι’ αυτόν α­κριβώς τον λόγο θα επισπεύδονταν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Εξακολουθούσαν να φαντάζονται κάποιου είδους ευρωπαϊκή συνδιάσκε­ψη και δεν είχαν ιδέα ότι στα μάτια της Γερμανίας η επιστράτευση της Ρωσίας έκανε τον πόλεμο αναπόφευκτο.

Νά λοιπόν ποιος ήταν ο ισχυρότερος παρά­γοντας το καλοκαίρι του 1914. Ήταν ένας παράγοντας που αποδεί­χθηκε καταστροφικός. Όλες οι μεγάλες δυνάμεις είχαν καταστρώσει προσεκτικά σχέδια γενικής επιστράτευσης, που θα τις έφερναν σε καλύτερη θέση εκκίνησης για να δώσουν τη μάχη σ’ ένα μεγάλο πόλεμο. Τα σχέ­δια αυτά χρειάζονταν κάποιο χρόνο για να πραγματοποιηθούν, αλλά α­κόμα και τότε οι επιστρατευμένοι στρατοί μπορού­σαν να κρατηθούν εν αναμονή στα σύνορα.

Για όλες τις δυνάμεις υπήρχε κάποιο περιθώριο, έστω και μικρό, μεταξύ επιστράτευσης και πολέμου. Για όλες έκτος από μία: τη Γερμανία. Οι Γερμανοί δεν είχαν σχέδια καθαυτό γενικής επιστράτευσης. Το γερμανικό γενικό επιτελείο επί είκοσι χρόνια πάλευε να λύσει το πρόβλημα του πώς θα κέρδιζε ένα διμέτωπο πόλεμο κατά της Γαλλίας και της Ρωσίας ταυτόχρονα με ένα μόνο στρατό. Η λύση ήταν να νικήσει η Γερμανία τη Γαλλία προτού ετοιμαστεί η Ρωσία. Τα γαλλικά σύνορα ήταν πολύ ισχυρά οχυρωμένα, γεγονός που καθιστούσε αδύνατη μια επιτυχημένη επίθεση εναντίον τους. Γι’ αυτό και ο κόμης Άλφρεντ φον Σλήφεν, αρχηγός του γερμανικού γενικού επιτελείου από το 1891 ώς το 1908, κατέστρωσε ένα σχέδιο για περικύκλωση του γαλλικού στρατού μέσω του Βελγίου.

Το εγχείρημα ήταν δύσκολο. Υπήρχαν μόνον 80 μίλια μεταξύ των Αρδεννών, που όλοι τις υπέθεταν αδιάβατες, και των ολλανδικών συνόρων. Μέσα από αυτό το κενό έπρεπε να διοχετευθούν τέσσερις στρατιές, 840.000 άνδρες. Όλοι τους ήταν υποχρεωμένοι να περάσουν από το μοναδικό σιδηροδρομικό κόμβο του Άαχεν. Τα στρατιωτικά τρένα δεν μπορούσαν να συσσωρευτούν στο Άαχεν, όσο και αν επεκτεινόταν ο σταθμός. Έπρεπε να προχωρούν για να αφήνουν το χώρο ελεύθερο για τα επόμενα τρένα. Γι’ αυτό στα γερμανικά σχέδια επιστράτευσης δεν προβλεπόταν σταμάτημα στα σύνορα. Η εισβολή στο Βέλγιο ήταν αναπόσπαστο τμήμα της επιστράτευσης. Ο Σλήφεν δεν σκέφτηκε ποτέ ότι η Γερμανία θα μπορούσε να έχει στόχο να κάνει μόνο επίδειξη ισχύος, χωρίς ν’ αρχίσει πραγματικά τον πόλεμο. Ήταν απλά και μόνο τεχνικός. Ο Χέλμουτ φον Μόλτκε, ο διάδοχός του, δεν είχε το χάρισμα της στρατηγικής. Δέχτηκε τα σχέδια όπως ακριβώς τα είχε αφήσει ο Σλήφεν. Ή μάλλον δεν σκέφτηκε καθόλου το ζήτημα παρά μόνο όταν έφθασε η είδηση της ρωσικής επιστράτευσης. Τότε άνοιξε το συρτάρι του και ακολούθησε τις οδηγίες του Σλήφεν.

Ο κάιζερ Γουλιέλμος και ο Μπέτμαν Χόλβεγκ, που έπρεπε να πάρουν τις πολιτικές αποφάσεις, δεν είχαν ιδέα πόσο τους περιόριζαν τα στρατιωτικά σχέδια. Ποτέ δεν ρώτησαν, και το γενικό επιτελείο ποτέ δεν τους το είπε. Εξακολουθούσαν να φαντάζονται ότι μπορούσαν να σείουν ηχηρά το ξίφος, όπως έκαναν και οι άλλοι ηγεμόνες της Ευρώπης, χωρίς να το σύρουν από τη θήκη. Όμως το πρωί της 31ης Ιουλίου ο Μόλτκε παρουσιάστηκε στον αυτοκράτορα με την είδηση της ρωσικής επιστράτευσης. Επέμενε ότι ο γερμανικός στρατός έπρεπε να επιστρατευτεί αμέσως και να εισβάλει στο Βέλγιο. Ο Μπέτμαν Χόλβεγκ ρώτησε αν υπάρχουν λιγότερο βαριές διαζευκτικές λύσεις. Δεν υπήρχε καμιά. Ο Μπέτμαν Χόλβεγκ υπέκυψε στα κελεύσματα της στρατηγικής. Τα προκαταρκτικά διατάγματα για την επιστράτευση εκδόθηκαν. Στάλθηκε τελεσίγραφο στην Πετρούπολη, που αξιούσε από τους Ρώσους να σταματήσουν την επιστράτευση μέσα σε 24 ώρες.

Η αξίωση φυσικά απορρίφθηκε. Την 1η Αύγουστου ο Γερμανός πρεσβευτής επέδωσε στον Σαζόνοφ την κήρυξη πολέμου από μέρους της Γερμανίας. Ο κάιζερ, με επίσημη στολή της Φρουράς, μετέβη με ανοιχτή άμαξα από το Πότσδαμ στα ανάκτορα του Βερολίνου. Τριγυρισμένος από απαστράπτοντες στρατηγούς, ήταν έτοιμος να υπογράψει το διάταγμα της γενικής επιστράτευσης. Ο Μπέτμαν Χόλβεγκ παρουσιάστηκε με μια εκπληκτική είδηση από το Λονδίνο. Ο σερ Έντουαρντ Γκρέυ είχε δηλώσει ότι η Μεγάλη Βρετανία θα παρέμενε ουδέτερη αν η Γερμανία δεν επετίθετο κατά της Γαλλίας. Ο κάιζερ αναγάλλιασε. «Αυτό σηκώνει σαμπάνια! Πρέπει να σταματήσουμε την κίνηση προς δυσμάς». Ο Μόλτκε άλλαξε χρώμα. Έντεκα χιλιάδες τρένα έπρεπε να σταματήσουν στις ράγες τους. «Είναι αδύνατον», είπε με τρεμάμενη φωνή. «Όλος ο στρατός θα περιπέσει σε σύγχυση». Για άλλη μια φορά τα δρομολόγια υπαγόρευσαν την πολιτική. Ο Γουλιέλμος συγκατατέθηκε και υπέγραψε τα διατάγματα επιστράτευσης.

Οι δρόμοι γέμισαν με επευφημούντα πλήθη. Η εντύπωση που είχαν οι απλοί Γερμανοί ήταν πώς τους απειλούσαν με επίθεση οι μογγολικές ορδές των Ρώσων. Ώς εκείνη τη στιγμή οι Γερμανοί σοσιαλιστές αναλογίζονταν με κάπως σκοτεινή διάθεση τη δέσμευσή τους να κηρύξουν γενική απεργία κατά του πολέμου. Τώρα τάχθηκαν υπέρ της άμυνας του ευρωπαϊκού πολιτισμού απέναντι στη βαρβαρική Ανατολή. Το Ράιχσταγκ επικύρωσε παμψηφεί τον πολεμικό προϋπολογισμό. Τα κόμματα κήρυξαν πολιτική εκεχειρία για όσο έμελλε να διαρκέσει ο πόλεμος. Εμπνευσμένος από αυτή την ενότητα, ο Γουλιέλμος διακήρυξε: «Δεν βλέπω πια μπροστά μου κόμματα, βλέπω μόνο Γερμανούς».



Ο Χέλμουτ φον Μόλτκε (αριστερά) με τον Κάιζερ (δεξιά) σε μεγάλα γυμνάσια του γερμανικού στρατού (δεκαετία 1910).

Ο πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας είχε αρχίσει, μολονότι καμιά τους δεν ήταν σε θέση να αρχίσει εχθροπραξίες. Όλη η επιθετική δύναμη της Γερμανίας ήταν στραμμένη κατά της Γαλλίας, με την οποία δεν είχε εμφανή αιτία διαμάχης. Έπρεπε να βρεθεί κάποιο πρόσχημα. Την 1η Αυγούστου ο Γερμανός πρεσβευτής επισκέφθηκε τον Ρενέ Βιβιανί, τον Γάλλο πρωθυπουργό και υπουργό των εξωτερικών, και αξίωσε υπόσχεση ουδετερότητας από τη Γαλλία. Αν ο Βιβιανί συμφωνούσε, ο πρεσβευτής θα αξίωνε να παραδοθούν το Τουλ και το Βερντέν σαν ενέχυρο. Ο Βιβιανί έκοψε τη συζήτηση: «Η Γαλλία θα ενεργήσει σύμφωνα με τα συμφέροντά της». Οι Γερμανοί δεν ανανέωσαν την αξίωσή τους. Φοβήθηκαν μήπως η Γαλλία συμφωνήσει, και τότε τα επιθετικά τους σχέδια θα κατέρρεαν. Αντί γι’ αυτό, γερμανικά αεροπλάνα έριξαν μερικές βόμβες στη Νυρεμβέργη. Οι Γερμανοί ανήγγειλαν ότι τα αεροπλάνα ήταν γαλλικά και με το πρόσχημα αυτό κήρυξαν τον πόλεμο στις 3 Αυγούστου. Οι Γάλλοι πολιτικοί ανησυχούσαν ως ένα βαθμό, αναλογιζόμενοι με ποιο τρόπο θα εξηγούσαν τις μυστικές δεσμεύσεις τους από τη γαλλορωσική συμμαχία. Τώρα πια δεν ήταν ανάγκη να ανησυχούν. Και η Γαλλία με τη σειρά της πολεμούσε για την εθνική της άμυνα. Τα γαλλικά στρατιωτικά τρένα άρχισαν κι αυτά να κινούνται προς τα σύνορα.

Έτσι Γερμανία, Ρωσία και Γαλλία βρέθηκαν σε πόλεμο εξαιτίας των δρομολογίων του Σλήφεν. Δύο μεγάλες δυνάμεις, η Μεγάλη Βρετανία και η Ιταλία, δεν περιλαμβάνονταν στο σχέδιο. Η Ιταλία, μολονότι σύμμαχος της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας, ήταν αποφασισμένη να μην πολεμήσει στο πλευρό τους. Ασκούσε ενοχλητική πίεση τους συμμάχους της να δεχτούν να παραμείνει ουδέτερη. Αλλά την ίδια στιγμή τους οχλούσε σχετικά με τα κέρδη που θα αποκόμιζε αν δεν έμενε ουδέτερη. Το περίπλοκο αυτό διπλό παιχνίδι τέλειωσε με χασούρα και στα δύο σημεία.

Η βρετανική κυβέρνηση τεχνικά ήταν αδέσμευτη. Είχε φίλους αλλά όχι συμμάχους. Μερικοί Άγγλοι, κυρίως συντηρητικοί, πίστευαν ότι η Μεγάλη Βρετανία έπρεπε να σπεύσει πάραυτα σε βοήθεια της Ρωσίας και της Γαλλίας. Άλλοι, κυρίως ριζοσπάστες και εργατικοί, πίστευαν ότι η Μεγάλη Βρετανία έπρεπε να μείνει αυστηρά αμέτοχη. Όπως έγραφε μια ριζοσπαστική εφημερίδα «Νοιαζόμαστε τόσο λίγο για το Βελιγράδι όσο και το Βελιγράδι για το Μάντσεστερ». Ο Γκρέυ, ο υπουργός των εξωτερικών, ένιωθε δεσμευμένος έναντι της Γαλλίας, αλλά προσπαθούσε να μην το εκφράσει ρητά. Περίμενε να εξαναγκαστεί. Όπως έγραψε αργότερα: «Οι περιστάσεις και τα γεγονότα επέβαλαν την απόφαση». Στις 30 Ιουλίου αρνήθηκε να δώσει στη Ρωσία υπόσχεση υποστήριξης. Την 1η Αυγούστου δήλωσε ότι η Μεγάλη Βρετανία θα παρέμενε ουδέτερη αν η Γαλλία δεν δεχόταν επίθεση —μολονότι είναι αβέβαιο αν εννοούσε αυτό που είπε. Στις 2 Αυγούστου οι ηγέτες της συντηρητικής αντιπολίτευσης επέδωσαν επιστολή στον πρωθυπουργό Άσκουιθ, ζητώντας του την υποστήριξη της Γαλλίας και της Ρωσίας. Η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων δεν την έλαβε υπόψη. Αποφάσισαν όμως ότι δεν θα επέτρεπαν στο γερμανικό στόλο να μπει στη Μάγχη και να χτυπήσει τα γαλλικά λιμάνια. Αυτό δεν ήταν απόφαση πολέμου· ήταν απόφαση ένοπλης ουδετερότητας, και ικανοποίησε τους Γερμανούς. Το να μείνουν έξω από τη Μάγχη ήταν φτηνό αντίτιμο μπροστά στο να κρατήσουν τη Μεγάλη Βρετανία έξω από τον πόλεμο.

Το κρίσιμο σταυροδρόμι: η ουδετερότητα του Βελγίου

Η βρετανική κυβέρνηση είχε μια μικρή ανησυχία. Ήταν αποφασισμένη να προστατεύσει την ουδετερότητα του Βελγίου, όπως το είχε κάνει και ο μεγάλος προκάτοχός της ο Γλάδστων στα 1870. Τότε η αξίωση από τη Γαλλία και τη Γερμανία να σεβαστούν τη βελγική ουδετερότητα είχε κρατήσει τη Μεγάλη Βρετανία έξω από τον πόλεμο. Γιατί όχι και τώρα; Την Κυριακή 2 Αυγούστου το υπουργικό συμβούλιο αποφάσισε ότι «οποιαδήποτε ουσιαστική παραβίαση της βελγικής ουδετερότητας θα μας αναγκάσει να αναλάβουμε δράση». Οι ουδετερόφιλοι της κυβέρνησης το θεώρησαν αυτό νίκη. Όπως όλοι οι άλλοι, έτσι κι αυτοί δεν είχαν καταλάβει ότι η στρατηγική της Γερμανίας στηριζόταν στην εισβολή στο Βέλγιο. Ούτε οι Βέλγοι το είχαν καταλάβει. Πέρασαν εκείνη την Κυριακή απολαμβάνοντας ένα ηλιόλουστο «ουδέτερο» απόγευμα. Το ίδιο βράδυ ο Γερμανός πρεσβευτής επέδωσε διακοίνωση που αξίωνε να επιτραπεί στα γερμανικά στρατεύματα να περάσουν μέσα από το Βέλγιο. Η βελγική κυβέρνηση συσκεπτόταν ώς το πρωί και αποφάσισε να απορρίψει τις γερμανικές αξιώσεις. Είχε ακόμη την ελπίδα ότι η σθεναρή άρνηση θα συγκρατούσε τους Γερμανούς και γι’ αυτό ζήτησε από τη βρετανική κυβέρνηση μόνο «διπλωματική παρέμβαση».

Η Δευτέρα 3 Αυγούστου ήταν αργία στην Αγγλία (Bank Holiday). Στους δρόμους του Λονδίνου τα πλήθη επευφημούσαν, όπως είχε συμβεί στο Παρίσι και στο Βερολίνο. Ο Λόυντ Τζωρτζ, υπουργός των οικονομικών, που προηγουμένως ήταν κατά του πολέμου, εντυπωσιάστηκε πολύ από αυτή την επίδειξη πολεμικού ενθουσιασμού. Το απόγευμα ο Γκρέυ εξήγησε στη Βουλή των Κοινοτήτων τη διφορούμενη περιπλοκή με τη Γαλλία και τη Ρωσία στην οποία είχε συρθεί. Ευτυχώς ήταν σε θέση να τη συνδέσει με την είδηση για το Βέλγιο, κι αυτό ένωσε ουσιαστικά όλα τα μέλη του Κοινοβουλίου. Αργότερα εκείνο το βράδυ το υπουργικό συμβούλιο αποφάσισε να σταλεί στη Γερμανία ένα ευγενικό μήνυμα που να της ζητάει να μην πειράξει το Βέλγιο. Ο Γκρέυ προφανώς δεν σκέφθηκε ότι το θέμα ήταν επείγον. Οπωσδήποτε δεν έστειλε το μήνυμα παρά την άλλη μέρα το πρωί, όταν τα γερμανικά στρατεύματα βρίσκονταν ήδη μέσα στο Βέλγιο.

Κατά το μεσημέρι η είδηση έφθασε στο Λονδίνο, παρότι καμιά βελγική έκκληση για βοήθεια δεν είχε ακόμα εκδηλωθεί. Η είδηση όμως έσπρωξε τον Γκρέυ σε δραστικές ενέργειες. Χωρίς να συμβουλευτεί την κυβέρνηση, έστειλε τελεσίγραφο στη Γερμανία απαιτώντας να έχει ώς τα μεσάνυχτα υπόσχεση σεβασμού της βελγικής ουδετερότητας. Στις 7 μ.μ. ο Μπέτμαν Χόλβεγκ αρνήθηκε να δώσει τέτοια υπόσχεση. Παραπονέθηκε ότι η Μεγάλη Βρετανία έβγαινε στον πόλεμο «απλώς για ένα κουρελόχαρτο». Χρησιμοποίησε πράγματι αυτές τις λέξεις; Μίλησε αγγλικά ή γερμανικά; Ποτέ δε θα το μάθουμε. Αλλά ένα δεκαπενθήμερο προτύτερα είχε δοθεί μια ερασιτεχνική θεατρική παράσταση στη βρετανική πρεσβεία του Βερολίνου. Το έργο ήταν του Σαρντού με τον τίτλο «Το Κουρελόχαρτο». Κανένα μήνυμα από το Βερολίνο δεν έφθασε στο Λονδίνο. Ο Άσκουιθ και τα υπόλοιπα μέλη του υπουργικού συμβουλίου κάθονταν στο τραπέζι των συνεδριάσεων, διατηρώντας ίσως ακόμη κάποια ελπίδα για ευνοϊκή απάντηση. Κάποιος (παραμένει άγνωστο ποιος) παρατήρησε ότι με ώρα Βερολίνου τα μεσάνυχτα εκεί ήταν 11 μ.μ. στο Λονδίνο. Έτσι μπορούσαν να κηρύξουν τον πόλεμο μία ώρα νωρίτερα και να πάνε να κοιμηθούν. Η κήρυξη του πολέμου επιδόθηκε πράγματι στον Γερμανό πρέσβη στις έντεκα και πέντε μ.μ. Τα χρονοδιαγράμματα είχαν σημειώσει άλλον έναν θρίαμβο.



Η ατυχής φράση του Μπέτμαν Χόλβεγκ περί «κουρελόχαρτου» προσέφερε το πιο καλόδεχτο δώρο στη βρετανική προπαγάνδα. Εδώ, προπαγανδιστικό πόστερ με το οποίο προτρέπονται οι Βρετανοί να καταταγούν «για να κρατήσουν ψηλά την τιμή της χώρας τους».

Ωστόσο υπήρχε μία ακόμα τελευταία περιπλοκή. Οι Βρετανοί είχαν βγει στον πόλεμο για να προστατεύσουν την ουδετερότητα του Βελγίου. Όταν όμως ο Άσκουιθ συνάντησε τους στρατηγούς του στις 5 Αυγούστου, έμαθε ότι τα χρονοδιαγράμματα υπαγόρευαν τη θέλησή τους ακόμα και στον μικρό βρετανικό στρατό. Είχε καταστρωθεί ένα σχέδιο για να ταχθεί ο στρατός αυτός στο αριστερό πλευρό του γαλλικού. Δεν υπήρχε σχέδιο για να σταλεί να βοηθήσει το Βέλγιο. Έτσι τελικά η Μεγάλη Βρετανία βρέθηκε να συμμαχεί πλήρως με τη Γαλλία.

Η κήρυξη του πολέμου από τη Μεγάλη Βρετανία δέσμευε ολόκληρη τη Βρετανική Αυτοκρατορία, και σε αυτή συμπεριλαμβάνονταν οι Κτήσεις και η Ινδία. Μόνο το καναδικό κοινοβούλιο εξέφρασε αργότερα ανεξάρτητα την επιδοκιμασία του. Η μόνη χώρα που καθυστερούσε ήταν εκείνη ακριβώς που άρχισε τον αγώνα δρόμου: η Αυστροουγγαρία. Στις 6 Αυγούστου η Αυστροουγγαρία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ρωσίας. Στις 12 Αυγούστου, ύστερα από παράπονα της Ρωσίας, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Αυστροουγγαρίας. Η καθεμιά χώρα ισχυριζόταν ότι πολεμά για την άμυνά της, και από μια άποψη αυτό ήταν αλήθεια. Όλες όμως πίστευαν ότι η επίθεση ήταν ο μόνος τρόπος άμυνας. Ακριβώς γι’ αυτό, για να αμυνθούν δηλαδή, επιτέθηκαν η μία εναντίον της άλλης. Τα γενικά επιτελεία, που είχαν δώσει το σήμα του πολέμου, έπεσαν έξω σε όλα τα σημεία. Ο πόλεμος δεν ήταν σύντομος. Δεν σημειώθηκαν γρήγορα νίκες. Ο καλύτερος τρόπος άμυνας αποδείχθηκε ότι ήταν η άμυνα.




Το απόγευμα της Κυριακής 2 Αυγούστου τοιχοκολλήθηκε σε όλη τη Γαλλία το διάταγμα γενικής επιστράτευσης με ισχύ από την επομένη το πρωί.



Το κείμενο του A. J. P. Taylor αποτελεί σύνοψη του βιβλίου του
War by Timetable, του 1972, και δημοσιεύτηκε στην πολύτομη έκδοση Purnell's History of the 20th Century. Η σειρά αυτή μεταφράστηκε στα ελληνικά και κυκλοφόρησε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 από τις εκδόσεις Χρυσός Τύπος. Για να παρουσιάσω το κεφάλαιο αυτό (σ. 452-456) επεξεργάστηκα και διόρθωσα τη μετάφραση.
 
Last edited:

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Ευχ, Εάριον! Σπουδαία συνεισφορά!

Ποια είναι η γνώμη σου για το γεγονός ότι ένας ιστορικός με το πολιτικό (και παράλληλα αντιγερμανικό/γερμανοφοβικό) προφίλ του Τέιλορ μοιάζει σαν να υποβαθμίζει στο συγκεκριμένο θέμα (δηλ. την έκρηξη του Α'ΠΠ με βάση τα χρονοδιαγράμματα) την πίεση του γερμανικού βιομηχανικού κατεστημένου για νέες αγορές και την εξάπλωση προς την Ανατολή (το Drang nach Osten) --παρέα με την παράλληλη, αν και λίγο πιο μαριονετίστικη επιδίωξη της Αυστροουγγαρίας να φτάσει μέχρι τη Θεσσαλονίκη;
 
Θερμές ευχαριστίες, Εάριον!

[Δρα, παλιά ιστορία το αυστροουγγρικό σχέδιο για τη Θεσσαλονίκη. Θα μπορούσε κάποιος να φτιάξει τρομερό μυθιστόρημα "ιστορικής φαντασίας" με αυτό το υλικό]
 

Thyrikion

New member
όσο πάει γίνεται όλο και πιο συναρπαστικό...εμείς οι σιωπηροί αναγνώστες, ελπίζουμε να συνεχίσεις και μετά το Σομ !!!
Με την ευκαιρία, θα ήθελα να προσθέσω στο σχετικό αφιέρωμα ένα ποίημα του Αρθουρ Κόναν Ντόϋλ

THE GUARDS CAME THROUGH

Men of the Twenty-first
Up by the Chalk Pit Wood,
Weak with our wounds and our thirst,
Wanting our sleep and our food,
After a day and a night—
God, shall we ever forget!
Beaten and broke in the fight,
But sticking it—sticking it yet.
Trying to hold the line,
Fainting and spent and done,
Always the thud and the whine,
Always the yell of the Hun!
Northumberland, Lancaster, York,
Durham and Somerset,
Fighting alone, worn to the bone,
But sticking it—sticking it yet.

Never a message of hope!
Never a word of cheer!
Fronting Hill 70’s shell-swept slope,
With the dull dead plain in our rear.
Always the whine of the shell,
Always the roar of its burst,
Always the tortures of hell,
As waiting and wincing we cursed
Our luck and the guns and the Boche,
When our Corporal shouted, “Stand to!”
And I heard some one cry, “Clear the front for the Guards!”
And the Guards came through.

Our throats they were parched and hot,
But Lord, if you’d heard the cheers!
Irish and Welsh and Scot,
Coldstream and Grenadiers.
Two brigades, if you please,
Dressing as straight as a hem,
We—we were down on our knees,
Praying for us and for them?
Lord, I could speak for a week,
But how could you understand!
How should your cheeks be wet,
Such feelin’s don’t come to you.
But when can me or my mates forget,
When the Guards came through?

“Five yards left extend!”
It passed from rank to rank.
Line after line with never a bend,
And a touch of the London swank.
A trifle of swank and dash,
Cool as a home parade,
Twinkle and glitter and flash,
Flinching never a shade,
With the shrapnel right in their face
Doing their Hyde Park stunt,
Keeping their swing at an easy pace,
Arms at the trail, eyes front!

Man, it was great to see!
Man, it was fine to do!
It’s a cot and a hospital ward for me,
But I’ll tell ’em in Blighty, wherever I be,
How the Guards came through.
 

nickel

Administrator
Staff member
Πριν εκατό χρόνια ακριβώς


Silent Night: The Story of the World War I Christmas Truce of 1914

Naina Bajekal — Time, Dec. 24, 2014

Exactly a century ago, the men in the trenches heard something unusual: singing

On a crisp, clear morning 100 years ago, thousands of British, Belgian and French soldiers put down their rifles, stepped out of their trenches and spent Christmas mingling with their German enemies along the Western front. In the hundred years since, the event has been seen as a kind of miracle, a rare moment of peace just a few months into a war that would eventually claim over 15 million lives. But what actually happened on Christmas Eve and Christmas Day of 1914 — and did they really play soccer on the battlefield?

Pope Benedict XV, who took office that September, had originally called for a Christmas truce, an idea that was officially rejected. Yet it seems the sheer misery of daily life in the cold, wet, dull trenches was enough to motivate troops to initiate the truce on their own — which means that it’s hard to pin down exactly what happened. A huge range of differing oral accounts, diary entries and letters home from those who took part make it virtually impossible to speak of a “typical” Christmas truce as it took place across the Western front. To this day historians continue to disagree over the specifics: no one knows where it began or how it spread, or if, by some curious festive magic, it broke out simultaneously across the trenches. Nevertheless, some two-thirds of troops — about 100,000 people — are believed to have participated in the legendary truce.

Most accounts suggest the truce began with carol singing from the trenches on Christmas Eve, “a beautiful moonlit night, frost on the ground, white almost everywhere”, as Pvt. Albert Moren of the Second Queens Regiment recalled, in a document later rounded up by the New York Times. Graham Williams of the Fifth London Rifle Brigade described it in even greater detail:

“First the Germans would sing one of their carols and then we would sing one of ours, until when we started up ‘O Come, All Ye Faithful’ the Germans immediately joined in singing the same hymn to the Latin words Adeste Fideles. And I thought, well, this is really a most extraordinary thing ­– two nations both singing the same carol in the middle of a war.”​

The next morning, in some places, German soldiers emerged from their trenches, calling out “Merry Christmas” in English. Allied soldiers came out warily to greet them. In others, Germans held up signs reading “You no shoot, we no shoot.” Over the course of the day, troops exchanged gifts of cigarettes, food, buttons and hats. The Christmas truce also allowed both sides to finally bury their dead comrades, whose bodies had lain for weeks on “no man’s land,” the ground between opposing trenches.​

Η συνέχεια στο Time: http://time.com/3643889/christmas-truce-1914/



The Christmas Truce on the Western Front of 1914 from the film Oh! What A Lovely War accompanied by the music Stille Nacht - Silent Night.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
It was in World War I that the age-old certainties were lost. Until then aristocrats and capitalists felt secure in their position, and even socialists felt certain in their faith. It was never to be so again. The Age of Uncertainty began.

John Kenneth Galbraith, The Age of Uncertainty
 

daeman

Administrator
Staff member
Ευχ, Εάριον! Σπουδαία συνεισφορά!

Ποια είναι η γνώμη σου για το γεγονός ότι ένας ιστορικός με το πολιτικό (και παράλληλα αντιγερμανικό/γερμανοφοβικό) προφίλ του Τέιλορ μοιάζει σαν να υποβαθμίζει στο συγκεκριμένο θέμα (δηλ. την έκρηξη του Α'ΠΠ με βάση τα χρονοδιαγράμματα) την πίεση του γερμανικού βιομηχανικού κατεστημένου για νέες αγορές και την εξάπλωση προς την Ανατολή (το Drang nach Osten) --παρέα με την παράλληλη, αν και λίγο πιο μαριονετίστικη επιδίωξη της Αυστροουγγαρίας να φτάσει μέχρι τη Θεσσαλονίκη;
Δεν ξέρω τη γνώμη του Εαρίωνα, αλλά ορίστε μια μουσική εκδοχή του Κουστουρίτσα με τη No Smoking Orchestra, Drang nach Osten:


Επειδή με γητεύει η Σλάβα μούσα απόψε.
 

daeman

Administrator
Staff member
...
«Στις πεδιάδες της Φλάνδρας, παπαρούνες ανθίζουν
Ανάμεσα στους σταυρούς σειρά με τη σειρά
Τη δικιά μας θέση έτσι θυμίζουν...»
Στις πεδιάδες της Φλάνδρας, Τζον Μακρέι, 1915
...
Leonard Cohen recites "In Flanders Fields" by John McRae


The poem, written by Lieutenant Colonel John McCrae of the Canadian Expeditionary Force has long been a favorite of Leonard Cohen's, particularly because his father, Nathan Cohen, along with other members of his family, served in the War. As a boy, Leonard was fascinated with the handgun his father had used in the military and wanted to fight wars and earn medals as his father had. During the 1970s he wore his father's wartime ID bracelet. Proudly displaying the Remembrance Day Poppy, whether on the street or onstage, has been and continues to be a fundamental ceremony in Leonard Cohen's life.
https://www.facebook.com/leonardcohen/videos/10153736474774644/
 

Earion

Moderator
Staff member
Για τα οκτάχρονα της Λεξιλογίας
Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί το μέλλον


Πώς φανταζόταν η Ευρώπη ένα μελλοντικό πόλεμο,1871-1914


του Antulio J. Echevarria II[SUP][1][/SUP]


Αν φαντασία είναι η ικανότητα να πλάθει κανείς εικόνες και να σχηματίζει στο μυαλό του ιδέες, τότε η περίοδος πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο ήταν μια από τις πιο ευφάνταστες της Δυτικής κοινωνίας. Περισσότερες εικόνες και νοητικές συλλήψεις για το «τι θα φέρει το μέλλον» έκαναν την εμφάνισή τους σε αυτή την εποχή παρά σε οποιαδήποτε άλλη έως τότε. Κι επιπλέον, αυτός ο «φουτουρισμός», η παθιασμένη προσμονή για οτιδήποτε μπορεί να φέρει το μέλλον, αναδύθηκε ως κερδοφόρα επιχείρηση στα χρόνια μετά το 1871. Η δημοτικότητά του οφειλόταν εν μέρει στη λεγόμενη Δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση (ή Τεχνολογική Επανάσταση), που έκανε δυνατές κάθε λογής θαυμαστές εφευρέσεις.[SUP][2][/SUP] Κάθε νέο κύμα από καινοτομίες και αξιοπερίεργα λειτουργούσε σαν τροφοδότης της φαντασίας μιας κοινωνίας που όλο και περισσότερο από δεκαετία σε δεκαετία περιλάμβανε κι άλλους εγγράμματους. Νέα λογοτεχνικά είδη προέκυπταν και συνδυάζονταν με λιγότερο δαπανηρούς τρόπους έκδοσης, από εικονογραφημένα βιβλία μέχρι φυλλάδες της δεκάρας, για να φέρουν το μέλλον στο παρόν. Το αποτέλεσμα ήταν να καταλήξει το μέλλον να φαντάζει ταυτόχρονα δυστοπία και ουτοπία, πηγή άγχους αλλά και καταφύγιο.

Αυτή η διπλή αίσθηση προσμονής ήταν ιδιαίτερα εμφανής σε ό,τι είχε να κάνει με το μέλλον του πολέμου. Ειδήμονες, μελετητές, επιχειρηματίες και στρατιωτικοί της πράξης, όλοι τους προσπάθησαν να καταλάβουν τι άραγε μπορούσαν να σημαίνουν για τη διεξαγωγή του πολέμου εφευρέσεις όπως το πολυβόλο, το υποβρύχιο, το θωρηκτό, το αεροπλάνο, το ταχυβόλο πυροβόλο, ο ασύρματος, το αυτοκίνητο, και τα χημικά όπλα. Με τον τρόπο αυτό το «μέλλον του πολέμου» και ο «πόλεμος του μέλλοντος» έγιναν πράγματα διακριτά κι ωστόσο συνδεδεμένα με την αισιοδοξία και την απαισιοδοξία, ανάλογα με το πώς άλλαζαν αυτά μέρα με την ημέρα. Αν η εισροή των νέων τεχνολογιών είχε συμβεί κατά τρόπο απλό και προβλέψιμο, αν δηλαδή η ανάγκη γινόταν το κίνητρο της εφεύρεσης, όπως τόσο συχνά λέγεται, οι στρατιωτικοί ηγέτες της Δύσης μπορεί να είχαν περισσότερες ευκαιρίες να προσαρμοστούν σ’ αυτές. Αλλά τα πράγματα δεν συνέβησαν έτσι.

Ο πόλεμος και το μέλλον

Η επέτειος των εκατό χρόνων από το καλοκαίρι του 1914 ήταν το έναυσμα για μια πλημμυρίδα νέων μελετών σχετικά με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ίσως η πιο δημοφιλής ερμηνεία που προέκυψε από τα εκατοντάδες βιβλία που γράφτηκαν για το ξέσπασμα του πολέμου τον Αύγουστο του 1914 είναι η απλούστατη, ότι αρχηγοί κρατών και διπλωμάτες ακολούθησαν το δρόμο τους «σαν υπνοβάτες».[SUP][3][/SUP] Με άλλα λόγια, δεν έλαβαν πλήρως υπόψη τους τις συνέπειες των αποφάσεών τους. Κι έτσι μια δαπανηρή σύγκρουση που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, ή που θα έπρεπε να είχε περιοριστεί σε τοπικό επίπεδο, ξέφυγε από κάθε έλεγχο σε ένα φαύλο κύκλο εξελίξεων. Όσο ικανοποιητική κι αν είναι αυτή η ερμηνεία για τους αναγνώστες του εικοστού πρώτου αιώνα, η αλήθεια είναι ότι συσκοτίζει το βαθμό στον οποίο ο «τρόμος του πολέμου» και η «λογοτεχνία του πολέμου» είχαν τροφοδοτήσει τη λαϊκή φαντασία στις δεκαετίες πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο. Όσο ασαφής κι αν ήταν η ιδέα του πολέμου εκείνη την εποχή, το σημαντικό είναι ότι βρισκόταν στο επίκεντρο των φιλοσοφιών του «βιταλισμού», φιλοσοφιών της εποχής οι οποίες λαχταρούσαν μια βίαιη κάθαρση που θα εξάγνιζε την κοινωνία. Επιπλέον ο πόλεμος είχε ενσωματωθεί στη δογματική του Κοινωνικού Δαρβινισμού, η οποία έβλεπε την ένοπλη σύγκρουση ως δοκιμασία του εθνικού πνεύματος. Αποτελούσε επίσης αναπόσπαστο μέρος της ίδιας της διπλωματίας, η οποία συνήθως κατέφευγε στην απειλή του πολέμου ως μέσου πολιτικής.

Σε αυτό το περιβάλλον ο πόλεμος ήταν κάτι εξίσου επίφοβο όσο και αναμενόμενο. Το ερώτημα δεν ήταν αν θα ερχόταν, αλλά πότε και πώς. Κανείς δεν αρνείται ότι ειρηνιστές όπως ο Νόρμαν Έιντζελ (Norman Angell) προσπαθούσαν να δείξουν ότι ο πόλεμος δεν είναι αναπόδραστο μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης και ότι η ανθρωπότητα είχε τη δυνατότητα να επιλέξει το μέλλον της.[SUP][4][/SUP] Ωστόσο τέτοιου είδους επιχειρήματα είναι αξιοσημείωτα ακριβώς για τις πολιτιστικές αλλαγές που δεν εμπνέουν. Το ειρηνιστικό κίνημα αναπτύχθηκε ραγδαία τα τέλη του δέκατου ένατου με αρχές του εικοστού αιώνα, όπως και ο αντιμιλιταρισμός των σοσιαλιστών. Από την άλλη όμως νοοτροπίες που ασπάζονταν τον μιλιταρισμό ενδυναμώθηκαν εξίσου. Για παράδειγμα, στη Γερμανία ο στρατηγός και συγγραφέας Κόλμαρ φον ντερ Γκολτς (Colmar von der Goltz), άνθρωπος που δεν συγκρατούσε τα λόγια του, παρουσίαζε επανειλημμένα το ειρηνιστικό κίνημα και το σοσιαλισμό ως προβλήματα, όχι ως θεραπεία. Στο πιο δημοφιλές έργο του, Το έθνος υπό τα όπλα, υποστήριζε —και μάλιστα δεν ήταν ο μόνος— ότι στον επόμενο μεγάλο πόλεμο θα χρειαζόταν να στρατιωτικοποιηθεί το σύνολο της κοινωνίας.[SUP][5][/SUP]

Ενώ μερικοί επιζητούσαν την κάθαρση, άλλοι κραύγαζαν για επανάσταση. Ορισμένες φωνές στο κέντρο, ολοένα και περισσότερες με τον καιρό, μεταξύ των οποίων ο Έντουαρντ Μπερνστάιν (Eduard Bernstein) και ο Μπέρτραντ Ράσσελ (Bertrand Russell), αντί για επανάσταση ευαγγελίζονταν ένα καλύτερο μέλλον μέσα από σταδιακές μεταρρυθμίσεις. Δυστυχώς στο τέλος τα άκρα πέτυχαν αυτό που ήθελαν. Η αλήθεια είναι όμως ότι λίγα χρόνια αργότερα ελάχιστοι θα ήταν οι «φουτουριστές» στη Δύση που θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι ο κόσμος που αντίκριζαν μετά τον πόλεμο ήταν καλύτερος από εκείνον που είχαν γνωρίσει πριν απ’ αυτόν.

Πόλεμοι στην ξηρά

Ο Μεγάλος Πόλεμος θα μείνει στην ιστορία ως ένας από τους πιο καταστροφικούς στη Δύση με βάση τις απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Η συντριπτική πλειοψηφία των απωλειών αυτών συνέβησαν στην ξηρά. Και μάλιστα δεν οφείλονταν σε αεροπορικούς ή ναυτικούς βομβαρδισμούς· ήταν αποτέλεσμα της σύγκρουσης ανάμεσα σε αντιπαραταγμένους στρατούς. Ότι μια τέτοια αιματοχυσία θα μπορούσε να συμβεί δεν διέφυγε από τη φαντασία των στρατιωτικών διανοητών που μελετούσαν το μέλλον της ένοπλης σύγκρουσης πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το αντίθετο μάλιστα, την περίμεναν να συμβεί.

Ο επιθετικός ελιγμός ως στοιχείο της στρατιωτικής τέχνης αντιμετώπιζε θανάσιμο υπαρξιακό πρόβλημα. Κατά την περιγραφή ενός Βρετανού αξιωματικού, η σύγχρονη ισχύς πυρός δημιουργούσε τρεις «ζώνες» καταστροφικού πυρός: μια εξωτερική ζώνη, από τα 8.000 ώς τα 12.000 μέτρα, στην οποία δέσποζε το μακρό βεληνεκές του βαρέος πυροβολικού· μια δεύτερη, από τα 3.600 έως τα 8.000 μέτρα, που την κάλυπταν τα ελαφρύτερα, ταχείας βολής πυροβόλα· και μια τελική ζώνη, την κατεξοχήν «φονική ζώνη», που εκτεινόταν από τα κράσπεδα των αμυντικών θέσεων του εχθρού ώς τα 3.600 μέτρα, και ήταν ουσιαστικά ένας «στρόβιλος φωτιάς ... που ξεχυνόταν από τις κάννες επαναληπτικών τυφεκίων και πολυβόλων».[SUP][6][/SUP] Το πρόβλημα ήταν, με απλά λόγια, ότι αν ο επιτιθέμενος δεν μπορούσε να διασχίσει τη φονική ζώνη, καμιά επίθεση δεν μπορούσε να βρει το στόχο της, κανένα έδαφος δεν μπορούσε να κερδηθεί, και κανείς εχθρός δεν μπορούσε ποτέ να υποχρεωθεί σε παράδοση. Μήπως αυτό σήμαινε ότι θα έπαυε να υπάρχει ο πόλεμος; Στο τέλος τέλος, αν δεν μπορεί κανείς να υποτάξει τον εχθρό του, ο πόλεμος δεν έχει σκοπό.

Αυτό ήταν κατ’ ουσίαν το επιχείρημα του πολωνικής καταγωγής τραπεζίτη και επενδυτή στους σιδηροδρόμους Ιβάν Μπλοκ (Ivan Bloch), ο οποίος δημοσίευσε το 1898 ένα χοντρό πολύτομο έργο με τίτλο Το μέλλον του πολέμου ως προς τις τεχνικές, οικονομικές και πολιτικές πτυχές του (The Future of War in Its Technical, Economic, and Political Aspects). Ο Μπλοκ ισχυριζόταν ότι οι αρχηγοί κρατών πρέπει να εγκαταλείψουν τον πόλεμο ως επιλογή, λιγότερο για ανθρωπιστικούς λόγους και περισσότερο για το λόγο ότι δεν αποτελούσε πλέον κατά καμία έννοια ορθολογική επέκταση της πολιτικής με άλλα μέσα. Δυστυχώς οι πίνακες δεδομένων του Μπλοκ και οι συνεντεύξεις που συνέλεξε δεν κατάφεραν να πείσουν τους στρατιωτικούς ηγέτες ή τους διπλωμάτες. Αντί γι’ αυτό, στρατιωτικοί και μη στρατιωτικοί μελλοντολόγοι βάλθηκαν να αναζητούν τρόπους για να παρακαμφθεί το πρόβλημα.

Από την πλευρά τους οι στρατιωτικοί συγγραφείς αναζήτησαν τρόπους να συνδυαστεί η δύναμη του πυρός με την κίνηση, είτε συγκεντρώνοντας την ισχύ πυρός σε αδύνατα σημεία των γραμμών του εχθρού είτε υπερφαλαγγίζοντας τις γραμμές με υπερκερωτικούς ελιγμούς. Αν η ισχύς πυρός ήταν αυτό που δημιούργησε το πρόβλημα, έλεγε ο συλλογισμός τους, η ίδια αυτή θα μπορούσε και να το λύσει, ανοίγοντας κενά ή αδυνατίζοντας κρίκους στις γραμμές του εχθρού, και χρησιμοποιώντας πτυχώσεις στο έδαφος, καθώς και την κάλυψη του φίλιου πυροβολικού, για την προέλαση των φίλιων δυνάμεων. Ένας στρατός κατάλληλα εκπαιδευμένος και πειθαρχημένος μπορούσε να επωφεληθεί από αυτά τα τρωτά και να φέρει σε πέρας την επίθεση, φυσικά με το ενδεχόμενο οι απώλειες να είναι υψηλές. Η κίνηση των στρατευμάτων, οι πυροβολισμοί των κανονιών, τα πάντα θα έπρεπε να συντονίζονται στενά και συγχρονισμένα. Τα καίρια ερωτήματα για τους στρατιωτικούς συγγραφείς επομένως ήταν κατά πόσο το σύγχρονο ανθρώπινο δυναμικό είχε το κατάλληλα υψηλό ηθικό για να λειτουργήσει κάτω από αυτές τις συνθήκες, και πώς θα μπορούσαν οι κινήσεις των στρατευμάτων να συγχρονιστούν στην απαιτούμενη έκταση.

Από την αντίθετη πλευρά, μη στρατιωτικοί μελλοντολόγοι όπως ο Χ. Τζ. Γουελς (H. G. Wells) αναζήτησαν λύσεις μέσω των νέων μέσων της μηχανικής. Το σύντομο διήγημα του Γουελς «Τα σιδηρόφρακτα της ξηράς» (“The Land Ironclads”), που δημοσιεύτηκε στο Strand Magazine το 1903, διαφώνησε ευθέως και ρητά με το επιχείρημα του Μπλοκ.[SUP][7][/SUP] Τα «σιδηρόφρακτα» ήταν, όπως είναι προφανές, οι πρόδρομοι των σύγχρονων τεθωρακισμένων αρμάτων, και στη διήγηση του Γουελς διαπερνούν τα εχθρικά χαρακώματα και κερδίζουν τη μάχη. Η ιστορία είναι ένα παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο οραματίστηκε ο Γουελς μια νέα κατηγορία στρατιώτη: τον στρατιώτη επιστήμονα, ικανό να επιλύει στρατιωτικά προβλήματα μέσα από αντικειμενικούς επιστημονικούς συλλογισμούς, ανεμπόδιστος από προκαταλήψεις και συνήθειες, ώστε να βρίσκει τεχνολογικές λύσεις. Για τον Γουελς η επιστήμη δεν ήταν μόνο σημαντική για το μέλλον· ήταν το ίδιο το μέλλον.

Όπως έμελλαν να δείξουν τα γεγονότα, σχεδόν κάθε δυνατή τεχνολογική και ανθρώπινη λύση δοκιμάστηκε και από τις δύο πλευρές για να σπάσει το αδιέξοδο στον τομέα της τακτικής που εμφανίστηκε στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Δυστυχώς χρειάστηκε χρόνος για να κατασκευαστούν τα πρώτα αληθινά σιδηρόφρακτα, ή «δεξαμενές» (tanks), όπως ήταν η κωδική τους ονομασία, αρκετά ρωμαλέα από πλευράς μηχανικής ώστε να λειτουργούν αποτελεσματικά στο σύγχρονο πεδίο μάχης. Δεν είναι σαφές πόσο ταχύτερα αποτελέσματα θα μπορούσαν να έχουν επιτευχθεί αν είχε ξεκινήσει για τα καλά η διαδικασία πριν από τον πόλεμο.

Οι πόλεμοι στη θάλασσα

Τρεις βασικές αρχές είχαν εξυπηρετήσει επωφελώς επί αιώνες τους κατά θάλασσα διοικητές: (1) Να μη συγκεντρώνεις πάρα πολλά πλοία σε πολύ στενό χώρο, γιατί μπορεί να οδηγήσει σε ατυχήματα και απώλειες από φίλιες δυνάμεις, (2) Να εκτελείς με τέτοιο τρόπο τους ελιγμούς σου ώστε να επιτευχθεί η μεγαλύτερη συγκέντρωση της δικής σου δύναμης εναντίον του εχθρού, και (3) Να προλαβαίνεις να μη σε ξεπεράσει στους ελιγμούς ο εχθρός, που έχει ακριβώς τον ίδιο σκοπό. Στη σύγχρονη εποχή μια ασφαλής μέθοδος για να ακολουθεί κανείς αυτές τις αρχές ήταν να διαθέτει ταχύτερα και καλύτερα οπλισμένα πλοία, ιδεωδώς μάλιστα περισσότερα σε αριθμό απ’ όσα ο αντίπαλός του.

Ωστόσο προς τα τέλη πια του αιώνα, συγκεκριμένα το 1892, το να ακολουθεί κανείς όλα αυτά έγινε πολύ πιο περίπλοκο. Για παράδειγμα, το βεληνεκές των ναυτικών πυροβόλων είχε τετραπλασιαστεί. Η ταχύτητα και η ευελιξία των σκαφών επιφανείας είχαν αυξηθεί σημαντικά, απαιτώντας κινήσεις που έπρεπε να έχουν προγραμματιστεί από πολύ πιο πριν. Επίσης οι περισσότερες από τις Μεγάλες Δυνάμεις είχαν αρχίσει την κατασκευή στόλου υποβρυχίων, γεγονός που πρόσθεσε στο πρόβλημα μια διάσταση υποθαλάσσια. Σε αντίθεση με τη χερσαία μάχη, οι θεωρητικοί του ναυτικού δεν αντιμετώπιζαν πρόβλημα στην επιθετική ικανότητα. Οι νόμοι της φυσικής στη θάλασσα είναι διαφορετικό ζήτημα απ’ ό,τι στην ξηρά. Πλοία τεράστιου εκτοπίσματος μπορούν φαινομενικά να αψηφούν τους νόμους της βαρύτητας, αρκεί και μόνο να μπορούν να επιπλέουν. Προς το τέλος πλέον του δέκατου ένατου αιώνα οι τεχνολογικές καινοτομίες είχαν καταστήσει τα μικρότερα, και λιγότερο ακριβά, σκάφη, όπως π.χ. τις τορπιλακάτους, σχεδόν το ίδιο φονικά. Πώς μπορούσε μια κατεστημένη θαλάσσια δύναμη όπως η Μεγάλη Βρετανία να αντιμετωπίσει μια τέτοια απειλή; Με άλλα λόγια, ακόμη και χωρίς την ύπαρξη των επιχειρησιακών προβλημάτων, τα οράματα για το μέλλον του πολέμου στη θάλασσα δεν χρειάζονταν ευφάνταστες πινελιές.

Ένα μικρό βιβλίο με τίτλο Ο επόμενος ναυτικός πόλεμος, που δημοσιεύτηκε το 1894 από τον πλοίαρχο του Βασιλικού Ναυτικού Έρντλεϋ-Γουίλμοτ (S. Eardley-Wilmot), απηχούσε μερικούς από τους φόβους και τις αγωνίες των ειδικών της εποχής περί τα ναυτικά.[SUP][8][/SUP] Ο Έρντλεϋ-Γουίλμοτ ζωγράφισε μια σύγκρουση ανάμεσα στα βαριά θωρηκτά της Βρετανίας και τις ελαφρύτερες τορπιλακάτους της Γαλλίας. Η ταχύτητα και η ευελιξία των τελευταίων γέρνει τελικά την πλάστιγγα υπέρ της Γαλλίας. Η σύγκρουση στη θάλασσα αντανακλά ουσιαστικά τις διαφορές μεταξύ των δύο σχολών σκέψης ως προς το μέλλον του ναυτικού πολέμου. Η πρώτη, εκπροσωπούμενη από το βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό, επικεντρώνεται στην επίτευξη κυριαρχίας στη θάλασσα με τη ναυπήγηση όλο και βαρύτερων θωρηκτών και καταδρομικών. Η δεύτερη, που την ενστερνίζεται η γαλλική Νέα Σχολή (Jeune école) και άλλες ηπειρωτικές δυνάμεις, υιοθέτησε τη φιλοσοφία της απόκτησης λιγότερο ακριβών σκαφών (κυρίως τορπιλακάτων) σε μεγάλους αριθμούς, μαζί με υποβρύχια ναρκοπέδια και παράκτιες πυροβολαρχίες, ώστε να εξουδετερωθούν τα πλεονεκτήματα των θωρηκτών και των καταδρομικών. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1890, όταν αναπτύχθηκαν ταχυβόλα πυροβόλα και καλύτερα συστήματα παρακολούθησης, η προσέγγιση της Νέας Σχολής ήταν βιώσιμη.

Προς τα μέσα της δεκαετίας του 1900 η σπουδαιότερη ανησυχία όσων αποτολμούσαν προγνώσεις στα ναυτικά άρχισε να μετατοπίζεται προς το υποβρύχιο και την απειλή του υποθαλάσσιου πολέμου. Η αλλαγή αυτή συμβαίνει παρά το γεγονός ότι διαπρεπείς μη στρατιωτικοί μελλοντολόγοι όπως Γουελς εξέφραζαν αρκετά σαφώς την επιφυλακτικότητά τους για τις δυνατότητες τέτοιων υποθαλάσσιων όπλων. Το 1902 ο Γουελς δεν έβλεπε τίποτα παραπάνω στο υποβρύχιο παρά ένα σκάφος που «βυθίζεται στη θάλασσα και πνίγει το πλήρωμά του».[SUP][9][/SUP] Εξαίρεση αποτελούσε η άποψη του Τζωρτζ Γκρίφιθ (George Griffith), λογοτεχνικού αντιπάλου του Γουελς, στο διήγημα του οποίου «Η επιδρομή του Le Vengeur» (“The Raid of the Le Vengeur”) του 1901 παρουσιάζεται το υποβρύχιο ως ειδικό όπλο που απαιτεί ειδικά αντι-όπλα. Επί δεκαετίες ολόκληρες το υποβρύχιο έμελλε να παραμείνει εξίσου επικίνδυνο για τα πληρώματά του όπως και για τους στόχους του. Σ’ αυτό τουλάχιστον ο Γουελς είχε ένα δίκιο. Ωστόσο την επιτυχία του υποβρυχίου στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ως μέσου για τη βύθιση εμπορικών πλοίων και την επιβολή μιας μορφής οικονομικού αποκλεισμού πολύ απλά δεν την είχε προβλέψει ο Γουελς.

Στην αρχή πάντως οι συγγραφείς έτειναν να απεικονίζουν το υποβρύχιο ως όπλο δόλιο και «ανέντιμο», προκατάληψη που αναδύεται καθαρά σε μια σειρά σύντομα διηγήματα, όπως στην «Επιδρομή του Le Vengeur» (1901) και το «Submarined» (1905), και τα δύο του Γκρίφιθ, που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Pearson’s Magazine.[SUP][10][/SUP] Το θέμα της υποβρύχιας απειλής επιστρέφει ξανά και ξανά στη λαϊκή λογοτεχνία, ιδιαίτερα στη Βρετανία, με την εντατικοποίηση του αγώνα ναυτικών εξοπλισμών με τη Γερμανία, αλλά κυρίως καθώς πλησίαζε το 1914. Επανειλημμένα κυκλοφορούσαν προειδοποιήσεις περί ανετοιμότητας της Βρετανίας ενώπιον των τακτικών του ναυτικού αποκλεισμού και των καταδρομών εναντίον εμπορικών πλοίων, τακτικών που χαρακτήριζαν αυτή τη μορφή πολέμου. Το γεγονός είναι περίεργο, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την επιθεώρηση Jane’s Fighting Ships, το Βασιλικό Ναυτικό διέθετε το μεγαλύτερο σύγχρονο υποβρύχιο στόλο ήδη από το 1913.[SUP][11][/SUP]

Το υποβρύχιο δεν ήταν η μόνη ναυτική καινοτομία που κέντριζε το ενδιαφέρον των «φουτουριστών». Συγγραφείς όπως ο Έρσκιν Τσίλντερς (Erskine Childers) διερευνούσαν την ιδέα της παράκτιας μάχης, μάχης δηλαδή σε κολπίσκους και σε θαλάσσιες οδούς. Το κλασικό του έργο μυθοπλασίας με τίτλο Αίνιγμα στις άμμους (1903), το οποίο μεταξύ άλλων περιέγραφε την ανάγκη να αποκτήσει το ναυτικό μια τέτοια δυνατότητα, μπορεί κάλλιστα να άντλησε την έμπνευσή του από ορισμένες ιδέες της Νέας Σχολής.[SUP][12][/SUP] Μπορεί επίσης να άντλησε σε μεγάλο βαθμό από τη στρατιωτική εμπειρία του συγγραφέα στον Δεύτερο Πόλεμο των Μπόερ (1898-1902), όπου είχε την ευκαιρία να δει τις τακτικές των Μπόερ ανταρτών να πραγματώνονται. Ο Τσίλντερς πρότεινε τη μεταφορά αυτών των τακτικών (της ενέδρας και των επιδρομών) από την ξηρά στη θάλασσα. Οι κλειστοί κόλποι και οι θαλάσσιες οδοί κατά μήκος των ακτών της Βρετανίας θα παρείχαν φυσική προστασία σε μικρά σκάφη και σε ατρόμητους ναυτικούς, πρόθυμους να καταφέρουν σοβαρά πλήγματα παρενόχλησης εναντίον οποιασδήποτε εχθρικής επιδρομής.

Έτσι όλα αυτά τα οράματα για το μέλλον του ναυτικού πολέμου διερευνούσαν δύο επίπεδα που είχαν μείνει εκτός υπολογισμού, δύο σύνορα θα λέγαμε, τα υποβρύχια και τα παράλια. Οι από καιρό διατυπωμένες θεωρίες περί ναυτικού πολέμου του Αμερικανού Άλφρεντ Θέγιερ Μαχάν (Alfred Thayer Mahan) και του Βρετανού Τζούλιαν Κόρμπετ (Julian Corbett) καθιερώθηκαν και οι δύο σε αυτή την περίοδο. Διέφεραν στη σύλληψη: ο πρώτος τόνιζε τη σπουδαιότητα των βαρύτερων πλοίων, ο δεύτερος τη δυνατότητα προβολής ισχύος στην ξηρά· αντιπροσώπευαν όμως, καθένας με το δικό του τρόπο, παραδοσιακές ναυτικές αντιλήψεις. Οι ανησυχίες για τον παράκτιο και τον υποθαλάσσιο πόλεμο, μολονότι αντικείμενο φαντασιώσεων επί αιώνες, έγιναν κάτι παραπάνω από πραγματικές με τις τεχνολογικές καινοτομίες που κατέστησε εφικτές η Δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση. Με άλλα λόγια ο πόλεμος στη θάλασσα επεκτεινόταν κατά τρόπο που τον έκανε πιο «ολοκληρωτικό» σε σύλληψη. Το μόνο που είχε απομείνει ήταν να καταστήσει κανείς τον πόλεμο στη θάλασσα πιο διακλαδικό ή δισδιάστατο ως προς τη φύση του, με την προσθήκη του τελευταίου συνόρου της ανθρωπότητας, του αέρα. Για τους οραματιστές του μελλοντικού πολέμου αυτή η «διακλαδικότητα» δεν άργησε να έρθει.

Πολέμοι στον αέρα

Ο αεροπορικός πόλεμος ήταν, με μεγάλη διαφορά, ο σαγηνευτικότερος απ’ όλους τους τύπους μελλοντικού πολέμου που μπορούσαν να φανταστούν ειδήμονες και προγνώστες, στρατιωτικοί ή μη. Όπως το έθετε ένας Αμερικανός αξιωματικός το 1910, «Η κατάκτηση του αέρα με την εφεύρεση των πηδαλιοχούμενων και των ιπτάμενων μηχανών ήταν η μεγαλύτερη ανακάλυψη του αιώνα, και θέμα ζωτικής σημασίας για το στρατιωτικό κόσμο».[SUP][13][/SUP] Πράγματι, ο ουρανός ήταν όχι μόνο το τελευταίο σύνορο της ανθρωπότητας, αλλά και δυνητικά το ισχυρότερο. Κυριαρχώντας στους ουρανούς, έλεγαν οι ειδικοί, θα μπορούσε κανείς να ελέγξει τι συμβαίνει στην επιφάνεια της γης. Στην πραγματικότητα το να δεσπόζει κανείς στους αιθέρες προσέφερε μεν τεράστια πλεονεκτήματα, αλλά αυτό από μόνο του δεν εγγυόταν τη νίκη, ούτε μπορούσε να εξασφαλίσει αξιόπιστο έλεγχο πάνω σε ανθρώπους και καίρια εδαφικά σημεία.

Και πράγματι αυτό ήταν το θέμα ενός είδους συζήτησης που αναπτύχθηκε μεταξύ ορισμένων κορυφαίων συγγραφέων επιστημονικής φαντασίας της εποχής. Από τη μία, τα έργα του Βρετανού συγγραφέα Τζωρτζ Γκρίφιθ πρόσφεραν εικόνες ενός μελλοντικού πολέμου στον οποίο κυριαρχεί η αεροπορική δύναμη. Σε έργα όπως Άγγελος της επανάστασης (Angel of the Revolution, 1893), Όλγα Ρομανόφ (Olga Romanoff, 1894), και Παράνομοι του αιθέρα (Outlaws of the Air, 1895), τα «αερόστατα» του Γκρίφιθ (όρος που αναφερόταν σε κάθε μορφή πηδαλιοχούμενου και αερόπλοιου ή ζέπελιν) μπορούσαν να μετεωρίζονται σε εξαιρετικά ύψη και να ξεχύνουν την καταστροφή, υπό τη μορφή δυναμίτιδας, εμπρηστικών πυρομαχικών και δηλητηριωδών αερίων εναντίον αβοήθητων στρατευμάτων και αμάχου πληθυσμού. «Η νηφάλια αλήθεια,» προειδοποιούσε, «είναι ότι η εφεύρεση και χρήση αυτών των καταστροφικών συσκευών [= των αεροστάτων] έχουν αλλάξει εντελώς το πρόσωπο του πεδίου της μάχης και τις συνθήκες του σύγχρονου πολέμου».[SUP][14][/SUP]

Από την άλλη πλευρά της συζήτησης όμως ερχόταν το έργο του Χ. Τζ. Γουελς, ιδιαίτερα το Ο πόλεμος στον αέρα (War in the Air), που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες στο περιοδικό Pall Mall Magazine το 1907 και κυκλοφόρησε ως βιβλίο το επόμενο έτος με το «τυπωθήτω» του εκδότη Τζωρτζ Μπελ και Υιοί (George Bell and Sons). Ο Γουελς απεικονίζει μια παγκόσμια σύρραξη στην οποία ογκώδη αερόπλοια και Drachenflieger (κατά λέξη δρακο-αερόπλοια —με τη σύγχρονη ορολογία θα τα ονομάζαμε «αιωρόπτερα») μάχονται για την κυριαρχία στους ουρανούς, βυθίζουν ολόκληρους στόλους και παραδίνουν πόλεις και χωριά στις φλόγες. Χρησιμοποιούνται διαφόρων ειδών φανταστικά όπλα, μεταξύ των οποίων «κεραυνοντούφεκα» (“lightning guns”) που ξερνούν ηλεκτρικές εκκενώσεις στον αέρα. Παρά ταύτα ο νέος τύπος πολέμου των αιθέρων, όσο τρομακτικός και καταστροφικός κι αν είναι, εντέλει δεν προσφέρει την αποφασιστική έκβαση, καθώς τα τερατώδη αερόπλοια δεν μπορούν να αποβιβάσουν αρκετά στρατεύματα στο έδαφος για τον έλεγχο μητροπόλεων του εικοστού αιώνα, όπως η Νέα Υόρκη, οι πληθυσμοί των οποίων αριθμούν εκατομμύρια. Ενώ ο Γκρίφιθ φαινόταν να πιστεύει ότι η καταστροφή, ή ο τρόμος της, αρκούσε για την κατάκτηση, ο Γουελς είχε διαφορετική γνώμη: οι εναέριες δυνάμεις μπορούσαν να σκοτώσουν, αλλά δεν μπορούσαν, κατά την άποψή του, να κυβερνήσουν. Έτσι το όραμά του για έναν μελλοντικό πόλεμο διεξαγόμενο στον αέρα, με σκάφη φαινομενικά εύκολα στην κατασκευή και στη χρήση, μπορούσε να οδηγήσει μόνο σε ατελείωτες συγκρούσεις και στην αναδίπλωση της κοινωνίας σε μια πρωτόγονη κατάσταση.

Τα αερόπλοια του Γουελς, κατευθείαν απόγονοι του αεροσκάφους του κόμη Ζέππελιν που διέσχισε τη λίμνη της Κωνσταντίας το 1906, ήταν σε θέση να πετούν με ταχύτητα 90 μίλια την ώρα, είχαν μήκος μεταξύ 800 και 2000 πόδια, μπορούσαν να μεταφέρουν από 70 έως 200 τόνους, και μπορούσαν να διασχίζουν τους ωκεανούς με σχετική ευκολία. Τα αερόστατα του Γκρίφιθ, καρπός της φαντασίας του δέκα χρόνια νωρίτερα, μπορούσαν να φτάσουν την εντυπωσιακή ταχύτητα των 50 μιλίων την ώρα. Αλλά μέχρι και το 1908 το τελευταίο μοντέλο του Ζέππελιν, το LZ 4, δεν μπορούσε να πιάσει ταχύτητες πάνω από 29 μίλια την ώρα, και είχε αυτονομία μόνο 879 μίλια. Η τεχνολογία η απαραίτητη για να φέρει στη ζωή τα οράματα του Γκρίφιθ ή του Γουελς πολύ απλά δεν υπήρχε ακόμα. Και ούτε θα εμφανιζόταν μέχρι και τριάντα χρόνια αργότερα, όταν το μοιραίο Χίντενμπουργκ συνετρίβη στο Λέικχερστ του Νιου Τζέρσεϋ στις 6 Μαΐου του 1937. Τελευταία λέξη της τεχνολογίας, το αερόπλοιο Χίντενμπουργκ είχε μέγιστη ταχύτητα 60 μίλια την ώρα, μήκος 612 πόδια, και μπορούσε να μεταφέρει μόνο 60 τόνους. Τα Drachenflieger του Γουελς ίσως να ήταν εμπνευσμένα από τα ανεμόπτερα που εφευρέθηκαν από τον ρωσικής καταγωγής πρωτοπόρο της αεροπορίας Βίλχελμ Κρες (Wilhelm Kress). Η απόπειρα του Κρες να πραγματοποιήσει πτήση με μηχανή βαρύτερη του αέρα το 1901 απέτυχε, γιατί ο κινητήρας του είχε αναλογίες βάρους προς ιπποδύναμη πάνω από τις προδιαγραφές του. Βέβαια το 1907 πλέον τέτοιου είδους προβλήματα είχαν σε μεγάλο βαθμό λυθεί. Όμως τα Drachenflieger του Γουελς είχαν πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες απ’ όσες τα περισσότερα αεροσκάφη που κυκλοφορούσαν στους ουρανούς το 1914.

Γκρίφιθ και Γουελς δεν ήταν οι μόνοι συγγραφείς που προσπαθούσαν να διανοηθούν με ευφάνταστο τρόπο μελλοντικούς πολέμους των αιθέρων. Στρατιωτικοί στοχαστές επίσης προσπαθούσαν να κατανοήσουν τι μπορούσε να σημαίνει για το μέλλον του πολέμου μια ισχυρή αεροπορική υπηρεσία. Κανείς δεν απέρριπτε την αεροπορική ισχύ. Όχι μόνο αυτό αλλά οι προσδοκίες στρατιωτικών ηγετών όπως ο Χέλμουτ φον Μόλτκε ο νεότερος, επικεφαλής του γερμανικού γενικού επιτελείου, και ο Άλφρεντ φον Τίρπιτς (Alfred von Tirpitz), επικεφαλής του γερμανικού πολεμικού ναυτικού, ήταν πολύ υψηλότερες απ’ ό,τι θα έπρεπε. Και οι δύο εξέταζαν ανυπόμονα την πιθανότητα να τρομοκρατηθεί ο εχθρός και να οδηγηθεί σε παράδοση με βομβιστικές επιθέσεις μεγάλης ακτίνας δράσης —αλλά γι’ αυτό απαιτούνταν να γίνουν τα γερμανικά αερόπλοια πιο ικανά και αξιόπιστα.[SUP][15][/SUP] Για την ακρίβεια, οι προσδοκίες ήταν μεγαλύτερο πρόβλημα απ’ ό,τι η επιφυλακτικότητα. Πολλές φορές, ξανά και ξανά, η αεροναυπηγική δεν μπόρεσε να υπηρετήσει τις στρατιωτικές προδιαγραφές.

Συμπέρασμα

Πολλές από τις εικόνες του μέλλοντος που προέκυψαν δεκαετίες πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο είχαν για κίνητρο την ανάγκη να εντυπωσιαστούν οι αναγνώστες ή να υπερκεραστούν οι αντίπαλοι και όχι την επιθυμία να οδηγηθεί κανείς σε μια ρεαλιστική εικόνα του τι επρόκειτο να φέρει το μέλλον. Τα νέα λογοτεχνικά είδη και οι τρόποι μαζικής εκτύπωσης που ανέκυψαν βοήθησαν να δημιουργηθεί μια αγορά που επιχειρούσε να φανταστεί το μέλλον. Συνέβαλαν όμως στο να εκτραπούν οι προβλέψεις και οι εικασίες της εποχής σε ένα διαγωνισμό για ένα όλο και μεγαλύτερο μερίδιο αυτής ακριβώς της αγοράς.

Όταν ήρθε ο Μεγάλος Πόλεμος το φθινόπωρο του 1914, φάνταζε περισσότερο σαν ένας πόλεμος του παρόντος παρά του μέλλοντος. Δεν ταίριαζε στα σενάρια που είχαν βγάλει απ’ το καπέλο τους οι ταχυδακτυλουργοί των προγνώσεων. Τα αεροσκάφη δεν είχε αναπτυχθεί αρκετά ώστε να μεταφέρουν ωφέλιμο φορτίο ικανό να ισοπεδώνει πόλεις ή να βυθίζει στόλους. Τα υποβρύχια είχαν πολύ περιορισμένη αυτονομία για να στραγγαλίσουν το θαλάσσιο εμπόριο μιας χώρας. Τα σιδηρόφρακτα της ξηράς, όταν μπήκαν τελικά στο προσκήνιο σε επόμενη φάση του πολέμου, δεν ήταν ούτε κατά προσέγγιση τόσο γρήγορα ή ευέλικτα όπως εκείνα που είχε φανταστεί ο Γουελς. Οι συσκευές επικοινωνίας ήταν πολύ λίγες και πολύ αναξιόπιστες, πράγμα που σήμαινε ότι η δυνατότητα να συντονίζονται πυρ και κίνηση σε ευρεία κλίμακα πλησίαζε περισσότερο εκείνη της εποχής του Ναπολέοντα παρά της εποχής του μπλίτσκριγκ. Σε όλα αυτά τα θέματα ο πόλεμος είχε έρθει υπερβολικά νωρίς. Άλλη μιάμιση δεκαετία τεχνολογικών καινοτομιών ακόμα και η ιστορία θα ήταν εντελώς διαφορετική.

Για την εικοσιπενταετία που οδήγησε μέχρι τον Μεγάλο Πόλεμο τα πάντα φαίνονταν δυνατά. Με το που μπήκε ο χειμώνας του 1914-15, σχεδόν τίποτα δεν πήγαινε καλά. Οι πόλεμοι έρχονται όταν έρχονται, είτε η κατάσταση της τεχνολογίας, και οι άνθρωποι που τη χρησιμοποιούν, είναι έτοιμοι γι’ αυτούς είτε όχι. Αυτό είναι το πιο σημαντικό και το πιο διαρκές μάθημα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το αδιέξοδο των χαρακωμάτων δεν οφειλόταν σε έλλειψη φαντασίας αλλά σε έλλειψη δυνατοτήτων. Αυτό ήταν αλήθεια, παρά το γεγονός ότι ούτε οι αισιόδοξοι ούτε οι απαισιόδοξοι είχαν προβλέψει την έκταση της φρίκης του. Οι προβλέψεις τους για το τι μπορεί να έφερνε το μέλλον περιορίζονταν λιγότερο από τη φαντασία τους και περισσότερο από το τι επιθυμούσαν να είναι το παρόν, δηλαδή η πολιτική αλλαγή που ήθελαν να εμπνεύσουν. Το μέλλον δεν ήταν τόσο ένα σημείο στο χρόνο, όσο ένα επιχείρημα για πολιτική αλλαγή. Ο Γουελς, για παράδειγμα, ήθελε να δει αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε «επιστημονική προσέγγιση» να κερδίζει σε προτεραιότητα στην ανάπτυξη των κοινωνικών δομών και των πολιτικών διαδικασιών. Ο Μπλοκ και ο Έιντζελ ήθελαν να δουν να μειώνεται σημαντικά η χρήση της στρατιωτικής ισχύος, αν όχι και να καταργείται ολοσχερώς ως μέσο πολιτικής. Στρατιωτικοί συγγραφείς όπως ο Φον ντερ Γκολτς, για να κάνουμε τη σύγκριση, έβλεπαν τον κόσμο ως διαρκή ανταγωνισμό για εξουσία και επιρροή· γι’ αυτό το λόγο ήθελαν να εξασφαλίσουν ότι το εξελισσόμενο επάγγελμά τους θα απολάμβανε ισοτιμία, αν όχι υπεροχή, σε διεθνές επίπεδο, αλλά και προνομιακή θέση στην εγχώρια αγορά. Σε κάθε περίπτωση τα οράματα του μέλλοντος διαπλέκονταν μονίμως με ανοιχτά θέματα του παρόντος.

Επομένως ο ανταγωνισμός για το μέλλον ήταν ταυτόχρονα και αγώνας για το παρόν. Στην προσπάθεια αυτή οι στρατιωτικοί στοχαστές ήταν πολύ πιο ευφάνταστοι απ’ όσο τους έχει καταγράψει η ιστορία. Σε γενικές γραμμές είναι γεγονός ότι οι στρατιωτικοί συγγραφείς παρέμεναν εγγύτερα στο άμεσο μέλλον, σε μια προσπάθεια να επιλύσουν συγκεκριμένα προβλήματα. Ωστόσο σε πολλές περιπτώσεις αυτοί οι ίδιοι στοχαστές διετέλεσαν σύμβουλοι για τους οραματιστές εκείνους που εξακοντίζονταν πέρα από το άμεσο μέλλον στον μεθαυριανό κόσμο. Σε άλλες περιπτώσεις τέτοιοι οραματιστές είχαν υπηρετήσει στο στρατό, μερικές φορές για μεγάλες περιόδους, προτού ξεκινήσουν άλλες καριέρες. Με τον τρόπο αυτό ενστερνίζονταν ένα μείγμα στρατιωτικών και μη στρατιωτικών αξιών. Δεν αισθάνονταν καμία υποχρέωση να σέρνονται πίσω από την επίσημη γραμμή, ενώ αντίθετα οι εμπειρίες τους μπορούσαν να τους προσφέρουν σημαντική εκ των ένδον γνώση σε επιχειρησιακά θέματα. Επιπλέον, συγγραφείς από έναν κύκλο ορισμένες φορές αντάλλασσαν ιδέες με (ή τις αλίευαν από) άλλον κύκλο. Οι νόμοι περί πνευματικών δικαιωμάτων δεν είχαν ακόμη φτάσει στο σημείο ωριμότητας που βρίσκονται σήμερα, και πάντως ήταν δύσκολο να εφαρμοστούν σε όλες αυτές τις περιπτώσεις. Ως εκ τούτου, το να χαράσσουμε σαφείς διαχωριστικές γραμμές μεταξύ στρατιωτικών και μη στρατιωτικών συγγραφέων είναι μάλλον αμφίβολο και παραπλανητικό. Οι μη στρατιωτικοί οραματιστές είχαν επίσης τις συντηρητικές πλευρές τους, καθώς είχαν την τάση να ασχολούνται με άμεσα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Παρ’ όλα αυτά είχαν την άνεση να αντιμετωπίζουν τους καταναγκασμούς που επέβαλλαν η φυσική και η μηχανολογία με περιφρόνηση, για να έχουν μεγαλύτερη πέραση στην αγορά. Ως εκ τούτου, συνολικά μιλώντας, είναι δίκαιο να πούμε ότι τα στρατιωτικά οράματα του μέλλοντος ήταν θεμελιωμένα πάνω στην πρακτική περισσότερο απ’ ό,τι τα μη στρατιωτικά αντίστοιχά τους.

Ανεξάρτητα από τα αντίστοιχα κίνητρά τους, το πολιτικό πρόγραμμά τους ή τους στόχους, οι οραματιστές που έπλαθαν με τη φαντασία τους το μέλλον στα τέλη του δέκατου ένατου και στις αρχές του εικοστού αιώνα έδειξαν ολοκάθαρα πόσο σημαντικό είναι να σκέφτεται κανείς εξίσου δημιουργικά και κριτικά. Οι συζητήσεις για το μέλλον ήταν χωρίς αμφιβολία οι πλουσιότερες που είχαν γίνει στη Δυτική κοινωνία μέχρι εκείνη τη στιγμή. Είτε συμφωνεί κανείς είτε διαφωνεί με τα συγκεκριμένα οράματα της κάθε περίστασης, αυτά χρησίμευαν για να ερεθίσουν το αναγνωστικό κοινό του τότε —και μπορούν να το κάνουν ακόμα και σήμερα. Τελικά οι ιδέες που κερδίζουν δεν είναι οι μεγαλύτερες αλλά οι πιο πειστικές. Μεγάλο μέρος της νίκης εξαρτάται από τον πλούτο του ήδη υπάρχοντος εδάφους. Αν τα επίπεδα της εκπαίδευσης και τα ποσοστά αλφαβητισμού δεν είχαν αυξηθεί στο ευρύ κοινό, η αγορά των θαυμαστών ιδεών θα ήταν πολύ μικρή ώστε να καταφέρει να διατηρήσει επί πολύ το ενδιαφέρον προσκολλημένο στο μέλλον. Αυτό που μένει να δούμε είναι αν η εγγραμματοσύνη και η εκπαίδευση μπορούν να συνδυαστούν για να πλαστεί ένα κοινό που να εκτιμά την αναλυτική σκέψη στον ίδιο βαθμό που εκτιμά τη δημιουργικότητα και τη φαντασία.


[1] Το παρόν κείμενο αποτελεί την εισαγωγή του βιβλίου μου (Antulio J. Echevarria II), Imagining Future War: The West’s Technological Revolution and Visions of Wars to Come, 1880-1914 (Westport, CT: Praeger Security International, 2007).

[2] Melvin Kranzberg και Carroll W. Purcell, Jr., επιμ., Technology in Western Civilization: Technology in the Twentieth Century, 2 τόμ. (Νέα Υόρκη: Oxford University, 1967).

[3] Christopher Clark, The Sleepwalkers: How Europe Went to War in 1914 (Λονδίνο: Allen Lane, 2012). Ελληνική μετάφραση: Οι υπνοβάτες: πώς πήγε η Ευρώπη στον πόλεμο το 1914, μετάφρ. Κώστας Κουρεμένος, Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2014.

[4] Norman Angell, The Great Illusion: A Study of the Relation of Military Power in Nations to their Economic and Social Advantage (Λονδίνο: W. Heinemann, 1910).

[5] C. von der Goltz, Das Volk im Waffen (Βερολίνο: R. v. Decker, 1883).

[6] Maj. General Gilbert, The Evolution of Tactics (Λονδίνο: Hugh Rees, 1907).

[7] H. G. Wells, “The Land Ironclads”, The Strand Magazine 26 (Δεκέμβριος 1903), σ. 501-513.

[8] Capt. S. Eardley-Wilmot, The Next Naval War (Λονδίνο: Edward Stanford, 1894).

[9] H. G. Wells, Anticipations of the Reaction of Mechanical and Scientific Progress upon Human Life and Thought (Εδιμβούργο: Morrison and Gibb, 1901/02).

[10] George Griffith, «The Raid of the Le Vengeur», Pearson’s Magazine (Φεβρουάριος 1901), σ. 158-168· Walter Wood, «Submarined», Pearson’s Magazine (Φεβρουάριος 1905), σ. 232-238.

[11] Fred T. Jane, Jane’s Fighting Ships (Νέα Υόρκη, 1912-13).

[12] Erskine Childers, The Riddle of the Sands: A Record of Secret Service (Λονδίνο: Nelson, 1903).

[13] Capt. G. J. Townsend, “The Use and Effect of Flying Machines on Military Operations”, Infantry Journal 7 (1910), σ. 244-258.

[14] Echevarria, Imagining Future War, σ. 82-83.

[15] Echevarria, Imagining Future War, σ. 91.

Η μετάφραση είναι δική μου. Ε.



 
Last edited:

nickel

Administrator
Staff member
Βρήκα χτες το χρόνο και αξιώθηκα να το διαβάσω, επιτέλους. Έτσι, με αυτό το κίνητρο, την επιθυμία να διαβάσω την προσφορά ενός φίλου, είχα τη μεγάλη χαρά να μάθω ένα σωρό πράγματα. Η πιο απροσδόκητη σκοτεινή γωνιά άγνοιας που φώτισα αφορούσε τον τρόπο που πήραν τα άρματα μάχης το όνομα «δεξαμενή» — ναι, περιέργως δεν μου είχε γεννηθεί η περιέργεια. Έμαθα λοιπόν μετά από τόσα χρόνια ότι τα άρματα μάχης ονομάστηκαν δεξαμενές για να μην ξέρουν οι εχθροί τι ετοίμαζε η πολεμική βιομηχανία. Λεπτομέρειες πήγα τώρα και μάζεψα εδώ:

https://en.wikipedia.org/wiki/Tank#Etymology

Ξεκαρδιστική λεπτομέρεια:

... then suggested, for secrecy's sake, to change the title of the Landships Committee. Mr. d'Eyncourt agreed that it was very desirable to retain secrecy by all means, and proposed to refer to the vessel as a "Water Carrier." In Government offices, committees and departments are always known by their initials. For this reason I, as Secretary, considered the proposed title totally unsuitable.* In our search for a synonymous term, we changed the word "Water Carrier" to "Tank," and became the "Tank Supply" or "T.S." Committee. That is how these weapons came to be called Tanks," and incorrectly added, "and the name has now been adopted by all countries in the world."

(* The initials W.C. are a British abbreviation for a water closet; in other words, a toilet. Unfortunately, later in the War a number of Mk IV Tanks were fitted with grapnels to remove barbed wire. They were designated "Wire Cutters" and had the large letters "W.C." painted on their rear armour.)


Ευχαριστούμε πολύ!
 

daeman

Administrator
Staff member
...
The Battle of the Somme (French: Bataille de la Somme, German: Schlacht an der Somme), also known as the Somme Offensive, was a battle of the First World War fought by the armies of the British and French empires against the German Empire. It took place between 1 July and 18 November 1916 on both sides of upper reaches of the River Somme in France. It was the largest battle of the First World War on the Western Front; more than one million men were wounded or killed, making it one of the bloodiest battles in human history.

The
first day on the Somme, 1 July 1916, was the opening day of the Battle of Albert (1–13 July), the name given by the British to the first two weeks of the Battle of the Somme.


Some mother's son - The Kinks


video: All Quiet On The Western Front (1979)

Some mother's son lies in a field
Someone has killed some mother's son today
Head blown up by some soldier's gun
While all the mothers stand and wait
Some mother's son ain't coming home today
Some mothers son ain't got no grave

Two soldiers fighting in a trench
One soldier glances up to see the sun
And dreams of games he played when he was young
And then his friend calls out his name
It stops his dream and as he turns his head
A second later he is dead

Some mother's son lies in a field
Back home they put his picture in a frame
But all dead soldiers look the same
While all the parents stand and wait
To meet their children coming home from school
Some mother's son is lying dead

Somewhere someone is crying
Someone is trying to be so brave
But still the world keeps turning
Though all the children have gone away

Some mother's son lies in a field
But in his mother's eyes he looks the same
As on the day he went away
They put his picture on the wall
They put flowers in the picture frame
Some mother's memory remains

All quiet on the Western Front - Elton John


"All paintings from Franz Marc, born on February 8th, 1880 in Munich. He reported for war volunteer in WW I. In 1916, he was entered into the list of Important German Painters and freed from war service. On his last operational day, March 4th, 1916, he was hit by shell splinters and died nearby Braquis, 20 kms away from Verdun, at the age of 36!"

All quiet on the Western Front, nobody saw
A youth asleep in the foreign soil, planted by the war
Feel the pulse of human blood pouring forth
See the stems of Europe bend under force

All quiet, all quiet
All quiet on the Western Front
So tired of this garden's grief, nobody cares
Old kin kiss the small white cross, their only souvenir
See the Prussian offence fly, weren't we grand
To place the feel of cold sharp steel in their hands?

All quiet, all quiet
All quiet on the Western Front
It's all quiet on the Western Front, male angels sigh
Ghosts float in a flooded trench, as Germany dies
Fever reaps the flowers of France, fair-haired boys
String the harps to Victory's voice, joyous noise

All quiet, all quiet
All quiet on the Western Front
All quiet, all quiet
All quiet on the Western Front

Butcher's Tale Somme 1916 - The Zombies


"The Zombies' Odessey and Oracle features bass player Alan White's "Butcher's Tale Somme 1916" (erroneously printed on the LP's sleeve as "Butcher's Tale (Western Front 1914)" which was based in part on the experiences of his uncle, who died at Passchendaele, and his reading about the 60,000 who died on the first morning of the Battle of the Somme. "Butcher's Tale" also references the battles at Gommecourt, Thiepval, Mametz Wood and Verdun."

Psychedelia and Other Colours, Rob Chapman

A butcher, yes, that was my trade
But the King's shilling is now my fee
A butcher I may as well have stayed
For the slaughter that I see

And the preacher in his pulpit
Sermoned "Go and fight, do what is right"
But he don't have to hear these guns
And I bet he sleeps at night

And I...
And I can't stop shaking
My hands won't stop shaking
My arms won't stop shaking
My mind won't stop shaking
I want to go home
Please let me go home
Go home

And I have seen a friend of mine
Hang on the wire like some rag toy
Then in the heat the flies come down
And cover up the boy

And the flies come down in Gommecourt,
Thiepval, Mametz Wood, and French Verdun
If the preacher, he could see those flies
Wouldn't preach for the sound of guns

And I...
And I can't stop shaking
My hands won't stop shaking
My arms won't stop shaking
My mind won't stop shaking
I want to go home
Please let me go home
Go home
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Από δελτίο τύπου των βρετανικών ταχυδρομείων:

Munitions worker Lottie Meade

In this stamp, the role of women and non-combatants in the First World War is illustrated by a studio portrait of Charlotte ‘Lottie’ Meade.

Reflecting her work as a munitions worker, Meade is posing in her overalls, her hair covered by a headscarf. On her overalls, she wears a small triangular brooch, an ‘On War Service’ badge that marks her as playing her part in the war effort.

During the war, millions of women entered Britain’s workforce, while many others left work such as textile manufacturing and domestic service in favour of higher-paying war work. Employment in the munitions industry could be hazardous. Meade herself would die of TNT poisoning on 11 October 1916, leaving a husband and four young children.


 
Top