Για τα οκτάχρονα της Λεξιλογίας
Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί το μέλλον
Πώς φανταζόταν η Ευρώπη ένα μελλοντικό πόλεμο,1871-1914
του Antulio J. Echevarria II[SUP][1][/SUP]
Αν φαντασία είναι η ικανότητα να πλάθει κανείς εικόνες και να σχηματίζει στο μυαλό του ιδέες, τότε η περίοδος πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο ήταν μια από τις πιο ευφάνταστες της Δυτικής κοινωνίας. Περισσότερες εικόνες και νοητικές συλλήψεις για το «τι θα φέρει το μέλλον» έκαναν την εμφάνισή τους σε αυτή την εποχή παρά σε οποιαδήποτε άλλη έως τότε. Κι επιπλέον, αυτός ο «φουτουρισμός», η παθιασμένη προσμονή για οτιδήποτε μπορεί να φέρει το μέλλον, αναδύθηκε ως κερδοφόρα επιχείρηση στα χρόνια μετά το 1871. Η δημοτικότητά του οφειλόταν εν μέρει στη λεγόμενη Δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση (ή Τεχνολογική Επανάσταση), που έκανε δυνατές κάθε λογής θαυμαστές εφευρέσεις.[SUP][2][/SUP] Κάθε νέο κύμα από καινοτομίες και αξιοπερίεργα λειτουργούσε σαν τροφοδότης της φαντασίας μιας κοινωνίας που όλο και περισσότερο από δεκαετία σε δεκαετία περιλάμβανε κι άλλους εγγράμματους. Νέα λογοτεχνικά είδη προέκυπταν και συνδυάζονταν με λιγότερο δαπανηρούς τρόπους έκδοσης, από εικονογραφημένα βιβλία μέχρι φυλλάδες της δεκάρας, για να φέρουν το μέλλον στο παρόν. Το αποτέλεσμα ήταν να καταλήξει το μέλλον να φαντάζει ταυτόχρονα δυστοπία και ουτοπία, πηγή άγχους αλλά και καταφύγιο.
Αυτή η διπλή αίσθηση προσμονής ήταν ιδιαίτερα εμφανής σε ό,τι είχε να κάνει με το μέλλον του πολέμου. Ειδήμονες, μελετητές, επιχειρηματίες και στρατιωτικοί της πράξης, όλοι τους προσπάθησαν να καταλάβουν τι άραγε μπορούσαν να σημαίνουν για τη διεξαγωγή του πολέμου εφευρέσεις όπως το πολυβόλο, το υποβρύχιο, το θωρηκτό, το αεροπλάνο, το ταχυβόλο πυροβόλο, ο ασύρματος, το αυτοκίνητο, και τα χημικά όπλα. Με τον τρόπο αυτό το «μέλλον του πολέμου» και ο «πόλεμος του μέλλοντος» έγιναν πράγματα διακριτά κι ωστόσο συνδεδεμένα με την αισιοδοξία και την απαισιοδοξία, ανάλογα με το πώς άλλαζαν αυτά μέρα με την ημέρα. Αν η εισροή των νέων τεχνολογιών είχε συμβεί κατά τρόπο απλό και προβλέψιμο, αν δηλαδή η ανάγκη γινόταν το κίνητρο της εφεύρεσης, όπως τόσο συχνά λέγεται, οι στρατιωτικοί ηγέτες της Δύσης μπορεί να είχαν περισσότερες ευκαιρίες να προσαρμοστούν σ’ αυτές. Αλλά τα πράγματα δεν συνέβησαν έτσι.
Ο πόλεμος και το μέλλον
Η επέτειος των εκατό χρόνων από το καλοκαίρι του 1914 ήταν το έναυσμα για μια πλημμυρίδα νέων μελετών σχετικά με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ίσως η πιο δημοφιλής ερμηνεία που προέκυψε από τα εκατοντάδες βιβλία που γράφτηκαν για το ξέσπασμα του πολέμου τον Αύγουστο του 1914 είναι η απλούστατη, ότι αρχηγοί κρατών και διπλωμάτες ακολούθησαν το δρόμο τους «σαν υπνοβάτες».[SUP][3][/SUP] Με άλλα λόγια, δεν έλαβαν πλήρως υπόψη τους τις συνέπειες των αποφάσεών τους. Κι έτσι μια δαπανηρή σύγκρουση που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, ή που θα έπρεπε να είχε περιοριστεί σε τοπικό επίπεδο, ξέφυγε από κάθε έλεγχο σε ένα φαύλο κύκλο εξελίξεων. Όσο ικανοποιητική κι αν είναι αυτή η ερμηνεία για τους αναγνώστες του εικοστού πρώτου αιώνα, η αλήθεια είναι ότι συσκοτίζει το βαθμό στον οποίο ο «τρόμος του πολέμου» και η «λογοτεχνία του πολέμου» είχαν τροφοδοτήσει τη λαϊκή φαντασία στις δεκαετίες πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο. Όσο ασαφής κι αν ήταν η ιδέα του πολέμου εκείνη την εποχή, το σημαντικό είναι ότι βρισκόταν στο επίκεντρο των φιλοσοφιών του «βιταλισμού», φιλοσοφιών της εποχής οι οποίες λαχταρούσαν μια βίαιη κάθαρση που θα εξάγνιζε την κοινωνία. Επιπλέον ο πόλεμος είχε ενσωματωθεί στη δογματική του Κοινωνικού Δαρβινισμού, η οποία έβλεπε την ένοπλη σύγκρουση ως δοκιμασία του εθνικού πνεύματος. Αποτελούσε επίσης αναπόσπαστο μέρος της ίδιας της διπλωματίας, η οποία συνήθως κατέφευγε στην απειλή του πολέμου ως μέσου πολιτικής.
Σε αυτό το περιβάλλον ο πόλεμος ήταν κάτι εξίσου επίφοβο όσο και αναμενόμενο. Το ερώτημα δεν ήταν αν θα ερχόταν, αλλά πότε και πώς. Κανείς δεν αρνείται ότι ειρηνιστές όπως ο Νόρμαν Έιντζελ (Norman Angell) προσπαθούσαν να δείξουν ότι ο πόλεμος δεν είναι αναπόδραστο μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης και ότι η ανθρωπότητα είχε τη δυνατότητα να επιλέξει το μέλλον της.[SUP][4][/SUP] Ωστόσο τέτοιου είδους επιχειρήματα είναι αξιοσημείωτα ακριβώς για τις πολιτιστικές αλλαγές που δεν εμπνέουν. Το ειρηνιστικό κίνημα αναπτύχθηκε ραγδαία τα τέλη του δέκατου ένατου με αρχές του εικοστού αιώνα, όπως και ο αντιμιλιταρισμός των σοσιαλιστών. Από την άλλη όμως νοοτροπίες που ασπάζονταν τον μιλιταρισμό ενδυναμώθηκαν εξίσου. Για παράδειγμα, στη Γερμανία ο στρατηγός και συγγραφέας Κόλμαρ φον ντερ Γκολτς (Colmar von der Goltz), άνθρωπος που δεν συγκρατούσε τα λόγια του, παρουσίαζε επανειλημμένα το ειρηνιστικό κίνημα και το σοσιαλισμό ως προβλήματα, όχι ως θεραπεία. Στο πιο δημοφιλές έργο του,
Το έθνος υπό τα όπλα, υποστήριζε —και μάλιστα δεν ήταν ο μόνος— ότι στον επόμενο μεγάλο πόλεμο θα χρειαζόταν να στρατιωτικοποιηθεί το σύνολο της κοινωνίας.[SUP][5][/SUP]
Ενώ μερικοί επιζητούσαν την κάθαρση, άλλοι κραύγαζαν για επανάσταση. Ορισμένες φωνές στο κέντρο, ολοένα και περισσότερες με τον καιρό, μεταξύ των οποίων ο Έντουαρντ Μπερνστάιν (Eduard Bernstein) και ο Μπέρτραντ Ράσσελ (Bertrand Russell), αντί για επανάσταση ευαγγελίζονταν ένα καλύτερο μέλλον μέσα από σταδιακές μεταρρυθμίσεις. Δυστυχώς στο τέλος τα άκρα πέτυχαν αυτό που ήθελαν. Η αλήθεια είναι όμως ότι λίγα χρόνια αργότερα ελάχιστοι θα ήταν οι «φουτουριστές» στη Δύση που θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι ο κόσμος που αντίκριζαν μετά τον πόλεμο ήταν καλύτερος από εκείνον που είχαν γνωρίσει πριν απ’ αυτόν.
Πόλεμοι στην ξηρά
Ο Μεγάλος Πόλεμος θα μείνει στην ιστορία ως ένας από τους πιο καταστροφικούς στη Δύση με βάση τις απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Η συντριπτική πλειοψηφία των απωλειών αυτών συνέβησαν στην ξηρά. Και μάλιστα δεν οφείλονταν σε αεροπορικούς ή ναυτικούς βομβαρδισμούς· ήταν αποτέλεσμα της σύγκρουσης ανάμεσα σε αντιπαραταγμένους στρατούς. Ότι μια τέτοια αιματοχυσία θα μπορούσε να συμβεί δεν διέφυγε από τη φαντασία των στρατιωτικών διανοητών που μελετούσαν το μέλλον της ένοπλης σύγκρουσης πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το αντίθετο μάλιστα, την περίμεναν να συμβεί.
Ο επιθετικός ελιγμός ως στοιχείο της στρατιωτικής τέχνης αντιμετώπιζε θανάσιμο υπαρξιακό πρόβλημα. Κατά την περιγραφή ενός Βρετανού αξιωματικού, η σύγχρονη ισχύς πυρός δημιουργούσε τρεις «ζώνες» καταστροφικού πυρός: μια εξωτερική ζώνη, από τα 8.000 ώς τα 12.000 μέτρα, στην οποία δέσποζε το μακρό βεληνεκές του βαρέος πυροβολικού· μια δεύτερη, από τα 3.600 έως τα 8.000 μέτρα, που την κάλυπταν τα ελαφρύτερα, ταχείας βολής πυροβόλα· και μια τελική ζώνη, την κατεξοχήν «φονική ζώνη», που εκτεινόταν από τα κράσπεδα των αμυντικών θέσεων του εχθρού ώς τα 3.600 μέτρα, και ήταν ουσιαστικά ένας «στρόβιλος φωτιάς ... που ξεχυνόταν από τις κάννες επαναληπτικών τυφεκίων και πολυβόλων».[SUP][6][/SUP] Το πρόβλημα ήταν, με απλά λόγια, ότι αν ο επιτιθέμενος δεν μπορούσε να διασχίσει τη φονική ζώνη, καμιά επίθεση δεν μπορούσε να βρει το στόχο της, κανένα έδαφος δεν μπορούσε να κερδηθεί, και κανείς εχθρός δεν μπορούσε ποτέ να υποχρεωθεί σε παράδοση. Μήπως αυτό σήμαινε ότι θα έπαυε να υπάρχει ο πόλεμος; Στο τέλος τέλος, αν δεν μπορεί κανείς να υποτάξει τον εχθρό του, ο πόλεμος δεν έχει σκοπό.
Αυτό ήταν κατ’ ουσίαν το επιχείρημα του πολωνικής καταγωγής τραπεζίτη και επενδυτή στους σιδηροδρόμους Ιβάν Μπλοκ (Ivan Bloch), ο οποίος δημοσίευσε το 1898 ένα χοντρό πολύτομο έργο με τίτλο
Το μέλλον του πολέμου ως προς τις τεχνικές, οικονομικές και πολιτικές πτυχές του (
The Future of War in Its Technical, Economic, and Political Aspects). Ο Μπλοκ ισχυριζόταν ότι οι αρχηγοί κρατών πρέπει να εγκαταλείψουν τον πόλεμο ως επιλογή, λιγότερο για ανθρωπιστικούς λόγους και περισσότερο για το λόγο ότι δεν αποτελούσε πλέον κατά καμία έννοια ορθολογική επέκταση της πολιτικής με άλλα μέσα. Δυστυχώς οι πίνακες δεδομένων του Μπλοκ και οι συνεντεύξεις που συνέλεξε δεν κατάφεραν να πείσουν τους στρατιωτικούς ηγέτες ή τους διπλωμάτες. Αντί γι’ αυτό, στρατιωτικοί και μη στρατιωτικοί μελλοντολόγοι βάλθηκαν να αναζητούν τρόπους για να παρακαμφθεί το πρόβλημα.
Από την πλευρά τους οι στρατιωτικοί συγγραφείς αναζήτησαν τρόπους να συνδυαστεί η δύναμη του πυρός με την κίνηση, είτε συγκεντρώνοντας την ισχύ πυρός σε αδύνατα σημεία των γραμμών του εχθρού είτε υπερφαλαγγίζοντας τις γραμμές με υπερκερωτικούς ελιγμούς. Αν η ισχύς πυρός ήταν αυτό που δημιούργησε το πρόβλημα, έλεγε ο συλλογισμός τους, η ίδια αυτή θα μπορούσε και να το λύσει, ανοίγοντας κενά ή αδυνατίζοντας κρίκους στις γραμμές του εχθρού, και χρησιμοποιώντας πτυχώσεις στο έδαφος, καθώς και την κάλυψη του φίλιου πυροβολικού, για την προέλαση των φίλιων δυνάμεων. Ένας στρατός κατάλληλα εκπαιδευμένος και πειθαρχημένος μπορούσε να επωφεληθεί από αυτά τα τρωτά και να φέρει σε πέρας την επίθεση, φυσικά με το ενδεχόμενο οι απώλειες να είναι υψηλές. Η κίνηση των στρατευμάτων, οι πυροβολισμοί των κανονιών, τα πάντα θα έπρεπε να συντονίζονται στενά και συγχρονισμένα. Τα καίρια ερωτήματα για τους στρατιωτικούς συγγραφείς επομένως ήταν κατά πόσο το σύγχρονο ανθρώπινο δυναμικό είχε το κατάλληλα υψηλό ηθικό για να λειτουργήσει κάτω από αυτές τις συνθήκες, και πώς θα μπορούσαν οι κινήσεις των στρατευμάτων να συγχρονιστούν στην απαιτούμενη έκταση.
Από την αντίθετη πλευρά, μη στρατιωτικοί μελλοντολόγοι όπως ο Χ. Τζ. Γουελς (H. G. Wells) αναζήτησαν λύσεις μέσω των νέων μέσων της μηχανικής. Το σύντομο διήγημα του Γουελς «Τα σιδηρόφρακτα της ξηράς» (“The Land Ironclads”), που δημοσιεύτηκε στο
Strand Magazine το 1903, διαφώνησε ευθέως και ρητά με το επιχείρημα του Μπλοκ.[SUP][7][/SUP] Τα «σιδηρόφρακτα» ήταν, όπως είναι προφανές, οι πρόδρομοι των σύγχρονων τεθωρακισμένων αρμάτων, και στη διήγηση του Γουελς διαπερνούν τα εχθρικά χαρακώματα και κερδίζουν τη μάχη. Η ιστορία είναι ένα παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο οραματίστηκε ο Γουελς μια νέα κατηγορία στρατιώτη: τον στρατιώτη επιστήμονα, ικανό να επιλύει στρατιωτικά προβλήματα μέσα από αντικειμενικούς επιστημονικούς συλλογισμούς, ανεμπόδιστος από προκαταλήψεις και συνήθειες, ώστε να βρίσκει τεχνολογικές λύσεις. Για τον Γουελς η επιστήμη δεν ήταν μόνο σημαντική για το μέλλον· ήταν το ίδιο το μέλλον.
Όπως έμελλαν να δείξουν τα γεγονότα, σχεδόν κάθε δυνατή τεχνολογική και ανθρώπινη λύση δοκιμάστηκε και από τις δύο πλευρές για να σπάσει το αδιέξοδο στον τομέα της τακτικής που εμφανίστηκε στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Δυστυχώς χρειάστηκε χρόνος για να κατασκευαστούν τα πρώτα αληθινά σιδηρόφρακτα, ή «δεξαμενές» (tanks), όπως ήταν η κωδική τους ονομασία, αρκετά ρωμαλέα από πλευράς μηχανικής ώστε να λειτουργούν αποτελεσματικά στο σύγχρονο πεδίο μάχης. Δεν είναι σαφές πόσο ταχύτερα αποτελέσματα θα μπορούσαν να έχουν επιτευχθεί αν είχε ξεκινήσει για τα καλά η διαδικασία πριν από τον πόλεμο.
Οι πόλεμοι στη θάλασσα
Τρεις βασικές αρχές είχαν εξυπηρετήσει επωφελώς επί αιώνες τους κατά θάλασσα διοικητές: (1) Να μη συγκεντρώνεις πάρα πολλά πλοία σε πολύ στενό χώρο, γιατί μπορεί να οδηγήσει σε ατυχήματα και απώλειες από φίλιες δυνάμεις, (2) Να εκτελείς με τέτοιο τρόπο τους ελιγμούς σου ώστε να επιτευχθεί η μεγαλύτερη συγκέντρωση της δικής σου δύναμης εναντίον του εχθρού, και (3) Να προλαβαίνεις να μη σε ξεπεράσει στους ελιγμούς ο εχθρός, που έχει ακριβώς τον ίδιο σκοπό. Στη σύγχρονη εποχή μια ασφαλής μέθοδος για να ακολουθεί κανείς αυτές τις αρχές ήταν να διαθέτει ταχύτερα και καλύτερα οπλισμένα πλοία, ιδεωδώς μάλιστα περισσότερα σε αριθμό απ’ όσα ο αντίπαλός του.
Ωστόσο προς τα τέλη πια του αιώνα, συγκεκριμένα το 1892, το να ακολουθεί κανείς όλα αυτά έγινε πολύ πιο περίπλοκο. Για παράδειγμα, το βεληνεκές των ναυτικών πυροβόλων είχε τετραπλασιαστεί. Η ταχύτητα και η ευελιξία των σκαφών επιφανείας είχαν αυξηθεί σημαντικά, απαιτώντας κινήσεις που έπρεπε να έχουν προγραμματιστεί από πολύ πιο πριν. Επίσης οι περισσότερες από τις Μεγάλες Δυνάμεις είχαν αρχίσει την κατασκευή στόλου υποβρυχίων, γεγονός που πρόσθεσε στο πρόβλημα μια διάσταση υποθαλάσσια. Σε αντίθεση με τη χερσαία μάχη, οι θεωρητικοί του ναυτικού δεν αντιμετώπιζαν πρόβλημα στην επιθετική ικανότητα. Οι νόμοι της φυσικής στη θάλασσα είναι διαφορετικό ζήτημα απ’ ό,τι στην ξηρά. Πλοία τεράστιου εκτοπίσματος μπορούν φαινομενικά να αψηφούν τους νόμους της βαρύτητας, αρκεί και μόνο να μπορούν να επιπλέουν. Προς το τέλος πλέον του δέκατου ένατου αιώνα οι τεχνολογικές καινοτομίες είχαν καταστήσει τα μικρότερα, και λιγότερο ακριβά, σκάφη, όπως π.χ. τις τορπιλακάτους, σχεδόν το ίδιο φονικά. Πώς μπορούσε μια κατεστημένη θαλάσσια δύναμη όπως η Μεγάλη Βρετανία να αντιμετωπίσει μια τέτοια απειλή; Με άλλα λόγια, ακόμη και χωρίς την ύπαρξη των επιχειρησιακών προβλημάτων, τα οράματα για το μέλλον του πολέμου στη θάλασσα δεν χρειάζονταν ευφάνταστες πινελιές.
Ένα μικρό βιβλίο με τίτλο
Ο επόμενος ναυτικός πόλεμος, που δημοσιεύτηκε το 1894 από τον πλοίαρχο του Βασιλικού Ναυτικού Έρντλεϋ-Γουίλμοτ (S. Eardley-Wilmot), απηχούσε μερικούς από τους φόβους και τις αγωνίες των ειδικών της εποχής περί τα ναυτικά.[SUP][8][/SUP] Ο Έρντλεϋ-Γουίλμοτ ζωγράφισε μια σύγκρουση ανάμεσα στα βαριά θωρηκτά της Βρετανίας και τις ελαφρύτερες τορπιλακάτους της Γαλλίας. Η ταχύτητα και η ευελιξία των τελευταίων γέρνει τελικά την πλάστιγγα υπέρ της Γαλλίας. Η σύγκρουση στη θάλασσα αντανακλά ουσιαστικά τις διαφορές μεταξύ των δύο σχολών σκέψης ως προς το μέλλον του ναυτικού πολέμου. Η πρώτη, εκπροσωπούμενη από το βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό, επικεντρώνεται στην επίτευξη κυριαρχίας στη θάλασσα με τη ναυπήγηση όλο και βαρύτερων θωρηκτών και καταδρομικών. Η δεύτερη, που την ενστερνίζεται η γαλλική Νέα Σχολή (Jeune école) και άλλες ηπειρωτικές δυνάμεις, υιοθέτησε τη φιλοσοφία της απόκτησης λιγότερο ακριβών σκαφών (κυρίως τορπιλακάτων) σε μεγάλους αριθμούς, μαζί με υποβρύχια ναρκοπέδια και παράκτιες πυροβολαρχίες, ώστε να εξουδετερωθούν τα πλεονεκτήματα των θωρηκτών και των καταδρομικών. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1890, όταν αναπτύχθηκαν ταχυβόλα πυροβόλα και καλύτερα συστήματα παρακολούθησης, η προσέγγιση της Νέας Σχολής ήταν βιώσιμη.
Προς τα μέσα της δεκαετίας του 1900 η σπουδαιότερη ανησυχία όσων αποτολμούσαν προγνώσεις στα ναυτικά άρχισε να μετατοπίζεται προς το υποβρύχιο και την απειλή του υποθαλάσσιου πολέμου. Η αλλαγή αυτή συμβαίνει παρά το γεγονός ότι διαπρεπείς μη στρατιωτικοί μελλοντολόγοι όπως Γουελς εξέφραζαν αρκετά σαφώς την επιφυλακτικότητά τους για τις δυνατότητες τέτοιων υποθαλάσσιων όπλων. Το 1902 ο Γουελς δεν έβλεπε τίποτα παραπάνω στο υποβρύχιο παρά ένα σκάφος που «βυθίζεται στη θάλασσα και πνίγει το πλήρωμά του».[SUP][9][/SUP] Εξαίρεση αποτελούσε η άποψη του Τζωρτζ Γκρίφιθ (George Griffith), λογοτεχνικού αντιπάλου του Γουελς, στο διήγημα του οποίου «Η επιδρομή του Le Vengeur» (“The Raid of the Le Vengeur”) του 1901 παρουσιάζεται το υποβρύχιο ως ειδικό όπλο που απαιτεί ειδικά αντι-όπλα. Επί δεκαετίες ολόκληρες το υποβρύχιο έμελλε να παραμείνει εξίσου επικίνδυνο για τα πληρώματά του όπως και για τους στόχους του. Σ’ αυτό τουλάχιστον ο Γουελς είχε ένα δίκιο. Ωστόσο την επιτυχία του υποβρυχίου στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ως μέσου για τη βύθιση εμπορικών πλοίων και την επιβολή μιας μορφής οικονομικού αποκλεισμού πολύ απλά δεν την είχε προβλέψει ο Γουελς.
Στην αρχή πάντως οι συγγραφείς έτειναν να απεικονίζουν το υποβρύχιο ως όπλο δόλιο και «ανέντιμο», προκατάληψη που αναδύεται καθαρά σε μια σειρά σύντομα διηγήματα, όπως στην «Επιδρομή του Le Vengeur» (1901) και το «Submarined» (1905), και τα δύο του Γκρίφιθ, που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό
Pearson’s Magazine.[SUP][10][/SUP] Το θέμα της υποβρύχιας απειλής επιστρέφει ξανά και ξανά στη λαϊκή λογοτεχνία, ιδιαίτερα στη Βρετανία, με την εντατικοποίηση του αγώνα ναυτικών εξοπλισμών με τη Γερμανία, αλλά κυρίως καθώς πλησίαζε το 1914. Επανειλημμένα κυκλοφορούσαν προειδοποιήσεις περί ανετοιμότητας της Βρετανίας ενώπιον των τακτικών του ναυτικού αποκλεισμού και των καταδρομών εναντίον εμπορικών πλοίων, τακτικών που χαρακτήριζαν αυτή τη μορφή πολέμου. Το γεγονός είναι περίεργο, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την επιθεώρηση
Jane’s Fighting Ships, το Βασιλικό Ναυτικό διέθετε το μεγαλύτερο σύγχρονο υποβρύχιο στόλο ήδη από το 1913.[SUP][11][/SUP]
Το υποβρύχιο δεν ήταν η μόνη ναυτική καινοτομία που κέντριζε το ενδιαφέρον των «φουτουριστών». Συγγραφείς όπως ο Έρσκιν Τσίλντερς (Erskine Childers) διερευνούσαν την ιδέα της παράκτιας μάχης, μάχης δηλαδή σε κολπίσκους και σε θαλάσσιες οδούς. Το κλασικό του έργο μυθοπλασίας με τίτλο
Αίνιγμα στις άμμους (1903), το οποίο μεταξύ άλλων περιέγραφε την ανάγκη να αποκτήσει το ναυτικό μια τέτοια δυνατότητα, μπορεί κάλλιστα να άντλησε την έμπνευσή του από ορισμένες ιδέες της Νέας Σχολής.[SUP][12][/SUP] Μπορεί επίσης να άντλησε σε μεγάλο βαθμό από τη στρατιωτική εμπειρία του συγγραφέα στον Δεύτερο Πόλεμο των Μπόερ (1898-1902), όπου είχε την ευκαιρία να δει τις τακτικές των Μπόερ ανταρτών να πραγματώνονται. Ο Τσίλντερς πρότεινε τη μεταφορά αυτών των τακτικών (της ενέδρας και των επιδρομών) από την ξηρά στη θάλασσα. Οι κλειστοί κόλποι και οι θαλάσσιες οδοί κατά μήκος των ακτών της Βρετανίας θα παρείχαν φυσική προστασία σε μικρά σκάφη και σε ατρόμητους ναυτικούς, πρόθυμους να καταφέρουν σοβαρά πλήγματα παρενόχλησης εναντίον οποιασδήποτε εχθρικής επιδρομής.
Έτσι όλα αυτά τα οράματα για το μέλλον του ναυτικού πολέμου διερευνούσαν δύο επίπεδα που είχαν μείνει εκτός υπολογισμού, δύο σύνορα θα λέγαμε, τα υποβρύχια και τα παράλια. Οι από καιρό διατυπωμένες θεωρίες περί ναυτικού πολέμου του Αμερικανού Άλφρεντ Θέγιερ Μαχάν (Alfred Thayer Mahan) και του Βρετανού Τζούλιαν Κόρμπετ (Julian Corbett) καθιερώθηκαν και οι δύο σε αυτή την περίοδο. Διέφεραν στη σύλληψη: ο πρώτος τόνιζε τη σπουδαιότητα των βαρύτερων πλοίων, ο δεύτερος τη δυνατότητα προβολής ισχύος στην ξηρά· αντιπροσώπευαν όμως, καθένας με το δικό του τρόπο, παραδοσιακές ναυτικές αντιλήψεις. Οι ανησυχίες για τον παράκτιο και τον υποθαλάσσιο πόλεμο, μολονότι αντικείμενο φαντασιώσεων επί αιώνες, έγιναν κάτι παραπάνω από πραγματικές με τις τεχνολογικές καινοτομίες που κατέστησε εφικτές η Δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση. Με άλλα λόγια ο πόλεμος στη θάλασσα επεκτεινόταν κατά τρόπο που τον έκανε πιο «ολοκληρωτικό» σε σύλληψη. Το μόνο που είχε απομείνει ήταν να καταστήσει κανείς τον πόλεμο στη θάλασσα πιο διακλαδικό ή δισδιάστατο ως προς τη φύση του, με την προσθήκη του τελευταίου συνόρου της ανθρωπότητας, του αέρα. Για τους οραματιστές του μελλοντικού πολέμου αυτή η «διακλαδικότητα» δεν άργησε να έρθει.
Πολέμοι στον αέρα
Ο αεροπορικός πόλεμος ήταν, με μεγάλη διαφορά, ο σαγηνευτικότερος απ’ όλους τους τύπους μελλοντικού πολέμου που μπορούσαν να φανταστούν ειδήμονες και προγνώστες, στρατιωτικοί ή μη. Όπως το έθετε ένας Αμερικανός αξιωματικός το 1910, «Η κατάκτηση του αέρα με την εφεύρεση των πηδαλιοχούμενων και των ιπτάμενων μηχανών ήταν η μεγαλύτερη ανακάλυψη του αιώνα, και θέμα ζωτικής σημασίας για το στρατιωτικό κόσμο».[SUP][13][/SUP] Πράγματι, ο ουρανός ήταν όχι μόνο το τελευταίο σύνορο της ανθρωπότητας, αλλά και δυνητικά το ισχυρότερο. Κυριαρχώντας στους ουρανούς, έλεγαν οι ειδικοί, θα μπορούσε κανείς να ελέγξει τι συμβαίνει στην επιφάνεια της γης. Στην πραγματικότητα το να δεσπόζει κανείς στους αιθέρες προσέφερε μεν τεράστια πλεονεκτήματα, αλλά αυτό από μόνο του δεν εγγυόταν τη νίκη, ούτε μπορούσε να εξασφαλίσει αξιόπιστο έλεγχο πάνω σε ανθρώπους και καίρια εδαφικά σημεία.
Και πράγματι αυτό ήταν το θέμα ενός είδους συζήτησης που αναπτύχθηκε μεταξύ ορισμένων κορυφαίων συγγραφέων επιστημονικής φαντασίας της εποχής. Από τη μία, τα έργα του Βρετανού συγγραφέα Τζωρτζ Γκρίφιθ πρόσφεραν εικόνες ενός μελλοντικού πολέμου στον οποίο κυριαρχεί η αεροπορική δύναμη. Σε έργα όπως
Άγγελος της επανάστασης (
Angel of the Revolution, 1893),
Όλγα Ρομανόφ (
Olga Romanoff, 1894), και
Παράνομοι του αιθέρα (
Outlaws of the Air, 1895), τα «αερόστατα» του Γκρίφιθ (όρος που αναφερόταν σε κάθε μορφή πηδαλιοχούμενου και αερόπλοιου ή ζέπελιν) μπορούσαν να μετεωρίζονται σε εξαιρετικά ύψη και να ξεχύνουν την καταστροφή, υπό τη μορφή δυναμίτιδας, εμπρηστικών πυρομαχικών και δηλητηριωδών αερίων εναντίον αβοήθητων στρατευμάτων και αμάχου πληθυσμού. «Η νηφάλια αλήθεια,» προειδοποιούσε, «είναι ότι η εφεύρεση και χρήση αυτών των καταστροφικών συσκευών [= των αεροστάτων] έχουν αλλάξει εντελώς το πρόσωπο του πεδίου της μάχης και τις συνθήκες του σύγχρονου πολέμου».[SUP][14][/SUP]
Από την άλλη πλευρά της συζήτησης όμως ερχόταν το έργο του Χ. Τζ. Γουελς, ιδιαίτερα το
Ο πόλεμος στον αέρα (
War in the Air), που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες στο περιοδικό
Pall Mall Magazine το 1907 και κυκλοφόρησε ως βιβλίο το επόμενο έτος με το «τυπωθήτω» του εκδότη Τζωρτζ Μπελ και Υιοί (George Bell and Sons). Ο Γουελς απεικονίζει μια παγκόσμια σύρραξη στην οποία ογκώδη αερόπλοια και Drachenflieger (κατά λέξη δρακο-αερόπλοια —με τη σύγχρονη ορολογία θα τα ονομάζαμε «αιωρόπτερα») μάχονται για την κυριαρχία στους ουρανούς, βυθίζουν ολόκληρους στόλους και παραδίνουν πόλεις και χωριά στις φλόγες. Χρησιμοποιούνται διαφόρων ειδών φανταστικά όπλα, μεταξύ των οποίων «κεραυνοντούφεκα» (“lightning guns”) που ξερνούν ηλεκτρικές εκκενώσεις στον αέρα. Παρά ταύτα ο νέος τύπος πολέμου των αιθέρων, όσο τρομακτικός και καταστροφικός κι αν είναι, εντέλει δεν προσφέρει την αποφασιστική έκβαση, καθώς τα τερατώδη αερόπλοια δεν μπορούν να αποβιβάσουν αρκετά στρατεύματα στο έδαφος για τον έλεγχο μητροπόλεων του εικοστού αιώνα, όπως η Νέα Υόρκη, οι πληθυσμοί των οποίων αριθμούν εκατομμύρια. Ενώ ο Γκρίφιθ φαινόταν να πιστεύει ότι η καταστροφή, ή ο τρόμος της, αρκούσε για την κατάκτηση, ο Γουελς είχε διαφορετική γνώμη: οι εναέριες δυνάμεις μπορούσαν να σκοτώσουν, αλλά δεν μπορούσαν, κατά την άποψή του, να κυβερνήσουν. Έτσι το όραμά του για έναν μελλοντικό πόλεμο διεξαγόμενο στον αέρα, με σκάφη φαινομενικά εύκολα στην κατασκευή και στη χρήση, μπορούσε να οδηγήσει μόνο σε ατελείωτες συγκρούσεις και στην αναδίπλωση της κοινωνίας σε μια πρωτόγονη κατάσταση.
Τα αερόπλοια του Γουελς, κατευθείαν απόγονοι του αεροσκάφους του κόμη Ζέππελιν που διέσχισε τη λίμνη της Κωνσταντίας το 1906, ήταν σε θέση να πετούν με ταχύτητα 90 μίλια την ώρα, είχαν μήκος μεταξύ 800 και 2000 πόδια, μπορούσαν να μεταφέρουν από 70 έως 200 τόνους, και μπορούσαν να διασχίζουν τους ωκεανούς με σχετική ευκολία. Τα αερόστατα του Γκρίφιθ, καρπός της φαντασίας του δέκα χρόνια νωρίτερα, μπορούσαν να φτάσουν την εντυπωσιακή ταχύτητα των 50 μιλίων την ώρα. Αλλά μέχρι και το 1908 το τελευταίο μοντέλο του Ζέππελιν, το LZ 4, δεν μπορούσε να πιάσει ταχύτητες πάνω από 29 μίλια την ώρα, και είχε αυτονομία μόνο 879 μίλια. Η τεχνολογία η απαραίτητη για να φέρει στη ζωή τα οράματα του Γκρίφιθ ή του Γουελς πολύ απλά δεν υπήρχε ακόμα. Και ούτε θα εμφανιζόταν μέχρι και τριάντα χρόνια αργότερα, όταν το μοιραίο
Χίντενμπουργκ συνετρίβη στο Λέικχερστ του Νιου Τζέρσεϋ στις 6 Μαΐου του 1937. Τελευταία λέξη της τεχνολογίας, το αερόπλοιο
Χίντενμπουργκ είχε μέγιστη ταχύτητα 60 μίλια την ώρα, μήκος 612 πόδια, και μπορούσε να μεταφέρει μόνο 60 τόνους. Τα Drachenflieger του Γουελς ίσως να ήταν εμπνευσμένα από τα ανεμόπτερα που εφευρέθηκαν από τον ρωσικής καταγωγής πρωτοπόρο της αεροπορίας Βίλχελμ Κρες (Wilhelm Kress). Η απόπειρα του Κρες να πραγματοποιήσει πτήση με μηχανή βαρύτερη του αέρα το 1901 απέτυχε, γιατί ο κινητήρας του είχε αναλογίες βάρους προς ιπποδύναμη πάνω από τις προδιαγραφές του. Βέβαια το 1907 πλέον τέτοιου είδους προβλήματα είχαν σε μεγάλο βαθμό λυθεί. Όμως τα Drachenflieger του Γουελς είχαν πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες απ’ όσες τα περισσότερα αεροσκάφη που κυκλοφορούσαν στους ουρανούς το 1914.
Γκρίφιθ και Γουελς δεν ήταν οι μόνοι συγγραφείς που προσπαθούσαν να διανοηθούν με ευφάνταστο τρόπο μελλοντικούς πολέμους των αιθέρων. Στρατιωτικοί στοχαστές επίσης προσπαθούσαν να κατανοήσουν τι μπορούσε να σημαίνει για το μέλλον του πολέμου μια ισχυρή αεροπορική υπηρεσία. Κανείς δεν απέρριπτε την αεροπορική ισχύ. Όχι μόνο αυτό αλλά οι προσδοκίες στρατιωτικών ηγετών όπως ο Χέλμουτ φον Μόλτκε ο νεότερος, επικεφαλής του γερμανικού γενικού επιτελείου, και ο Άλφρεντ φον Τίρπιτς (Alfred von Tirpitz), επικεφαλής του γερμανικού πολεμικού ναυτικού, ήταν πολύ υψηλότερες απ’ ό,τι θα έπρεπε. Και οι δύο εξέταζαν ανυπόμονα την πιθανότητα να τρομοκρατηθεί ο εχθρός και να οδηγηθεί σε παράδοση με βομβιστικές επιθέσεις μεγάλης ακτίνας δράσης —αλλά γι’ αυτό απαιτούνταν να γίνουν τα γερμανικά αερόπλοια πιο ικανά και αξιόπιστα.[SUP][15][/SUP] Για την ακρίβεια, οι προσδοκίες ήταν μεγαλύτερο πρόβλημα απ’ ό,τι η επιφυλακτικότητα. Πολλές φορές, ξανά και ξανά, η αεροναυπηγική δεν μπόρεσε να υπηρετήσει τις στρατιωτικές προδιαγραφές.
Συμπέρασμα
Πολλές από τις εικόνες του μέλλοντος που προέκυψαν δεκαετίες πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο είχαν για κίνητρο την ανάγκη να εντυπωσιαστούν οι αναγνώστες ή να υπερκεραστούν οι αντίπαλοι και όχι την επιθυμία να οδηγηθεί κανείς σε μια ρεαλιστική εικόνα του τι επρόκειτο να φέρει το μέλλον. Τα νέα λογοτεχνικά είδη και οι τρόποι μαζικής εκτύπωσης που ανέκυψαν βοήθησαν να δημιουργηθεί μια αγορά που επιχειρούσε να φανταστεί το μέλλον. Συνέβαλαν όμως στο να εκτραπούν οι προβλέψεις και οι εικασίες της εποχής σε ένα διαγωνισμό για ένα όλο και μεγαλύτερο μερίδιο αυτής ακριβώς της αγοράς.
Όταν ήρθε ο Μεγάλος Πόλεμος το φθινόπωρο του 1914, φάνταζε περισσότερο σαν ένας πόλεμος του παρόντος παρά του μέλλοντος. Δεν ταίριαζε στα σενάρια που είχαν βγάλει απ’ το καπέλο τους οι ταχυδακτυλουργοί των προγνώσεων. Τα αεροσκάφη δεν είχε αναπτυχθεί αρκετά ώστε να μεταφέρουν ωφέλιμο φορτίο ικανό να ισοπεδώνει πόλεις ή να βυθίζει στόλους. Τα υποβρύχια είχαν πολύ περιορισμένη αυτονομία για να στραγγαλίσουν το θαλάσσιο εμπόριο μιας χώρας. Τα σιδηρόφρακτα της ξηράς, όταν μπήκαν τελικά στο προσκήνιο σε επόμενη φάση του πολέμου, δεν ήταν ούτε κατά προσέγγιση τόσο γρήγορα ή ευέλικτα όπως εκείνα που είχε φανταστεί ο Γουελς. Οι συσκευές επικοινωνίας ήταν πολύ λίγες και πολύ αναξιόπιστες, πράγμα που σήμαινε ότι η δυνατότητα να συντονίζονται πυρ και κίνηση σε ευρεία κλίμακα πλησίαζε περισσότερο εκείνη της εποχής του Ναπολέοντα παρά της εποχής του
μπλίτσκριγκ. Σε όλα αυτά τα θέματα ο πόλεμος είχε έρθει υπερβολικά νωρίς. Άλλη μιάμιση δεκαετία τεχνολογικών καινοτομιών ακόμα και η ιστορία θα ήταν εντελώς διαφορετική.
Για την εικοσιπενταετία που οδήγησε μέχρι τον Μεγάλο Πόλεμο τα πάντα φαίνονταν δυνατά. Με το που μπήκε ο χειμώνας του 1914-15, σχεδόν τίποτα δεν πήγαινε καλά. Οι πόλεμοι έρχονται όταν έρχονται, είτε η κατάσταση της τεχνολογίας, και οι άνθρωποι που τη χρησιμοποιούν, είναι έτοιμοι γι’ αυτούς είτε όχι. Αυτό είναι το πιο σημαντικό και το πιο διαρκές μάθημα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το αδιέξοδο των χαρακωμάτων δεν οφειλόταν σε έλλειψη φαντασίας αλλά σε έλλειψη δυνατοτήτων. Αυτό ήταν αλήθεια, παρά το γεγονός ότι ούτε οι αισιόδοξοι ούτε οι απαισιόδοξοι είχαν προβλέψει την έκταση της φρίκης του. Οι προβλέψεις τους για το τι μπορεί να έφερνε το μέλλον περιορίζονταν λιγότερο από τη φαντασία τους και περισσότερο από το τι επιθυμούσαν να είναι το παρόν, δηλαδή η πολιτική αλλαγή που ήθελαν να εμπνεύσουν. Το μέλλον δεν ήταν τόσο ένα σημείο στο χρόνο, όσο ένα επιχείρημα για πολιτική αλλαγή. Ο Γουελς, για παράδειγμα, ήθελε να δει αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε «επιστημονική προσέγγιση» να κερδίζει σε προτεραιότητα στην ανάπτυξη των κοινωνικών δομών και των πολιτικών διαδικασιών. Ο Μπλοκ και ο Έιντζελ ήθελαν να δουν να μειώνεται σημαντικά η χρήση της στρατιωτικής ισχύος, αν όχι και να καταργείται ολοσχερώς ως μέσο πολιτικής. Στρατιωτικοί συγγραφείς όπως ο Φον ντερ Γκολτς, για να κάνουμε τη σύγκριση, έβλεπαν τον κόσμο ως διαρκή ανταγωνισμό για εξουσία και επιρροή· γι’ αυτό το λόγο ήθελαν να εξασφαλίσουν ότι το εξελισσόμενο επάγγελμά τους θα απολάμβανε ισοτιμία, αν όχι υπεροχή, σε διεθνές επίπεδο, αλλά και προνομιακή θέση στην εγχώρια αγορά. Σε κάθε περίπτωση τα οράματα του μέλλοντος διαπλέκονταν μονίμως με ανοιχτά θέματα του παρόντος.
Επομένως ο ανταγωνισμός για το μέλλον ήταν ταυτόχρονα και αγώνας για το παρόν. Στην προσπάθεια αυτή οι στρατιωτικοί στοχαστές ήταν πολύ πιο ευφάνταστοι απ’ όσο τους έχει καταγράψει η ιστορία. Σε γενικές γραμμές είναι γεγονός ότι οι στρατιωτικοί συγγραφείς παρέμεναν εγγύτερα στο άμεσο μέλλον, σε μια προσπάθεια να επιλύσουν συγκεκριμένα προβλήματα. Ωστόσο σε πολλές περιπτώσεις αυτοί οι ίδιοι στοχαστές διετέλεσαν σύμβουλοι για τους οραματιστές εκείνους που εξακοντίζονταν πέρα από το άμεσο μέλλον στον μεθαυριανό κόσμο. Σε άλλες περιπτώσεις τέτοιοι οραματιστές είχαν υπηρετήσει στο στρατό, μερικές φορές για μεγάλες περιόδους, προτού ξεκινήσουν άλλες καριέρες. Με τον τρόπο αυτό ενστερνίζονταν ένα μείγμα στρατιωτικών και μη στρατιωτικών αξιών. Δεν αισθάνονταν καμία υποχρέωση να σέρνονται πίσω από την επίσημη γραμμή, ενώ αντίθετα οι εμπειρίες τους μπορούσαν να τους προσφέρουν σημαντική εκ των ένδον γνώση σε επιχειρησιακά θέματα. Επιπλέον, συγγραφείς από έναν κύκλο ορισμένες φορές αντάλλασσαν ιδέες με (ή τις αλίευαν από) άλλον κύκλο. Οι νόμοι περί πνευματικών δικαιωμάτων δεν είχαν ακόμη φτάσει στο σημείο ωριμότητας που βρίσκονται σήμερα, και πάντως ήταν δύσκολο να εφαρμοστούν σε όλες αυτές τις περιπτώσεις. Ως εκ τούτου, το να χαράσσουμε σαφείς διαχωριστικές γραμμές μεταξύ στρατιωτικών και μη στρατιωτικών συγγραφέων είναι μάλλον αμφίβολο και παραπλανητικό. Οι μη στρατιωτικοί οραματιστές είχαν επίσης τις συντηρητικές πλευρές τους, καθώς είχαν την τάση να ασχολούνται με άμεσα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Παρ’ όλα αυτά είχαν την άνεση να αντιμετωπίζουν τους καταναγκασμούς που επέβαλλαν η φυσική και η μηχανολογία με περιφρόνηση, για να έχουν μεγαλύτερη πέραση στην αγορά. Ως εκ τούτου, συνολικά μιλώντας, είναι δίκαιο να πούμε ότι τα στρατιωτικά οράματα του μέλλοντος ήταν θεμελιωμένα πάνω στην πρακτική περισσότερο απ’ ό,τι τα μη στρατιωτικά αντίστοιχά τους.
Ανεξάρτητα από τα αντίστοιχα κίνητρά τους, το πολιτικό πρόγραμμά τους ή τους στόχους, οι οραματιστές που έπλαθαν με τη φαντασία τους το μέλλον στα τέλη του δέκατου ένατου και στις αρχές του εικοστού αιώνα έδειξαν ολοκάθαρα πόσο σημαντικό είναι να σκέφτεται κανείς εξίσου δημιουργικά και κριτικά. Οι συζητήσεις για το μέλλον ήταν χωρίς αμφιβολία οι πλουσιότερες που είχαν γίνει στη Δυτική κοινωνία μέχρι εκείνη τη στιγμή. Είτε συμφωνεί κανείς είτε διαφωνεί με τα συγκεκριμένα οράματα της κάθε περίστασης, αυτά χρησίμευαν για να ερεθίσουν το αναγνωστικό κοινό του τότε —και μπορούν να το κάνουν ακόμα και σήμερα. Τελικά οι ιδέες που κερδίζουν δεν είναι οι μεγαλύτερες αλλά οι πιο πειστικές. Μεγάλο μέρος της νίκης εξαρτάται από τον πλούτο του ήδη υπάρχοντος εδάφους. Αν τα επίπεδα της εκπαίδευσης και τα ποσοστά αλφαβητισμού δεν είχαν αυξηθεί στο ευρύ κοινό, η αγορά των θαυμαστών ιδεών θα ήταν πολύ μικρή ώστε να καταφέρει να διατηρήσει επί πολύ το ενδιαφέρον προσκολλημένο στο μέλλον. Αυτό που μένει να δούμε είναι αν η εγγραμματοσύνη και η εκπαίδευση μπορούν να συνδυαστούν για να πλαστεί ένα κοινό που να εκτιμά την αναλυτική σκέψη στον ίδιο βαθμό που εκτιμά τη δημιουργικότητα και τη φαντασία.
[1] Το παρόν κείμενο αποτελεί την εισαγωγή του βιβλίου μου (Antulio J. Echevarria II), Imagining Future War: The West’s Technological Revolution and Visions of Wars to Come, 1880-1914 (Westport, CT: Praeger Security International, 2007).
[2] Melvin Kranzberg και Carroll W. Purcell, Jr., επιμ., Technology in Western Civilization: Technology in the Twentieth Century, 2 τόμ. (Νέα Υόρκη: Oxford University, 1967).
[3] Christopher Clark, The Sleepwalkers: How Europe Went to War in 1914 (Λονδίνο: Allen Lane, 2012). Ελληνική μετάφραση: Οι υπνοβάτες: πώς πήγε η Ευρώπη στον πόλεμο το 1914, μετάφρ. Κώστας Κουρεμένος, Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2014.
[4] Norman Angell, The Great Illusion: A Study of the Relation of Military Power in Nations to their Economic and Social Advantage (Λονδίνο: W. Heinemann, 1910).
[5] C. von der Goltz, Das Volk im Waffen (Βερολίνο: R. v. Decker, 1883).
[6] Maj. General Gilbert, The Evolution of Tactics (Λονδίνο: Hugh Rees, 1907).
[7] H. G. Wells, “The Land Ironclads”, The Strand Magazine 26 (Δεκέμβριος 1903), σ. 501-513.
[8] Capt. S. Eardley-Wilmot, The Next Naval War (Λονδίνο: Edward Stanford, 1894).
[9] H. G. Wells, Anticipations of the Reaction of Mechanical and Scientific Progress upon Human Life and Thought (Εδιμβούργο: Morrison and Gibb, 1901/02).
[10] George Griffith, «The Raid of the Le Vengeur», Pearson’s Magazine (Φεβρουάριος 1901), σ. 158-168· Walter Wood, «Submarined», Pearson’s Magazine (Φεβρουάριος 1905), σ. 232-238.
[11] Fred T. Jane, Jane’s Fighting Ships (Νέα Υόρκη, 1912-13).
[12] Erskine Childers, The Riddle of the Sands: A Record of Secret Service (Λονδίνο: Nelson, 1903).
[13] Capt. G. J. Townsend, “The Use and Effect of Flying Machines on Military Operations”, Infantry Journal 7 (1910), σ. 244-258.
[14] Echevarria, Imagining Future War, σ. 82-83.
[15] Echevarria, Imagining Future War, σ. 91.
Η μετάφραση είναι δική μου. Ε.