Να προσπαθήσω να αναζωογονήσω αυτό το νήμα με λίγη κωμωδία, όχι τεχνητή αλλά από την ίδια τη ζωή. Αλλά, για να μη με παρεξηγήσετε, να σας πω ότι πιστεύω ειλικρινά σ’αυτά που γράφονται στην πρώτη παράγραφο του «Pride and Prejudice» (της Jane Austen). Δηλαδή είμαστε όλοι μας, χωρίς εξαίρεση, γελοιότατοι, κι εγώ πιο πολύ απ’όλους!
Βέβαια, το να λέω αυτό σε Ελληνες είναι σαν να κομίζω γλαύκα εις Αθήνας.
Η γυναίκα μου Aygül ήταν η πρώτη της οικογένειάς της να πάει στο πανεπιστήμιο, επειδή οι περισσότεροι συγγενείς της είναι από χωριό (το Μπιργκί), που οι ευκαιρίες είναι πολύ λίγες. Ακόμα και σήμερα δεν έχει ούτε ηλεκτρικό ούτε νερό. (Νομίζω ότι τέτοια χωριά κάποτε λέγονταν «κουτοχώρια» στην Ελλάδα.) Αλλά το Μπιργκί, και με τα τούρκικα χωριάτικα δεδομένα, είναι πολύ καθυστερημένος τόπος. Για τους Μπιργκιλήδες, υπάρχουν στον κόσμο δυο πράγματα που είναι πιο άσχημα απ’όλα τα άλλα, ο Μαρξισμός (που δεν είναι όμως ακατονόμαστος επειδή «πρέπει να μάθουμε τί μηχανορραφούν τα κόκκινα καθίκια») και η μοιχεία (που είναι εντελώς ακατονόμαστη).
Παρ’όλο που η μοιχεία σπανίζει πιο πολύ στην Τουρκία από ότι στη «Φραγκιά», πότε-πότε συμβαίνει, όπως έμαθε εις βάρος της μια μέρα η Σανιγέ, μιά συγγενής της γυναίκας μου. Επί τέλους κατάντησε ο τσαχπίνικός της σύζυγος στα δικαστήρια, και η Σανιγέ είπε στο δικαστή, «Hakim Bey, έκανα τα ψώνια μου και όταν γύρισα σπίτι, άκουσα έναν παράξενο θόρυβο απ’την κρεββατοκάμαρά μας. Μπήκα μέσα, και εκεί ήταν ο σύζυγος μου με τη φιλενάδα του, και έκαναν... έκαναν... έκαναν... κομμουνιστλίκι!»
Εγώ προσωπικά θα έλεγα ότι αυτό είναι ίσως το πιο κωμικό πράγμα που άκουσα στη ζωή μου. Σας παρακαλώ να μου πείτε ειλικρινά αν γελάσατε ή όχι.
Σ