Για τη λανθασμένη γραφή
*γλυσχραντικό υποψιάζομαι παρετυμολογική επίδραση, μάλλον από το
γλυστρώ (που λημματογραφείται στο Δημητράκο ως διαφορετική γραφή τού
γλιστρώ, ο δε Κριαράς σημειώνει στο
γλιστρώ: «Η λ. στο Βλάχ.
(γλυ-) και σήμ.»). Η παρετυμολογική σύνδεση με το
γλυστήρι (=κλύσμα) μου φαίνεται μάλλον απίθανη. Η λογική πίσω από την υπόθεση που κάνω για παρετυμολογική σύνδεση με το
γλυστρώ είναι ότι με τη χρήση του λιπαντικού ό,τι θέλουμε να βγει ή να μπει, γλιστρά πιο εύκολα.
Τώρα που είπα «να βγει ή να μπει», και με αφορμή και την ερώτηση «τα κολπικά λιπαντικά να τα λέμε
γλισχραντικά;», μήπως επιχειρείται να γίνει κάποιου τέτοιου είδους διαχωρισμός (δηλ. η λίπανση για έξοδο γίνεται με γλισχραντικό και για είσοδο με λιπαντικό);
Για το *
γλυστρώ να προσθέσω επ' ευκαιρία ότι κάποιο λογισμικό μηχανικής μετάφρασης έχει γεμίσει το Διαδίκτυο με αυτόν τον τύπο σε αναλογία
1÷2,75 έναντι του ορθού
γλιστρώ (π.χ. «γλυστρώ τηλέφωνο» αποδίδει η μηχανική μετάφραση το
slide phone). Να επισημάνω ότι αυτό το λάθος πάντως, το να γράψουμε δηλαδή *
γλυστρώ αντί
γλιστρώ (λάθος υπό την έννοια και ότι η γραφή τής λέξης είναι αναντίρρητα με γιώτα, και διότι τα σύγχρονα λεξικά δεν λημματογραφούν καθόλου τη γραφή με ύψιλον), δεν εντοπίζεται από το ΛΝΕΓ ως ένα σημείο που αξίζει να τονιστεί (με κάποια σημείωση ή πλαίσιο).
Τέλος να προσθέσω ότι ο Βοστανζόγλου, πέρα από τις δύο σημασίες τής
γλισχρότητας που έχουμε σήμερα (πενιχρότητα και ολιγότητα), παραθέτει κι άλλη μία (φιλαργυρία).