Νεολογισμοί (Neologisms)

dipylos

New member
Πλάκα έχουν αυτά τα ηλε- του nickel, αλλά εμένα μου θυμίζουν ηλακάτη. :rolleyes:
 
Το προπέρσινο Πλαθολόγιο του Λυο Καλοβυρνά, ένα λεξικό προσωπικών νεολογισμών, πέρα από μπόλικες άσφαιρες χαριτωμενιές, έχει και μερικά που δεν θα μου έκανε έκπληξη αν καθιερώνονταν.
Αυτήν τη στιγμή θυμάμαι μόνο το απλυτήρι - είναι το ποτήρι που χρησιμοποιείς σε όλη την διάρκεια της μέρας κι απλά το ξεβγάζεις πρόχειρα πού και πού...
 
environmentalist
Στο λεξικό του Ρίζου βρίσκω: "1α. οικολόγος, αυτός που προσπαθεί να προστατεύσει το περιβάλλον. 1β. αυτός που πιστεύει ότι το περιβάλλον κι όχι η κληρονομικότητα επηρεάζει την εξέλιξη του ατόμου."
Σε δύο άλλα λεξικά που έψαξα δεν υπάρχει λήμμα.

Προτείνω, τουλάχιστον για τη σημασία 1α, τον νεολογισμό περιβαλλοντιστής, ο οποίος ήδη κυκλοφορεί αρκετά στο διαδίκτυο.
 

dipylos

New member
Υπάρχει και η περιβαντολογία, από το "περιβάν", το ξαδερφάκι του παραβάν. :cool:
 

Elsa

¥
Υπάρχει και η περιβαντολογία, από το "περιβάν", το ξαδερφάκι του παραβάν. :cool:

Μπα, τότε θα ήταν περιβανολογία, νομίζω οτι βγαίνει από το *περιβάντον που είναι μάλλον ένα παράλληλο, μεταλλαγμένο περιβάλλον.
Από κει και ο, πολύ της μόδας τελευταία, *περιβαντολόγος.
:p
 
εξαγωγός - εισαγωγός (χώρα)

εξαγωγός-εισαγωγός, ως επίθετα που συνοδεύουν κυρίως τη λέξη "χώρα". Ευρήματα πάμπολλα, όχι όμως στα λεξικά (ΛΚΝ, ΛΝΕΓ, ΝΕΛ). Τα εξαγωγικός-εισαγωγικός, π.χ. εμπόριο, σημαίνουν "που αφορά την εξαγωγή-εισαγωγή", ενώ εδώ πρόκειται για υποκείμενα που δρουν, δηλ. για χώρα εξαγωγέα-εισαγωγέα, αλλά σε θέση επιθέτου, πριν από το ουσιαστικό. Υποθέτω κατά το παραγωγός. Άρα, καθ' όλα νόμιμα, και πάντως με ευρύτατη χρήση (χιλιάδες γκουγκλιές). Μακάρι κάποτε να αντικαταστήσουν και τα ουσιαστικά "εξαγωγέας-εισαγωγέας", όπως συμβαίνει με το "παραγωγός", που δεν έχει "παραγωγέας".
Πρώτα όμως πρέπει να μπουν στα λεξικά! Κι όχι να μου τα κοκκινίζει το Word...


Admin's note: Συνέχεια εδώ.
 
ορύχος

ορύχος. Είναι δυνατόν να μην υπάρχει αυτή η λέξη; Και όμως, έχει μόνο εφτά-οχτώ εμφανίσεις, καίριες όμως κατά τη γνώμη μου (ιστότοπος της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ και εργαζόμενοι στον τομέα), ενώ μία μεταφράζει έτσι τους diggers της Αγγλικής Επανάστασης, αν και ετούτοι μάλλον ως "σκαφτιάδες" θα έπρεπε να αποδοθούν.
Γλωσσικά, βέβαια, η λέξη είναι απολύτως νόμιμη. Απλώς δεν την έχουν τα λεξικά (ΛΚΝ, ΛΝΕΓ, ΝΕΛ) και φυσικά την κοκκινίζει το Word.

Σε εισαγωγικά το βάζω, και όμως πάλι μου βγάζει αποτελέσματα με το συμπαθές τρωκτικό "orychus". Ουδέν κακόν, όμως, αμιγές καλού: ορίστε που ο "ορύχος" έχει επινοηθεί από τους ξένους ζωολόγους!
 

nickel

Administrator
Staff member
Σε εισαγωγικά το βάζω, και όμως πάλι μου βγάζει αποτελέσματα με το συμπαθές τρωκτικό "orychus". Ουδέν κακόν, όμως, αμιγές καλού: ορίστε που ο "ορύχος" έχει επινοηθεί από τους ξένους ζωολόγους!
Δυστυχώς για να βρούμε ένα νεολογισμό, χωρίς να μπερδεύονται στα ευρήματα και αγγλικές λέξεις:
(1) επειδή είναι νεολογισμός και δεν περιλαμβάνεται στη βάση με τους κλιτικούς τύπους της Google, πρέπει να γράψουμε εμείς όλους τους τύπους (πανηγύρι στα επίθετα, στα ρήματα δεν κάνεις τον κόπο)·
(2) επειδή εκεί στη Google κάποιος οπαδός του «ουδέν κακόν» παίζει με μεταγραμματισμούς, πρέπει να αφαιρούμε τα μεταγραμματισμένα από τα ευρήματα.

Εδώ δηλαδή πρέπει να γράψουμε:
ορύχοι OR ορύχων OR ορύχους OR ορύχος OR ορύχου OR ορύχο -orychus -orycho
και μετά, βάσει των ευρημάτων και για οικονομία:
ορύχοι OR ορύχων OR ορύχους OR ορύχος OR ορύχου -orychus
 

nickel

Administrator
Staff member
Από το σαββατιάτικο γλωσσικό ηλεδελτίο που στέλνει ο Michael Quinion του worldwidewords:

Νεολογισμοί;
NEOLOGISMS ALERT Dalton Conley is head of the sociology faculty at New York University. His book for our times, Elsewhere USA, which was published on 13 January, includes several invented terms, among them "weisure" ("work" + "leisure"), shorthand for an increasing tendency to work during leisure, because of advances in portable personal technology. Others are "intravidualism" (he says that it's "an ethic of managing the myriad data streams, impulses, and even consciousnesses we experience in our heads as we navigate multiple worlds" - there can be no doubt he's a sociologist); "Elsewhere Society" (which he explains as "the inter-penetration of spheres of life that were once bounded from each other"); and "economic red shift" (the anxiety caused by rising inequality at the top, in which, no matter how rich you are, people at the wealth level just above you seem to be pulling away, like receding galaxies). Expect to read some or all of these buzzwords in a newspaper near you soon. Or perhaps not.

Λεξιπλασία ή πρωτολογισμός;
Cartocacoethes: Grant Barrett's Double-Tongued Dictionary brought this nonce or neologistic word to wider notice this week. It was coined by John Krygier on his Making Maps blog last October. It's an uncontrollable urge, compulsion or itch to see maps everywhere, a specific example of what has been called apophenia, our very human tendency to see patterns in random or meaningless data. "Cartocacoethes" is formed from "cartography" (French "carte", a card or chart), the drawing or study of maps, plus "cacoethes", an urge or incurable passion to do something, often inadvisable (from a classical Greek word that means a bad habit). What provoked the word was a report that a supposed map of Çatalhöyük of 6200 BC probably wasn't a map at all.

Χαρτοκακόηθες; Χαρτοκακοήθεια; Μπλιαχ και τα δύο.
 

Zazula

Administrator
Staff member
ορύχος. Είναι δυνατόν να μην υπάρχει αυτή η λέξη; Και όμως, έχει μόνο εφτά-οχτώ εμφανίσεις, καίριες όμως κατά τη γνώμη μου (ιστότοπος της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ και εργαζόμενοι στον τομέα), ενώ μία μεταφράζει έτσι τους diggers της Αγγλικής Επανάστασης, αν και ετούτοι μάλλον ως "σκαφτιάδες" θα έπρεπε να αποδοθούν.
Γλωσσικά, βέβαια, η λέξη είναι απολύτως νόμιμη. Απλώς δεν την έχουν τα λεξικά (ΛΚΝ, ΛΝΕΓ, ΝΕΛ) και φυσικά την κοκκινίζει το Word.
Η λέξη που βρίσκω εγώ (σε διαδίκτυο και λεξικά) είναι ορύκτης. Έτσι φαίνεται ότι αποδίδεται και το ζωάκι. Και τώρα οι ερωτήσεις μου:

1. Για κάποιο λόγο τα λεξικά λένε ότι το (λημματογραφούμενο) -ωρύχος μας έρχεται ατόφιο από την αρχαία και προέρχεται από το ορύσσω/-ττω. Υπάρχει όντως περίπτωση το ρήμα αυτό να μην έδωσε αυθύπαρκτο ορύχος, αλλά μόνο β' συνθετικό σύνθετων λέξεων;

2. Κάποια λεξικά κάνουν διάκριση μεταξύ των σημασιών των λέξεων όρυξη και ορυχή: Δίνουν ορισμό για την μεν όρυξη ότι είναι η πράξη τού ορύσσω, για τη δε ορυχή ότι είναι και η πράξη και το αποτέλεσμα του ορύσσω. Τηρείται αυτή η διάκριση στην πράξη;

3. Τα ορύκτης και ορύχος (όχι στη ζωολογία) τα αντιστοιχίζουμε με το αγγλικό miner;

4. Θα το κάνει και αυτό ο nickel ξεχωριστό νήμα;
 

nickel

Administrator
Staff member
Βιαστικές απαντήσεις:

3. Οι αρχαίοι είχαν τον ορύκτη για τον digger και τον ορυκτήρα για τον miner.

4. Βαριέμαι τώρα. Μπορώ να το κάνω αν και όταν πάρει έκταση, για να μη σκάβουμε να το βρούμε.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Νεολογισμοί;
NEOLOGISMS ALERT Dalton Conley is head of the sociology faculty at New York University. His book for our times, Elsewhere USA, which was published on 13 January, includes several invented terms, among them "weisure" ("work" + "leisure"), shorthand for an increasing tendency to work during leisure, because of advances in portable personal technology. Others are "intravidualism" (he says that it's "an ethic of managing the myriad data streams, impulses, and even consciousnesses we experience in our heads as we navigate multiple worlds" - there can be no doubt he's a sociologist); "Elsewhere Society" (which he explains as "the inter-penetration of spheres of life that were once bounded from each other"); and "economic red shift" (the anxiety caused by rising inequality at the top, in which, no matter how rich you are, people at the wealth level just above you seem to be pulling away, like receding galaxies). Expect to read some or all of these buzzwords in a newspaper near you soon. Or perhaps not.
Λεξιπλασία ή πρωτολογισμός;
Cartocacoethes: Grant Barrett's Double-Tongued Dictionary brought this nonce or neologistic word to wider notice this week. It was coined by John Krygier on his Making Maps blog last October. It's an uncontrollable urge, compulsion or itch to see maps everywhere, a specific example of what has been called apophenia, our very human tendency to see patterns in random or meaningless data. "Cartocacoethes" is formed from "cartography" (French "carte", a card or chart), the drawing or study of maps, plus "cacoethes", an urge or incurable passion to do something, often inadvisable (from a classical Greek word that means a bad habit). What provoked the word was a report that a supposed map of Çatalhöyük of 6200 BC probably wasn't a map at all.
Χαρτοκακόηθες; Χαρτοκακοήθεια; Μπλιαχ και τα δύο.
weisure = εργανάπαυση

economic red shift = οικονομική ερυθρά μετατόπιση (κατά το βαρυτική ερυθρά μετατόπιση)

cartocacoethes = χαρτωπομανία [χαρτ(ης) + ωπ- (αρχ. οπή = όραση, πρβλ. ενώπιος) + -μανία (ακατανίκητη παρόρμηση)]
Εννοείται ότι τα χαρτοκακόηθες και χαρτοκακοήθεια είναι φρικωδώς εκτρωματικά σε εμετικό βαθμό.
 

nickel

Administrator
Staff member
weisure = εργανάπαυση
Αυτός ο όρος με ενδιαφέρει. Μπήκε κιόλας στην Wikipedia και δεν αποκλείεται να έχει διάδοση. Να τον κρατήσουμε.


Ενημέρωση 22/11/2010: Εξαφανίστηκε από την Wikipedia!
 
Last edited:
Η λέξη που βρίσκω εγώ (σε διαδίκτυο και λεξικά) είναι ορύκτης.
Πάντως το ΛΚΝ δεν το έχει ούτε αυτό.
3. Τα ορύκτης και ορύχος (όχι στη ζωολογία) τα αντιστοιχίζουμε με το αγγλικό miner;
Ναι, και τουλάχιστον εμένα αυτό με καίει στις μεταφράσεις μου. Δεν μπορώ κάθε φορά που βλέπω miner να γράφω ανθρακωρύχος ή ό,τι άλλο πολυσύλλαβο -ωρύχος. Είναι τουλάχιστον αντιαισθητικό.
Έπειτα, εκτός του ότι το ορύκτης δε μ' αρέσει που έχει αυτό το 'κτ', θεωρώ ότι η παραγωγή είναι φυσικότερο να γίνει από το .......-ωρύχος, που είναι ευρύτατης χρήσης. Και θα ήταν και σόλοικο να λέμε ανθρακωρύχος αλλά ορύκτης, προκειμένου για το ίδιο πρόσωπο.
Τέλος, επαναλαμβάνω ότι τα λίγα παραδείγματα που βρήκα της λέξης ορύχος είναι κατά τη γνώμη μου απολύτως καίρια: τα λένε οι ίδιοι οι εργαζόμενοι της ΔΕΗ για τους συναδέλφους τους. Αυτό δεν θα το άλλαζα με τίποτα, ελπίζω ούτε αυτοί στο μέλλον, αν τυχόν.
 
Ένα από τα ωραία αποτελέσματα που βρήκες με το "ορύκτης", Zaz, είναι αυτό του 1ου ΤΕΕ Λαυρίου, που δίνει και τις λαϊκές ονομασίες:
μποσκαδόρος (ξυλοδέτης)
μιναδόρος (ορύκτης)
μπαζαδόρος (εκχωματιστής)

που έχουν και εύκολα θηλυκά! ;)

Nickel, αυτή τη στιγμή οι αναρτήσεις σου είναι 4.444. Καλό Έβερεστ! (κάποτε το Έβερεστ το έδιναν 8.888)
 
λείψανδρος

λείψανδρος. Άλλα σχετικά σε -ανδρος, απ' το Αντίστροφο:

άνανδρος, Ε:αε
ανύπανδρος, Ε:αε,Ο:αε
απείρανδρος, Ο:αε*
αύτανδρος, Ε:αε
αύτανδρος, Ε:θε
εύανδρος, Ε:αε
εύανδρος, Ε:θε
μίσανδρος, Ε:αε
πολύανδρος, Ε:αε
πολύανδρος, Ε:θε
ύπανδρος, Ε:αε,Ο:αε
ύπανδρος, Ε:θε,Ο:θε

Ας πούμε: the already depleted German labour force. Εννοείται ότι μπορεί να ειπωθεί με διάφορους άλλους τρόπους, αλλά πώς θα σας φαινόταν αν έλεγε "το ήδη λείψανδρο γερμανικό εργατικό δυναμικό";
Αλλά φυσικά, και γενικότερα.
 

nickel

Administrator
Staff member
Υπάρχει συγκεκριμένος όρος για τις νεκραναστημένες λέξεις; Να τους αφιερώσουμε το δικό τους νήμα. (Και ναι, πρέπει να ανοίξουμε και νήμα για τους πρωτολογισμούς, τις σοβαρές λεξιπλασίες.)

Στο ΠαπΛεξ (αλλά και στον Δημητράκο):

λείψανδρος, -ον (Α)· 1. αυτός που έχει έλλειψη ανδρικού πληθυσμού· 2. (για γυναίκα) αυτή που εγκαταλείπει τον άνδρα.


Πάντως, στους αρχαίους βρίσκω μόνο αυτό σε κάποια σχόλια στον Ευριπίδη:

Στησίχορός φησιν ὡς θύων τοῖς δεοῖς Τυνδάρεως Ἀφροδίτης ἐπελάθετο· διὸ ὀργισθεῖσαν τὴν θεὸν διγάμους τε καὶ τριγάμους καὶ λειψάνδρους αὐτοῦ τὰς θυγατέρας ποιῆσαι.


ΜΤΕ: Δεν αναφέραμε τον εξορύκτη στα περί miner.
 
κοπαδιάζω

Θα μπορούσα να το βάλω και σαν πρόταση για απόδοση ορισμένων σημασιών του ρήματος herd, αλλά επειδή δεν εμφανίζεται στα ΛΚΝ, ΛΝΕΓ-1, ΝΕΛ (τα άλλα δεν τα έχω, δεν ξέρω), το αναρτώ στους νεολογισμούς. Στο διαδίχτυο, 320 σελίδες για το γ' πληθ. "κοπαδιάζουν". Κυρίως αμετάβατο (τα ψάρια, τα πουλιά), αλλά γιατί όχι και μεταβατικό. Συγγενές με τα συναγελάζομαι (αμτβ.) και κινώ κατά αγέλες (μτβ.) του Ματζέντα (herd), αλλά πιο δημοτικό. Το "συναγελάζονται" δίνει 1930 σελίδες, οι οποίες όμως αφορούν τους ανθρώπους και έχουν ειρωνική χροιά. Άρα μιλάμε για λέξεις με σημασία όχι επικαλυπτόμενη αλλά συμπληρωματική.

Υ.Γ. Σ' ένα από τα τελευταία αποτελέσματα του "κοπαδιάζουν" βρήκα κι έναν ιστότοπο με παροιμίες, όπου αναφέρεται η εξής: "Κοπαδιάζουν οι Κερτιζέοι, κλέβουν οι Τσιπιαναίοι. (Λέγεται όταν κάποιος κλέβει το γείτωνά του.)" Δεν πολυκαταλαβαίνω πώς από τη φράση αυτή βγαίνει το νόημα αυτό, αλλά τέλος πάντων να που η λέξη υπάρχει και σε παραδοσιακό περιβάλλον (όπως ήταν κατά τη γνώμη μου αναμενόμενο).
 
Last edited:
Top