Νεολογισμοί (Neologisms)

nickel

Administrator
Staff member
λαϊκίζω = κάνω λάικ στο Φ/Β

Νομίζω ότι ο όρος μπορεί να μετακινηθεί από τις Λεξιπλασίες στους νεολογισμούς των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Ελπίζω τον ίδιο δρόμο να ακολουθήσει και ο όρος που διάβασα σήμερα και τον βρήκα πολύ πετυχημένο: ο τοιχοδεσπότης.

Τον βρήκα σε εμβριθέστατη τρισέλιδη (!) μελέτη για τα διαφορετικά είδη των λάικ στο Facebook, στο Books' Journal αυτού του μήνα.
 
Όχι να το παινευτώ, αλλά τον τοιχοδεσπότη τον έχω λανσάρει εγώ ή τουλάχιστον και εγώ -βέβαια επειδή το φβ δεν έχει δυνατότητα αναζήτησης, δεν μπορούμε να το ερευνήσουμε περισσότερο.

Το "λαϊκίζω" το λέμε στα αστεία, όταν θες να πεις "βάζω λάικ" μάλλον "λαϊκάρω" θα πεις.
 

nickel

Administrator
Staff member
Καλημέρα. Άντε τώρα να εξοικειωθώ με τη γλώσσα μιας χώρας απ' όπου προτιμώ να μην περνάω. :(

Εσύ λοιπόν, εκτός από νικοδεσπότης, είσαι και τοιχοδεσπότης...
 

Earion

Moderator
Staff member
Και τι θα γίνει με το ήδη καθιερωμένο ρήμα λαϊκίζω;* και τα παράγωγα του λαϊκισμός; Θα το υποκαταστήσει η νέα σημασία;

Σε σημερινή (29.12.2015) αναζήτηση στο Γούγλη οι εκατό πρώτες ανευρέσεις είχαν την παλιά σημασία.

*
Δεν υπάρχει σε ΛΝΕΓκαι ΛΚΝ, υπάρχει στο Χρηστικό.
 

nickel

Administrator
Staff member
Νομίζω ότι το λαϊκίζω με τη σημασία «χαϊδεύω τα αφτιά του λαού» είναι καθιερωμένο και δεν υπάρχει περίπτωση να μπερδευτεί η χρήση του με τη χρήση του φατσομπουκικού ρήματος.

Και το άλλο όμως, μπορεί να χρησιμοποιείται με χιουμοριστική διάθεση και να σταθεί χωρίς παρερμηνείες. Στο μεγάλο κείμενο που διάβασα δεν υπήρχε περίπτωση να παρεξηγηθεί. Δεν ήθελε ο συγγραφέας να λέει συνέχεια «κάνω λάικ». Αντιθέτως, βρήκε την ευκαιρία να δείξει την ευπλαστότητα της γλώσσας, φτιάχνοντας και ενδιαφέροντα παράγωγα:

  • λαϊκίζεις και συ, για να μη θεωρηθείς μίζερος
  • όταν κάποιος στενός φίλος ή φίλη σου ζητούν πριβέ να λαϊκίσεις ένα ποστ ή σχόλιο τους
  • Πιστεύουν ότι αν λαϊκίζουν αβέρτα, χωρίς αυτοσυγκράτηση, το λάικ τους θα καταντήσει νόμισμα πληθωριστικό χωρίς αντίκρισμα
  • δεν συμπίπτει κατ΄ ανάγκη με την ερμηνεία αυτού που το έγραψε ή άλλων λαϊκισάντων
  • Ήπια μορφή αυτο-λαϊκισμού
  • έχουμε τσακωθεί, φιλιώνουμε και μετά αλληλολαϊκιζόμαστε καναδυό φορές απανωτά για να επισφραγίσουμε την εκεχειρία

(Βέβαια, όπως αποτόλμησε το αλληλολαϊκιζόμαστε, έπρεπε να αποτολμήσει και τον αυτολαϊκισμό χωρίς ενωτικό.)
 

rogne

¥
Το "λαϊκίζω" το λέμε στα αστεία, όταν θες να πεις "βάζω λάικ" μάλλον "λαϊκάρω" θα πεις.

Ε ναι, το "-άρω" είναι η καθιερωμένη κατάληξη σε κάτι τέτοια: τουιτάρω, σπαμάρω, μπολντάρω κλπ. Πλάκα έχει βέβαια το "λαϊκίζω", δύσκολο ν' αντισταθείς στον πειρασμό. Eχει παίξει και τόσο πολύ στην τηλεόραση που του ταιριάζει να γίνει αγνώριστο για τις ανάγκες των sm. ;-)

Edit: Τα "αλληλολαϊκιζόμαστε", "αυτολαϊκισμός" κλπ. μεγαλώνουν κι άλλο τον πειρασμό...
 

Earion

Moderator
Staff member
Κάτι ενδιαφέρον:

3

Meaning Ruptures and Meaningful Eruptions in the Service of Rhetoric: Populist Flare-Up Hits the Greek Political Pitch

Eliza Kitis and E. Dimitris Kitis

The present chapter focuses on the use of the term ‘populism’ in the European political scene, and more specifically in the political arena of a European country in crisis, Greece. Its aim is to show how political terms can develop new senses, or even subvert their old ones, and how these terms with the newly acquired sense can be a prime weapon in the rhetorical and ultimately political arsenal of politicians, in order to serve their intents and purposes, create a ‘Self and us’ position vis-a-vis an ‘Other’ position in a polarized antagonistic schema of common-sense ‘us’ and extremist ‘them’, discredit ‘Other’ policies and rally people around their own ‘common-sense’ beneficial policies and practices, forging political ideologies of polarization. In this process, a term signifying a political movement or programme, an ideology or a political practice becomes prey to the purposes of strategic processes of depoliticization adopted by political parties with their own political agendas. The claims are also supported by findings from applying the methodology of corpus linguistics. The scope of this chapter falls squarely within the purview of institutional powerful language use.

3.1 Introduction

Our interest in this topic was motivated by an almost ubiquitous use of the terms ‘populism' and ‘populist’ in the context of Greek politics and, more generally, social life. This wide use of the terms across the board is sharply contrasted to the political and social landscape in the UK, USA and South Africa, countries where English is the official and main language of the press and the mass media in general. In these countries, there is hardly any talk of populism and the term does not appear to enjoy wide currency in public discourse, even though it originates from the political scene in the USA.

As the topic of this study is the concepts and terms of ‘populist’ and ‘populism’, including derivatives, and their current use in the field of politics and social life, it is instructive, not just to explore the meaning of the terms, but also, in a gesture of enlightening its current meaning, to briefly trace back the emergence and evolution of the notion as applied to certain political movements and views, behaviours or attitudes. Populism is a term with a very wide scope of application, ranging from politics to literature, signifying certain ideologies and views relating to living, civil rights and government. The first use of the term, however, appears to be in the name of the Populist Party or People’s Party established in the USA in 1892 by disaffected farmers demanding free coinage silver, a graduated income tax and government control of monopolies; the members of this party were naturally called populists, while their manifesto was summed up as populism.

[...]

In the next section, we will present some examples of the use of the terms in the Greek context, in which we anticipated that the issue of populism has been exacerbated as we identified an increased use of the term in public discourse, while in section 3.3 we will concentrate on the linguistic terms in the Greek context, their definitions and morphological make-up, with a view to deriving possible insights into their meaning from this linguistic exploration. In section 3.4 we will concentrate on the terms and their meanings in the English language, while in section 3.5 we will discuss their semantics with a focus on their pejorative connotation in some uses. In section 3.6 we present the adopted methodology of corpus linguistics, which will provide quantitative evidence for the tentative claims we make regarding the frequency of the terms in public discourse and their evolutionary semantics; we will also briefly present the corpora used. In section 3.7 we present the findings from the application of this methodology to our corpora and in section 3.8 we concentrate on a small corpus consisting of the present Prime Minister’s public speeches over nine months in 2014, with an eye on his use of the terms in question and some related ones. We discuss the findings in section 3.9 and conclude in the final section.

3.2 Populism in the Greek context

The main aim of this section is to illustrate the widespread use of the term ‘populism’ across all domains of public discourse in Greece. The translational equivalent term for ‘populism’ in Greek is λαϊκισμός (laikismos), and it has a similar etymology: just as the English term originates from Latin populus (people), so, too, the Greek term originates from the term signifying ‘people’ (λαός / laos). The derivational suffixes in both languages are also similar, -ism and -ismos, both signifying a set of beliefs.

For someone being exposed to both the British and the Greek mass media on a daily basis it is all too obvious that the term ‘populism’ and its related terms occur quite rarely in the British mass media, while the Greek public discourse abounds with these terms. It is also interesting to note that, while in English there is no verb signifying a verbal or actional populist attitude or behaviour, in the Greek language there has been a recent coinage of a verbal form used always pejoratively to castigate ‘populist’ behaviour or actions; we will translate this verbal form by coining a counterpart in English: ‘populize’. This liberty will help us translate the Greek examples into English, though the asterisk is used to show unacceptability of form. The verbal form in Greek is underlined (all translations throughout are ours):

1. Όταν η Άνγκελα λαϊκίζει “When Angela [Merkel] *populizes” (newspaper headline, 31 August 2013)

2. Ακόμη και οι Γερμανοί πολιτικοί λαϊκίζουν ασύστολα. “Even German politicians *populize unashamedly” (newspaper headline, 31 August 2013)

3. Ο Βενιζέλος έριξε με πραξικόπημα τον Παπανδρέου και λαϊκίζει. “Venizelos [Minister] overthrew Papandreou [PM] and *populizes”(headline, 2014).


από το συλλογικό έργο : The Exercise of Power in Communication: Devices, Reception and Reaction, edited by Rainer Schulze, Hanna Pishwa

https://books.google.gr/books?id=Hv...9JDeg4HhDoAQgqMAQ#v=onepage&q=λαϊκίζω&f=false
 

daeman

Administrator
Staff member
Ε ναι, το "-άρω" είναι η καθιερωμένη κατάληξη σε κάτι τέτοια: τουιτάρω, σπαμάρω, μπολντάρω κλπ. Πλάκα έχει βέβαια το "λαϊκίζω", δύσκολο ν' αντισταθείς στον πειρασμό. Eχει παίξει και τόσο πολύ στην τηλεόραση που του ταιριάζει να γίνει αγνώριστο για τις ανάγκες των sm. ;-)

Edit: Τα "αλληλολαϊκιζόμαστε", "αυτολαϊκισμός" κλπ. μεγαλώνουν κι άλλο τον πειρασμό...

Σωστό, αλλά με θέλγει άλλη κατάληξη ώστε να αποφεύγεται η σύγχυση, το λαϊκώνω / λαϊκώνομαι, που δίνει και ουσιαστικό μακριά από τον λαϊκισμό: το λάικωμα, το αλληλολάικωμα, το αυτολάικωμα, κάτω στα λακκώματα, στων σοσιαλμυδιών τα χώματα, που σηκώνεται ο λαϊκωμός. Το κακό είναι ότι μόνο άλλοι δύο το προτιμούν:

Κι όταν αναρτώ "Back to business", και το ... λαϊκώνει πάραυτα ο manager, εννοούμε "Back to business."
Και, κατά τα άλλα, λαϊκώνει το "Όταν το δάχτυλο έδειχνε το φεγγάρι, ο ηλίθιος κοίταζε το δάχτυλο".

Το λαϊκίζειν εστί αποδομείν. :whistle:
 
Κοντεύει να τελειώσει το 2017 και δεν έχει μπει λέξη σε αυτό το νήμα, οπότε ας βάλω νεολογισμό τη φορολοταρία που έκανε προχτές την πρώτη της κλήρωση.
 

nickel

Administrator
Staff member
Μπράβο. Και για το φρεσκάρισμα του νήματος και για τον καραμπινάτο νεολογισμό. Θα πρέπει να δούμε τι λαβράκια θα μαζέψουμε αυτές τις μέρες.

Και μια και μίλησα για ψάρι, μια λέξη που επιδιώκει να καθιερωθεί (αν και δεν έχει φτάσει ακόμα τις 100 γκουγκλιές) είναι το ψαροφαγείο (η πιο καθωσπρέπει ονομασία της ψαροταβέρνας). Περιέργως, όχι ιχθυοφαγείο.
 

nickel

Administrator
Staff member
ενδεκαδάτος που ανήκει στη βασική ενδεκάδα μιας ποδοσφαιρικής ομάδας
 

nickel

Administrator
Staff member
Μια λέξη που χρησιμοποιούμε εμείς οι ποδηλάτες (αλλά και οι μοτοσυκλετιστές, ίσως και από παλιότερα) είναι ο σύντροχος, από το συν + τροχός κατ' αναλογία με το σύντροφος. Τη βρίσκω και με παλιότερη σημασία «σύμφωνος».
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
winterization > προχείμαση

Στην πραγματικότητα, πρόκειται για λεξιπλασία, αλλά θα ήθελα να την προτείνω ως χρήσιμο νεολογισμό. Φίλος με ρώτησε πώς αποδίδεται στα ελληνικά το αγγλικό winterization, δηλ. η προετοιμασία π.χ. ενός σπιτιού ή ενος πλοίου για να χρησιμοποιηθεί τον χειμώνα (όχι να απαγγιάσει, όχι για να ξεχειμωνιάσει). Είδα ελάχιστα ευρήματα «χειμωνοποίησης» που μου φαίνονται ακατάλληλα (και αμφίσημα, π.χ. θα μπρούσαμε να μιλήσουμε για «πυρηνική χειμωνοποίηση» μετά από έναν πυρηνικό πόλεμα), οπότε του πρότεινα την προχείμαση. Ο φίλος την αποδέχτηκε ασμένως, οπότε η λεξιπλασία αυτή ίσως φανεί χρήσιμη και κάπου αλλού.
 
Στο Google υπάρχει ένα και μοναδικό εύρημα της λέξης «προχειμασία» από ελληνολατινικό λεξικό, με τον εξής ορισμό: praveniens statos dies tempestas. Μπορεί κανείς να μας το μεταφράσει, μήπως και έχει αυτή την έννοια;
 

nickel

Administrator
Staff member
Ναι, κανονικά είναι ο πρώιμος χειμώνας, η πρώιμη κακοκαιρία. Αλλά πάει αυτή, ξεχάστηκε. :-)
 
Top