τετραωρίτης,
τετραωρίτισσα (ουσ.) γενικός όρος για τον μερικώς απασχολούμενο με εξαρτημένη σχέση εργασίας, προερχόμενη από το γεγονός ότι η συνήθης πρακτική είναι οι συμβάσεις για μισό οχτάωρο (δηλ. τετράωρο). Ευρήματα:
2230 αναφέρει (με τις γνωστές υπερβολές του) το γκουγκλ σήμερα, περιλαμβάνοντας μόνον τους
τετραωρίτες (και τα
τετραωρίτης / τετραωρίτη)· οι
τετραωρίτισσες από την άλλη δεν εκπροσωπούνται τόσο έντονα (στα ευρήματα, εννοείται — διότι στην αγορά εργασίας εκπροσωπούνται μια χαρά), έχοντας μόλις
2 ευρήματα σήμερα για την
τετραωρίτισσα και κανένα στις άλλες πτώσεις (δηλ. κ.
τετραωρίτισσας /
τετραωριτισσών).
Η λεκτική κατασκευή
τετραωρίτης είναι απόλυτα φυσιολογική, παρόλο που δεν τυχαίνει να γνωρίζω (ούτε βρήκα ψάχνοντας μέχρι τώρα) άλλες λέξεις σε -
ωρίτης από τη λ.
ώρα· υπάρχουν λέξεις σε -
χωρίτης / -
χωρίτισσα από τη λ.
χώρα και τις συναφείς με αυτήν απ' τη μια, και ο γνωστός
μετεωρίτης, ο καλλικάντζαρος
παρωρίτης και τα
ψωρίτης / ψωρίτισσα (από τη λ.
ψώρα) απ' την άλλη. Στο
Αντίστροφο λεξικό (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη) βρήκα κι ένα
διωρίτης και παραξενεύτηκα· «λες να φτιάχτηκε παλιότερα λέξη για όσους εργάζονται ένα δίωρο τη μέρα;» ήταν η πρώτη μου σκέψη (διότι κάτι τέτοιο θα αποδείκνυε ότι η γλώσσα είναι πιο μπροστά απ' τις εξελίξεις). Ωστόσο, απ' ό,τι φαίνεται, πρόκειται για λεξικογράφηση ενός ανορθόγραφου τύπου για τη λ.
διορίτης· ο
διορίτης είναι πέτρωμα η ονομασία του οποίου ετυμολογείται (μέσω της γαλλικής) από το ρ.
διορίζω "διαχωρίζω (
αρχική σημασία)".
Κοίτα να δεις πάντως πώς τα φέρνει η γλώσσα, που σου εμφανίζει διορισμούς και τετραωρίτες στην ίδια παράγραφο!