Το ζήτημα είναι ότι είθισται, σε αυτόν τον τόπο, να σπαταλούμε την γλωσσολογική μας ενέργεια για να γράφουμε τόμους επί τόμων για ζητήματα επουσιώδη, όχι της γλώσσας παρά μάλλον της γραφολογίας/ορθογραφίας. Αντιπαρατάσσουμε τους τύπους που μας αρέσουν με τους τύπους που αρέσουν στους άλλους, τους τύπους που εμείς ξεσηκώσαμε από κάποιο σκονισμένο, μούχλοσμο (!) βιβλίο με τους τύπους που ξεσήκωσε κάποιος άλλος.
Όλα σε αυτόν τον μίζερο τόπο τα γυρνάμε στην πολιτική αντιπαράθεση —γιατί είναι ζητήματα πολιτικής (γλωσσικής) αυτά με τα οποία καταπιάνονται οι πάσης φύσεως οδηγοί.
Αντί οδηγός μας (εάν χρειαζόμαστε οδηγό) να είναι η πραγματικότητα, η ρέουσα και μεταβαλλόμενη αενάως, ώστε να προσαρμοζόμαστε σε αυτήν μέρα την μέρα, θέλουμε οδηγούς με την βούλα του Πάκη, του Μάκη, του Σάκη: μας νοιάζει η ετικέτα, η ταμπέλα, το γραφειοκρατικό και τάχα μου επίσημο και θεσμοθετημένο. Γυρεύουμε να συνταυτιστούμε με ονόματα και τίτλους, με τζίφρες, σφραγίδες, βούλες και δάφνες του κ. Γλωσσολογίδη, για να αντιπαρατεθούμε με τους άλλους που ακολουθούν τον κ. Ορθογραφίδη.