Σε ένα υπό μετάφραση βιβλίο, πώς μπορεί να μην υπάρχει επιμελητής -πλην του επιστημονικού τοιούτου; Ποιος θα κάνει αντιπαραβολή με το πρωτότυπο; Ποιος θα ελέγξει τα πραγματολογικά στοιχεία; Ποιος θα διευκρινίσει νοήματα και επίπεδα ύφους; Ποιος θα βελτιώσει, όπου χρειάζεται, τη γλώσσα του μεταφράσματος;
Δεν είναι δουλειά του απλού διορθωτή αυτά.
Οπότε, η γνώμη είναι:
Ως προς το (1), κακώς δεν υπάρχει επιμελητής και υπάρχουν μόνο μεταφραστής και επιστημονικός επιμελητής, διότι καταλείπεται κενό όταν πρόκειται για ζητήματα που δεν άπτονται της επιστημονικής ορολογίας. Κενό το οποίο δεν μπορεί να καλυφθεί ούτε από τον εκδότη (άλλου είδους αποφάσεις λαμβάνει αυτός…) ούτε από τον μεταφραστή ούτε από τον επιστημονικό επιμελητή.
Ως προς το (2), για ζητήματα που άπτονται της «ειδικότητας» του επιμελητή, ο επιμελητής. Ευκταία είναι βέβαια η αγαστή συνεργασία μεταφραστή-επιμελητή σε όλα τα στάδια παραγωγής του μεταφράσματος. Σε περιπτώσεις ωστόσο ισχυρής ή αξεπέραστης διαφωνίας μεταξύ των δύο, μόνο προσωπικά μπορώ να μιλήσω: πάντα παρέθετα το πρωτότυπο παράθεμα, στη συνέχεια το «επίδικο» μετάφρασμα, ακολούθως τη δική μου εκδοχή μετά αιτιολογημένης κρίσης και τέλος παρέδιδα το σύνολο στον εκδότη να αποφανθεί επί του πρακτέου. Από εκεί και πέρα, εάν ο άνθρωπος είχε τρόπο να κρίνει και να προκρίνει την ορθότερη και εντελέστερη εκδοχή μεταφράσματος, είχε καλώς. Εάν ήξερα ότι δεν είχε τρόπο να κρίνει, τότε είχε κακώς αλλά εγώ θεωρούσα ότι είχα πράξει κατά γνώση και κατά συνείδηση.