Με το σκόπιμα προβοκατόρικο αρχικό μου ποστ, ήλπιζα να προκαλέσω συζήτηση και κατάθεση εμπειριών γύρω από το θέμα της επιμέλειας. Τελικά, μάλλον έγινε κάποιος ψιλοχαμός. Νομίζω ότι οφείλω να επανέλθω διευκρινιστικά. Θα χρειαστεί όμως να καταχραστώ τη φιλοξενία του Νίκελ, επειδή εγώ προσωπικά ούτε προτάσεις διατυπώνω ούτε τα "πρέπει" και τα "δεν πρέπει", ή τα "ναι στο Α" και "όχι στο Β", είναι το φόρτε μου -- θέλω να ελπίζω, όχι από αγνωστικισμό αλλά από ρεαλισμό. Το ζητούμενο για μένα είναι να καταλάβουμε τι πραγματικά συμβαίνει, αυτό είναι όλο. Και αποσαφηνίζω ότι έχω κάνει πολλές επιμέλειες στη ζωή μου και ότι, ακόμα και τώρα που δουλεύω με υπαλληλική σχέση, ένα διόλου αμελητέο μέρος της δουλειάς μου συνίσταται σε επιμέλεια. Επίσης, θα ήταν πλεοναστικό να επαναλάβω τα τόσα και τόσα ευστοχότατα που υπάρχουν στο νήμα που άνοιξε ο arberlis για το θέμα αυτό, στα άρθρα του Γιάννη Χάρη ή στα ήρεμα και ουσιαστικά ποστ του newtonian (βλ. ιδίως το #20 και το #17). Το τονίζω: δεν ψάχνω τα "πρέπει", αλλά να καταλάβω τι συμβαίνει σε κοινωνική κλίμακα και κατά μέσο όρο, αφήνοντας κατά μέρος τις ειδικές περιπτώσεις (εξειδικευμένα επιστημονικά κείμενα, ιστορικά κείμενα που απαιτούν φιλολογική επιμέλεια, καταστάσεις που αναπτύσσονται πάνω στη βάση της προσωπικής φιλίας ή γνωριμίας).
Είχα φέρει ένα σχηματικό παράδειγμα, στο οποίο επιμένω. Ο Νίκελ έχει απόλυτο δίκιο ότι αυτά μπορούν να συμβούν μόνο σε μια εκδοτική μπουτίκ, αλλά εδώ το ζητούμενο είναι περισσότερο μια εννοιολογική διευκρίνιση, δεν πρόκειται καθόλου για "μοντέλο". Λοιπόν, εγώ ο βλαμμένος με την ποιότητα εκδότης έχω διαθέσιμες για την εκδοτική μπουτίκ μου 100 νομισματικές μονάδες για να εξασφαλίσω την παραγωγή ενός μέσου ολοκληρωμένου μεταφρασμένου κειμένου που θα πάει για τύπωμα. Ας δεχτούμε ότι απομονώνουμε τις τεχνικές λειτουργίες (σελιδοποίηση κτλ.) και ότι μπορούμε να αναφερθούμε μόνο στο κείμενο καθαυτό. Ας δεχτούμε επίσης ότι, γι' αυτό το μέσο κείμενο, το ποσό που μπορώ να διαθέσω είναι πολύ κοντά στον μέσο όρο της αγοράς. Ας δεχτούμε, προσωρινά, τον επικρατούντα διαχωρισμό μετάφρασης/ επιμέλειας. Λοιπόν, πώς είναι λογικό να κατανείμω το ποσό αυτό μεταξύ μετάφρασης και επιμέλειας για να έχω το καλύτερο ποιοτικό αποτέλεσμα; Στην εμπορευματική και εκχρηματισμένη αυτή ζωή, αν ξέρεις τι ζητάς, ισχύει περίπου πως ό,τι πληρώσεις παίρνεις. Κατανομή 70% μετάφραση και 30% επιμέλεια; Αυτό σημαίνει μέτρια μετάφραση και μέτρια επιμέλεια. 50-50; Σημαίνει κακή μετάφραση και καλή επιμέλεια. 90-10 ή ακόμα 100-0; Αυτό σημαίνει καλή μετάφραση και καθόλου επιμέλεια, δηλαδή δεν θα υπάρξει διεξοδικός έλεγχος της μετάφρασης από δεύτερο μάτι, και ίσως θα κάνω τον καλό επιμελητή μεταφραστή, αλλά με αμοιβή που τον ικανοποιεί (πάντα συγκριτικά με τα δεδομένα της αγοράς). Το ιδανικό βέβαια είναι να έχεις καλή μετάφραση και καλή επιμέλεια, και γιατί μόνο μία επιμέλεια; Αλλά εδώ προσπαθούμε να είμαστε ρεαλιστές και να μιλάμε για τη μέση περίπτωση που διέπεται από τους σιδερένιους νόμους της αγοράς. Ισχυρίζομαι ότι η ορθολογικότερη επιλογή είναι η τελευταία, πάντα με δεδομένο ότι πρώτιστο κριτήριο είναι η ποιότητα.
Ποιος νοιάζεται για την ποιότητα, θα μου πείτε. Εδώ ακριβώς είναι το θέμα, εδώ έγκειται ο λόγος για τον οποίο το παράδειγμα της εκδοτικής μπουτίκ εξαντλείται στην εννοιολογική διευκρίνιση. Στην πραγματική ζωή ισχύει συνήθως εκείνο που ανέφερε ο newtonian: "Οι εκδότες παίρνουν τα δικαιώματα ενός βιβλίου και το δίνουν στον πρώτο τυχαίο, άπειρο ή ανεπαρκή μεταφραστή πληρώνοντάς τον ψιχία. Προφανώς υποθέτουν ότι ο επιμελητής, τον οποίο επίσης πληρώνουν, θα κάνει τη μετάφραση αξιοπρεπή. Αυτό ξέρουμε ότι δεν είναι εφικτό. Μια κακή ή φτωχή μετάφραση δεν σώζεται με επιμέλεια.[#17] (...) Για αυτά φταίει ο εκδότης που για να συμπιέσει το κόστος ανέθεσε τη μετάφραση σε ανεπαρκή μεταφραστή και μετά βάζει τον επιμελητή να βουλώσει όλες τις τρύπες, μία μία, σε ένα σουρωτήρι, να το μετατρέψει δηλαδή σε κουτάλα. Ο άνθρωπος είναι κακός επαγγελματίας, δεν ξέρει να διαλέξει συνεργάτες ή ξέρει μεν ποια πρέπει να είναι η ορθή πρακτική αλλά δεν την εφαρμόζει γιατί δεν τον συμφέρει οικονομικά. (Αυτό μου το έχουν εξομολογηθεί κυνικά οι ίδιοι.)" [#20] Ισχύουν επίσης εκείνα που, ειδικά για τη λογοτεχνική μετάφραση, αναφέρει ο arberlis. Για παράδειγμα: "Το 90% των μεταφράσεων είναι προϊόντα επιμέλειας αυτού του είδους, με αποτέλεσμα έναν ομογενοποιημένο πολτό που σερβίρεται για λογοτεχνία. Εκατοντάδες σοβαρά λογοτεχνικά έργα μεταφράζονται κάθε χρόνο και όλα μοιάζουν μεταξύ τους, ακριβώς επειδή η "ομαλοποίηση" τα έχει ισοπεδώσει. (...) Μια κακή ή φτωχή μετάφραση πρέπει κανονικά να πηγαίνει στο καλάθι των αχρήστων. Κανένας επιμελητής δεν μπορεί να τη βελτιώσει. (...) Αλλά αυτό ακριβώς είναι το κακό, η στερεοτυποποίηση της γλώσσας του κειμένου, δηλαδή η ακύρωση της λογοτεχνικότητάς του. (...) Όταν, λοιπόν, υπερασπίζομαι τα "λάθη", υπερασπίζομαι αυτό που οι επιμελητές θεωρούν λάθος (όχι εγώ), την παρέκκλιση από την πεπατημένη, αυτό που δεν είναι βατό. Ε, αυτό που δεν είναι βατό είναι η λογοτεχνία". Στο ίδιο νήμα ο Αζιμούθιος αναφέρει τη διόρθωση του "Away he rode" με το "He rode away", και κινδυνεύουμε με έμφραγμα. O arberlis παραθέτει ένα απόσπασμα του Φίλιππου Ηλιού που συνοψίζει καλά μια κατάσταση: «Στις συνηθισμένες, και κακές, περιπτώσεις επιμελητών/ επιμελητριών, πρόκειται για ανθρώπους, οι οποίοι, με πλήρη έλλειψη σεβασμού προς τα κείμενα τα οποία "επιμελούνται", και έχοντας ως βοήθημα, όταν το χρησιμοποιούν, την τελευταία έκδοση της Γραμματικής Τριανταφυλλίδη, ισοπεδώνουν τα πάντα: ορθογραφία, συντακτικό, ηθελημένες πολυτυπίες των συγγραφέων και τα λοιπά. Και όταν τους πιάσει η τσαχπινιά, αλλάζουν και τις λέξεις που δεν τους αρέσουν, ή που δεν γνωρίζουν».
Γιατί συμβαίνει αυτό; Ο λόγος βέβαια δεν είναι ότι δεν υπάρχουν καλοί και πολύ καλοί και άριστοι επιμελητές. Ο λόγος είναι ότι μιλάμε για έναν οικονομικό κλάδο που, εντελώς φυσιολογικά τη σήμερον ημέρα, κινείται με γνώμονα το κέρδος. Και η καλή επιμέλεια δεν συμφέρει, όπως άλλωστε ούτε η καλή μετάφραση συμφέρει, πάντα μιλώντας για έναν μέσο όρο και συνήθεις περιπτώσεις κειμένων, για ό,τι διαμορφώνεται σαν κοινωνικά κυρίαρχη πραγματικότητα. Εδώ όμως ας ανοίξουμε μια παρένθεση για να ξανακοιτάξουμε τον επικρατούντα διαχωρισμό μετάφρασης/ επιμέλειας. Η όλη διαδικασία από την έναρξη της μετάφρασης μέχρι την ύπαρξη οριστικοποιημένου κειμένου (ας την ονομάσουμε Διαδικασία με κεφαλαίο) δεν ήταν πάντα ούτε είναι ευνοήτως και εκ φύσεως ένα δίπολο μετάφραση/ επιμέλεια. Η διερεύνηση των δύσκολων μεταφραστικών προβλημάτων μπορεί π.χ. να γίνεται καθ' οδόν με τη βοήθεια τρίτων, είτε είναι επιμελητές είτε ειδικοί. Το δεύτερο ή τρίτο κτλ. μάτι είναι βέβαια πάντα χρήσιμο όταν υπάρχει καλή συνεννόηση με το πρώτο. Άλλωστε, όλοι οι μεταφραστές ξέρουν ότι και οι ίδιοι, αν πάρουν μια απόσταση λίγων έστω ημερών από τη μετάφρασή τους και την ξανακοιτάξουν προσεκτικά, όλο και κάτι θα αλλάξουν. Ακόμα και το δικό τους μάτι μπορεί να γίνει δεύτερο μάτι. Πόσο μάλλον τα μάτια κατάλληλων φίλων και γνωστών, ή βέβαια επιμελητών. Όπως πολύ σωστά λένε στο νήμα του arberlis, για παράδειγμα, ο tsioutsiou ("πιστεύω ότι κάθε κείμενο και ο συντάκτης ωφελούνται από ένα δεύτερο μάτι. Και μακάρι να μην αλληλοκοιτιούνται με μισό μάτι") ή ο Νίκελ ("Οι σωστές σχέσεις των συγγραφέων και των μεταφραστών με τους επιμελητές των εκδόσεων είναι στα χέρια των εκδοτών. Αυτοί οι τελευταίοι δεν πρέπει να αποφεύγουν το σωστό πάρε-δώσε ανάμεσα στους δύο άλλους συντελεστές. Στην ηλεκτρονική εποχή το να πάρει έγκαιρα ο μεταφραστής τη διορθωμένη δουλειά του, ώστε να δει τις εύστοχες διορθώσεις και να μάθει απ' αυτές, αλλά και να κάνει συζήτηση για τις άστοχες, πόσο πια θα καθυστερήσει ένα έργο; Πιστεύω άλλωστε ότι η διαδικασία της επιμέλειας θα έπρεπε να αρχίζει πολύ πριν από την ολοκλήρωση του έργου"). Το ζήτημα είναι ότι η καθιέρωση και παγίωση των ρόλων οδηγεί, φυσιολογικότατα, σε καταστάσεις πλήρους παραλογισμού, ακόμα και όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν προκύπτει άμεσα εξοικονόμηση για τον εκδότη. Ο αυθαιρετών και ασκών τεμπέλικη, βάσει τυφλοσούρτη και κομπλεξαρισμένη εξουσία επιμελητής, όπως και ο κρυπτόμενος πίσω απ' το δάχτυλό του μεταφραστής (εντάξει μωρέ, ας το δει ο επιμελητής), δεν είναι τυχαία αλλά μάλλον αναγκαία προϊόντα του συστήματος αυτού. Τα διάφορα, δυσκόλως διακριτά στοιχεία της Διαδικασίας χωρίζονται με το στανιό σε δύο προκάτ ρόλους, που αναλαμβάνονται από διαφορετικά άτομα, με την ιεραρχική σχέση την οποία εμφυσά η λογική της επιχείρησης. Στον μεταφραστή ενσταλάζεται η ανευθυνότητα και η αγλωσσία, κάτι που δεν είναι μεταφυσική διαδικασία, αλλά υλοποιείται εμπράκτως στο ποσό της αμοιβής του και τη δικαιολογεί. Στον επιμελητή αναλογεί η γλωσσική και λοιπή αυθεντία και η επιβεβαίωση της ιεραρχικής του σχέσης με την άσκηση εξουσίας έναντι του μεταφραστή, και ούτε αυτό είναι μεταφυσική διαδικασία, αλλά πηγάζει από τη σχέση με το κέντρο της επιχείρησης.
Νέα παρένθεση. Απ' ό,τι θυμάμαι, στο εμπορικό δίκαιο υπάρχει η υποκειμενική και αντικειμενική σχολή προκειμένου να προσδιοριστεί ποιες πράξεις εμπίπτουν στο πεδίο του. Υποκειμενική σχολή -- ορίζεται πρώτα ο έμπορος και μετά όλες οι πράξεις του διέπονται από το εμπορικό δίκαιο. Αντικειμενική σχολή -- τα χαρακτηριστικά των ίδιων των πράξεων καθορίζουν αν διέπονται ή όχι από το εμπορικό δίκαιο, όχι το ποιοι τις διενεργούν. Ε λοιπόν, στην περίπτωσή μας θα πρέπει να ξεχάσουμε την υποκειμενική σχολή. Όχι γιατί δεν υπάρχουν αρκετοί επιμελητές παντελώς άσχετοι με τη μετάφραση. Στη δεκαετία του 80 θυμάμαι μάλιστα ότι είχαμε ξαφνικά γεμίσει με πτυχιούχους φιλολογίας τους οποίους εγώ αποκαλούσα "νικόπτες", γιατί η βασική τους δουλειά ήταν να κόβουν τα νι, εξυπακούεται ασχέτως συγγραφέα, εποχής, κειμένου, ύφους κτλ. Αλλά γιατί πρόκειται αρκετά συχνά για τα ίδια πρόσωπα, έστω και σε βάθος χρόνου (οι καλοί επιμελητές έχουν συνήθως υπάρξει και μεταφραστές), ενώ συχνά επίσης τα ίδια πρόσωπα εναλλάσσονται στους ρόλους μεταφραστή και επιμελητή. Και γιατί το τι είσαι δεν είναι οντολογικό γνώρισμα, δεν είναι σημάδι του Θηρίου ή του Κυρίου, αλλά είναι το τι κάνεις.
Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι επιμέλεια ή μη επιμέλεια, αλλά ο στανικός διαχωρισμός των στοιχείων της Διαδικασίας, με συμπύκνωσή τους σε δύο διακριτούς ρόλους κατά τρόπο σύμφωνο προς την επιχειρηματική λογική. Η στενή αγορά της Ελλάδας και η έλλειψη ενός στοιχειώδους επαγγελματισμού οδηγεί σε καταστάσεις ενίοτε τραγελαφικές, αλλά η τάση είναι γενική. Και πρόκειται βέβαια για μια κατάσταση που ζορίζει και τον καλό μεταφραστή και τον καλό επιμελητή και τον καλό μεταφραστοεπιμελητή και τον καλό επιμελητομεταφραστή. Συμπτώματά της είναι κάποιες περιπτώσεις που αναφέρθηκαν, και βέβαια θα είχα κι εγώ κάμποσα να αναφέρω, αλλά νομίζω ότι όλοι οι λεξιλόγοι έχουν εμπειρίες και είναι σε θέση να κατανοήσουν. Δεν ωφελούν σε τίποτα ούτε τα αναθέματα ούτε η παράθεση των ευνόητων. Το ζητούμενο είναι προς τα πού πάει η κατάσταση για το σινάφι μας. Σε ένα νήμα που, αν θυμάμαι καλά, είχε ανοίξει ο Αζιμούθιος, είχα υποστηρίξει πάνω-κάτω ότι ουσιαστικά (όσον αφορά τη φύση της δουλειάς τους, όχι την αμοιβή!) οι μεταφραστές είναι μάστορες, τεχνίτες, μαστοράντζα (αυτό, αν θυμάμαι καλά, το είχε προσθέσει ο Κώστας). Κι αυτό γιατί η γλώσσα διαθέτει αντιστάσεις που δεν διέθετε π.χ. η στίλβωση των επίπλων. Αλλά η γενική τάση της εξέλιξης του σιναφιού μας είναι ό,τι και όλων των άλλων σιναφιών, όσο μεγάλη κι αν είναι η χρονική υστέρηση.
Ο Νίκελ, μολονότι βρίσκεται στον αντίποδα, αν όχι της δικής μου άποψης τουλάχιστον της δικής μου οπτικής γωνίας, κατάφερε να με προλάβει και σ' αυτό (συγγνώμη, αλλά δεν βρίσκω το ποστ), λέγοντας πάνω-κάτω ότι σε λίγο μπορεί να μην υπάρχουν καν μεταφραστές αλλά μόνο επιμελητές. Ακριβώς! Ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα που αενάως προσπαθεί να ρουφήξει τις ικανότητες του τεχνίτη, έστω του ειδικευμένου εργαζομένου, και να τις ενσωματώσει σε μηχανήματα και αυτοματισμούς. Αλλά, για να το επιτύχει, πρέπει να τις τεμαχίσει, να διαχωρίσει τα κομμάτια, να τα κάνει κατάλληλα για απορρόφηση. Σήμερα εξακολουθούν να παράγονται και έπιπλα και γυάλινα και ό,τι πεις, όμως όλοι πέφτουν ξεροί βλέποντας τι παραγόταν κάποτε (και τι δεν μπορεί πια να παραχθεί). Η διαδικασία αυτή δεν είναι lossless. Τα άρθρα του Γιάννη Χάρη, όπως και κάποιες αναφορές στο πλαίσιο της συζήτησης αυτής, υπενθυμίζουν πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα σε σχέση με την εποχή του στοιχειοθέτη και του διορθωτή, που δεν είναι και τόσο μακρινή. Ας φανταστούμε τι θα είχε γίνει αν μπορούσε να δώσει πειστικά αποτελέσματα η αυτόματη μετάφραση, αλλά και τι έχει γίνει και γίνεται με τις μεταφραστικές μνήμες, και τι συνεπάγεται αυτό για πολλούς μεταφραστές. Οι διαχωρισμένοι ρόλοι μεταφραστή/ επιμελητή, η αστήρικτη αλαζονεία κάμποσων επιμελητών που ζευγαρώνει με την ανευθυνότητα κάμποσων μεταφραστών, η τάση ισοπέδωσης, όλα αυτά είναι ενδείξεις μιας εξέλιξης και ας μην το παίρνει κανείς προσωπικά. Πιστεύει κανείς ότι, αν πέσει το βομβαρδισμένο οχυρό των μεταφραστών, δεν θα στραφούν οι βομβαρδισμοί προς τους επιμελητές; Έχω δει καλούς μεταφραστές να υποκύπτουν στην πίεση της επιβίωσης και να εγκαταλείπουν το μεράκι τους, προμηνύοντας δεινά για το σινάφι μας και χάνοντας για πάντα τη μαστοριά τους, γιατί εδώ une fois est coutume. Και, φυσικά, τίποτα δεν μπορώ να τους προσάψω. Αλλά όσοι διατηρούν κάτι από το μεράκι της μαστοράντζας δικαιούνται, αντί για μια φαντασιακή συμμετοχή σε κάποια φαντασιακά κοινά, να φαντασιώνονται μιαν ιδανικά πολυσυμμετοχική αλλά οπωσδήποτε ενοποιημένη Διαδικασία.