υβραυλικός
αυλοκόλακας που είναι υπεύθυνος για την παροχή και διοχέτευση ύβρεων
υβρόφιλος
αυτός που απολαμβάνει το να υβρίζει, που ευημερεί χάρη στις ύβρεις (ΣΥΝ. υβροχαρής)
ενυβρείο
οποιουδήποτε μεγέθους δεξαμενή (και μτφ. — λ.χ. ιστολόγιο, τηλεοπτική εκπομπή) στην οποία φιλοξενούνται υβρόβια όντα και συνήθως διακοσμείται με υβρόφυτα
υβροφόρος ορίζοντας
νοητή επιφάνεια που αντιπροσωπεύει τη στάθμη των ύβρεων σε έναν τόπο
Κονομαρχία: α. η αρχή της ιδιοποίησης δημοσίου χρήματος∙ το σύνολο των νόμων που διέπουν τη συλλογή, τη διαχείριση και την ορθολογική διασπάθισή του
β. δημόσιο κτίριο το οποίο στεγάζει κονομαρχιακές υπηρεσίες και δραστηριότητες
Πηδάριθμος: το σύνολο των ερωτικών συντρόφων ενός ατόμου.
πχ. Τι πηδάριθμο έχεις;
Διασταυρωμένη αλήθεια: οι άντρες δίνουν πάντα μεγαλύτερο πηδάριθμο από τον πραγματικό (για ευνόητους λόγους), ενώ οι γυναίκες δίνουν πάντα μικρότερο (για ευνόητους λόγους).
τηλωσίας μειωτικός χαρακτηρισμός για ομοφυλόφιλο, ο οποίος αρχικά σκόπευε να παντρευτεί με το σύντροφό του στην Τήλο, αλλά κατόπιν (συνήθ. ύστερα από πίεση) αποκήρυξε δημόσια τα φρονήματά του υπογράφοντας σχετική δήλωση. [λεξ. διασταύρωση Τήλος + δηλωσίας]
Ψυχραναγκασμός: διαταραχή που πλήττει τους εργαζόμενους σε πολλές εταιρίες/ υπηρεσίες/ τράπεζες του λεκανοπεδίου κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Κύριο σύμπτωμα είναι η εμμονή να διατηρούν -μέσω κλιματισμού- τη θερμοκρασία του χώρου στους 17 βαθμούς (ενώ έξω έχει 33) με αποτέλεσμα να τουρτουρίζουν.
Αν τον Ιανουάριο η θερμοκρασία του χώρου εργασίας τους ήταν στους 17 βαθμούς, θα έκαναν απεργία.
Ψυχραναγκάζω: τακτική αφεντικών, προϊσταμένων, διευθυντών κλπ να μετατρέπουν τους χώρους εργασίας του λεκανοπεδίου σε σιβηρικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, παρά τις διαμαρτυρίες των εργαζομένων.
Ψυχραναγκάζω: τακτική αφεντικών, προϊσταμένων, διευθυντών κλπ να μετατρέπουν τους χώρους εργασίας του λεκανοπεδίου σε σιβηρικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, παρά τις διαμαρτυρίες των εργαζομένων.
σιβηριτισμός : η μαλθακότητα του σύγχρονου πολιτισμού, ο οποίος δημιουργεί περιβάλλον εργασίας σιβηρικού ψύχους για να μη φαίνεται πόσο ιδροκοπούμε για τον επιούσιο.
Αδελχώνω= από το αδελφός κ χώνω. Σημαίνει τη μη συμφιλίωση. Δεν συνενώνω αδελφικά, δεν συμφιλιώνομαι, παρά τα χώνω κανονικά στον άλλον που θεωρούσα αδελφό.
παιζογέφυρα 1. η γέφυρα που προάγει το παιχνίδι 2. η γέφυρα που παίζει με τα νεύρα μας (π.χ. λόγω πυκνής κίνησης ή υψηλού κόστους κατασκευής)
παιζοναύτης
ο γιαλαντζί άνδρας των Ειδικών Δυνάμεων, αυτός που μόνο κατ' όνομα υπηρέτησε στους Πεζοναύτες (ήταν π.χ. ο βοηθός του ιερέα του Τάγματος), αυτός που το παίζει και καλά εκπαιδευμένος σε αποβάσεις
Θέλεις να βρίσεις, να αισχρολογήσεις, να χυδαιολογήσεις όσο πιο βρόμικα γίνεται, αλλά δεν γνωρίζεις πώς λέγεται αυτό; Lexilogia to the rescue! Μα, φυσικά, αναφερόμαστε στις βρωμολοχίες[λεξ. διασταύρωση βρόμικος + βωμολοχίες] — οι οποίες ήδη έχουν και ευρήματα. Προσοχή να μην συγχέονται οι βρωμολοχίες με τους βρομολοχίες (ήγουν τους βρομιάρηδες —κυριολεκτικά ή μεταφορικά— λοχίες), όπως την πάτησαν τούτοι 'δώ.