sarantισμός
κατάρα που πέφτει πάνω σε μεταφραστή ή επιμελητή όταν τον συλλαμβάνει γλωσσικώς ή μεταφραστικώς ολισθήσαντα, ή αστόχως καθαρολογήσαντα, ή άλλως εν γένει ατοπήσαντα η κοφτερή πένα του
sarant και του τα σούρνει στον ιστότοπό του sarantakos.com 'Αλλως
sarantισμα Ρήμα μτβ.
sarantίζω
Sarantάπηχοι
υπαρκτά πρόσωπα της νεοελληνικής μεταφραστικής παράδοσης, το μέγεθος των ατοπημάτων των οποίων τα ενέταξε στον Κύκλο των Πομπευθέντων Μεταφραστών του ιστοτόπου sarantakos.com
sarantαλείτουργο
μνημόνευση Sarantάπηχου μεταφραστή σε σαράντα διαδοχικά νήματα
ΥΓ Έμπνευση για τις ανωτέρω λεξιπλασίες αποτέλεσε
τουτοδώ.