αντηλιακό 1. παρασκεύασμα που προστατεύει το δέρμα από τις ηλιακές ακτίνες [τι σου κάνει η δυσλεξία — «αντίκες» έγραψα αντί για «ακτίνες» στην αρχή] αλλά καταστρέφει τις αυταπάτες για την ιερότητα της δασείας. [Για την αποϊεροποίηση της δασείας, εδώ.]
2. μίγμα διάχυτης τεστοστερόνης και αντιομοφυλοφιλικής [και όχι ανθομοφυλοφιλικής] συμπεριφοράς που προστατεύει από κάθε επίδοξο μνηστήρα ο οποίος ορέγεται να σε απαγάγει σαν την Ωραία Ελένη και να σε παντρευτεί/νυμφευτεί (;) στην Τήλο.
[Η έμπνευση, του Ζάζουλα. Η διατύπωση, δική μου.]
2. μίγμα διάχυτης τεστοστερόνης και αντιομοφυλοφιλικής [και όχι ανθομοφυλοφιλικής] συμπεριφοράς που προστατεύει από κάθε επίδοξο μνηστήρα ο οποίος ορέγεται να σε απαγάγει σαν την Ωραία Ελένη και να σε παντρευτεί/νυμφευτεί (;) στην Τήλο.
[Η έμπνευση, του Ζάζουλα. Η διατύπωση, δική μου.]