δειπναλέος = που έχει μόνιμη τάση για δείπνο (άλλ. Ζάζουλας)
δειπναράς, δειπναρού = αυτός που αγαπάει υπερβολικά το δείπνο και που θέλει να δειπνεί για πολλές ώρες (πρβλ. δειπναλέος)
δειπνοβασία = παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια του βαθύτατου ύπνου με επανειλημμένα επεισόδια έγερσης από το κρεβάτι και βάδισης προς το γλυκό ανέσπερο φως που αποκαλύπτεται με το άνοιγμα της πόρτας του ψυγείου
δειπνοβατώ = βγαίνω βραδινή φαγητότσαρκα (συνήθ. ακολουθώντας ιατρικές συμβουλές για περπάτημα)
δειπνοβατεύω = το παρακάνω στο φαΐ, σε στιλ "το απαυτώσαμε και ψόφησε"
δειπνοθεραπεία = θεραπεία διάφορων ψυχικών ασθενειών με τη μητέρα όλων των θεραπευτικών αγωγών, το φαγητό
Και καλά δεινπητούρια! :)
δειπναράς, δειπναρού = αυτός που αγαπάει υπερβολικά το δείπνο και που θέλει να δειπνεί για πολλές ώρες (πρβλ. δειπναλέος)
δειπνοβασία = παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια του βαθύτατου ύπνου με επανειλημμένα επεισόδια έγερσης από το κρεβάτι και βάδισης προς το γλυκό ανέσπερο φως που αποκαλύπτεται με το άνοιγμα της πόρτας του ψυγείου
δειπνοβατώ = βγαίνω βραδινή φαγητότσαρκα (συνήθ. ακολουθώντας ιατρικές συμβουλές για περπάτημα)
δειπνοβατεύω = το παρακάνω στο φαΐ, σε στιλ "το απαυτώσαμε και ψόφησε"
δειπνοθεραπεία = θεραπεία διάφορων ψυχικών ασθενειών με τη μητέρα όλων των θεραπευτικών αγωγών, το φαγητό
Και καλά δεινπητούρια! :)