bernardina
Moderator
Συγκαμ(μ)ένος = πολιτικός συνασπισμός (έως και κυβερνητικός) στον οποία συμμετέχει με πρωταγωνιστικό ρόλο ο Πάνος Καμ(μ)*ένος
*Δικό του το επίθετο, όπως θέλει το γράφει
*Δικό του το επίθετο, όπως θέλει το γράφει
σκαρφαλόσκαλο: ο πατέρας του ως άνω σκαρφαλοθηρίου οριζομένου συνεκδοχικώς, ήτοι σκαρφαλωτηριού.
σκαρφαλόσκαλο: ο πατέρας του ως άνω σκαρφαλοθηρίου οριζομένου συνεκδοχικώς, ήτοι σκαρφαλωτηριού.
σκαρφαλωσιά: οτιδήποτε χρησιμεύει στο προαναφερθέν σκαρφαλοθηρίο ως σκαλωσιά-πάτημα για ν' ανέβει ψηλότερα, ήτοι τα κάγκελα της κούνιας του, η καρέκλα στο σαλόνι, η μαμά του, ο μπαμπάς του, η βιβλιοθήκη με τα λεξικά.
ΣΥΝ. σκαρφαλοθήρας [σημ. συνηθίζεται επίσης το εσφ. σκαρφαλωθήρας· η εσφ. γραφή του με ω οφείλεται σε ισχυρή παρετυμολογική έλξη από τη λ. άλωση, την οποία επιχειρεί αδιάκοπα το ακάματο σκαρφαλοθήριο, να κατακτήσει όλα τ' αψηλά στην περιοχή της δράσης του]
Και Κιλογουότ η μονάδα μέτρησης της άγνοιας.
σοχαζοπούλι (το) το έξυπνο πουλί που πιάνεται από τη μύτη [ΕΤΥΜ. < so + χαζό + πουλί]
hellenicούρα, η = η μανία να αυτοαποκαλούνται Hellenes οι Έλληνες στα αγγλικά.
Μήπως να λέγαμε καλύτερα (το) σεξεμές (κατά το εσεμές);
σερσεμές: το εσεμές αναζήτησης | (παρωχ.) το ανόητο εσεμές
εξευμεσεμές: το εσεμές εξευμενισμού
εσεμώ (μτβ.): στέλνω εσεμές σε κάποιον (text somebody).
Σ' εσεμώ όλη τη μέρα, μα εσύ μου βρέχεις πέρα. Σου εσέμησα, αλλά δεν απάντησες (σ' εσέ, μα φαμ). ΦΡ Εσεμέ λα φαμ πουρ σερσέ λα φαμ. Σ' εσεμούσα, σ' εσεμούσα κι όλη νύχτα καρτερούσα. Θα σου εσεμέσω λεπτομέρειες. Σεσέμησα, εσεσεμήκειν, σεσεμηκώς έσομαι.
Εδώ εφιστάται η προσοχή, ώστε να μη συγχέεται το επίθετο εσεμετικός με το εσεμεσεμετικός --το πρώτο έχει να κάνει με αυτό καθαυτό το εσεμέ (του εσεμού; ) ενώ το δεύτερο είναι το εμετικό εσεμέ(ν), ήγουν ένα εσεμέ που προκαλεί αηδία λόγω γλοιώδους περιεχομένου, δουλοπρέπειας-επιπέδου-σλουρπ-σλουρπ, συνδρόμου γραμματοσήμου κλπ.
πείθωνας = αυτός που πείθει κάποιον με ασφυκτικά πιεστικά επιχειρήματα, διλήμματα κττ
πείθηκος = αυτός που πείθει κάποιον με μαϊμουδιές κ.ά. τέτοια κόλπα
απείθανος = αυτός που δεν πείθεται με τίποτα
πηγή έμπνευσης: http://lexilogia.gr/forum/showthread.php?11230-persuader
Δλδ πώς καλούνται τα κολλητά επιχειρήματα που πείθουν; :inno:μπρωθτά, το αντίθετο του πείθω
Δλδ πώς καλούνται τα κολλητά επιχειρήματα που πείθουν; :inno: