καρύδωση: Εσωτερική παρόρμηση του τηλεθεατή αναφορικά με τον τηλεσκηνοθέτη της αγαπημένης του σειράς μετά το 765ο άλμα από μία δευτερεύουσα πλοκή στην άλλη, την ώρα της κορύφωσης.
Προέλευση: ολίσθημα δακτύλου: καρύδωση < *κορύδωση < κορύφωση
Προέλευση: ολίσθημα δακτύλου: καρύδωση < *κορύδωση < κορύφωση