Κλασική φανφαρόνικη, ψευτοδιανοουμενίστικη, κουτοπόνηρη και κυνική χλαπάτσα υπό τον μανδύα των «ίσων αποστάσεων». Ο κ. Άρης Αλεξανδρής διατείνεται ότι βρίσκεται κάπου στη «μέση των αντιδράσεων», είναι όμως πασιφανές ότι στο δικό του λεξιλόγιο «μέση» ονομάζεται η μία πλευρά.
Αφού πρώτα μας παραθέτει τις εμβριθείς απόψεις του περί χιούμορ -το οποίο μαθαίνουμε πως αρχικά, σε μια «πρωτογενή φάση», κρύβεται κάπου μέσα μας ως «ατομικό προϊόν διανοίας», ενώ αργότερα (όταν βαριέται, υποθέτω, μέσα στα άδολα αλλά, φευ, ασφυκτικά όρια της ατομικότητας) ξεπηδάει αυθόρμητα για να συναντήσει «το νοητικό» (sic) και «τον ψυχισμό συγκεκριμένων πια προσώπων»- έρχεται και στο συγκεκριμένο περιστατικό με την Κανέλλη και τη Συντέλεια.
Πώς, λοιπόν, μεταφράζεται το «κάπου στη μέση των αντιδράσεων» για τον κ. Αλεξανδρή; Απ' τη μια μεριά, είναι το «αστείο των παιδιών», το οποίο απλώς είναι «ατυχές». Δηλαδή, όπως είπε και η oliver παραπάνω, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε αστείο και το να εμφανιστεί κανείς ως χρυσαυγίτης μπροστά σε έναν μετανάστη που έχει φάει ξύλο, ή, όπως διάβασα αλλού, με λίγο βιτριόλι μπροστά στην Κούνεβα, με διαθέσεις βιασμού μπροστά σε κάποια βιασμένη κλπ. Αστεία είναι όλα αυτά, απλώς «ατυχή».
Γιατί όμως είναι ατυχή; Ο πρώτος λόγος είναι ότι η βία, και δη η φασιστική, δεν είναι «συνετό» να διακωμωδείται, γιατί το κοινό είναι απαίδευτο, «αφομοιώνει άκριτα ό,τι το εκτονώνει», άγεται και φέρεται από το mainstream, και δεν μπορεί να ξεχωρίσει τον σουρεαλισμό (τη βία του Κασιδιάρη και της Συντέλειας με emoticon γελάκι) από την κυριολεξία (τη βία του Κασιδιάρη και της Συντέλειας χωρίς emoticon γελάκι). Υποθέτουμε, φυσικά, ότι ο κ. Αλεξανδρής προάγει με όποιον τρόπο μπορεί τη σκέψη, καλλιεργεί το κοινό μέσα από τη στήλη του, αγωνιά για τις κριτικές ικανότητες των αναγνωστών του κλπ.
Ακριβώς. Σωστά υποθέσαμε.
Ο άλλος λόγος συνάγεται από τον τίτλο και το καταληκτικό σχόλιο, αλλά και από την εισαγωγική έκθεση ιδεών: το αστείο ήταν ατυχές γιατί δεν ήταν σωστό το τάιμινγκ. Θα μπορούσαν οι Συντελεστές να κάνουν την πλακίτσα αργότερα, όταν η Κανέλλη θα ήταν πια γιαγιά, λιγότερο επιρρεπής στους θεατρινισμούς, ή, έστω, μια άλλη ώρα της μέρας, μετά από ένα γλέντι με φίλους της, για παράδειγμα, αφού θα είχε πιει αρκετά και θα είχε την κατάλληλη «πνευματική και ψυχική ικανότητα [...] να το εκτιμήσει». Εξάλλου, όπως μας διαβεβαιώνει ο εν λόγω εκπρόσωπος της Lifoδιανόησης, «Δεν είναι τα πάντα για όλους και δεν είναι όλες οι ώρες πρόσφορες, όταν έχουμε να κάνουμε με αμφοτεροβαρείς δοσοληψίες και αμφίδρομα ερεθίσματα». Αυτό είναι. Ήταν αμφοτεροβαρείς οι δοσοληψίες και αμφίδρομα τα ερεθίσματα. Σκόνη την έκανε τη Συντέλεια.
Και πάμε στην άλλη πλευρά (συνεχίζοντας να διασχίζουμε την ίδια). Η Λιάνα Κανέλλη κατέφυγε σε θεατρινισμούς, η αντίδρασή της ήταν «άκαιρη, υπερβολική και ετεροχρονισμένη», ουσιαστικά κάλπικη, «σαφέστατα ανεξάρτητη από το αισχρό περιστατικό φασιστικής βίας» το οποίο η κα. Κανέλλη παρέλειψε να καταγγείλει εγκαίρως όσο έντονα και όσο κατηγορηματικά ήθελε ο κ. Αλεξανδρής (γιατί τύποι σαν τον Αλεξανδρή δεν έχουν κανένα πρόβλημα να προωθούν τις ακροδεξιές αντιλήψεις ή το ακροδεξιό υπόβαθρο, αλλά με την ακροδεξιά βία είναι αμείλικτοι, δε σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους). Προφανώς, λοιπόν, το θύμα τα 'θελε, δεν είχε κανένα πρόβλημα με την ίδια την επίθεση (σε αντίθεση με τον Αλεξανδρή που από τότε είναι έξαλλος ο άνθρωπος), γιατί διαφορετικά θα είχε καταθέσει μήνυση, και βρήκε την ευκαιρία να κλαφτεί μπροστά στις κάμερες μπας και κερδίσει κάναν «απαίδευτο». Έμμεση επίθεση στο θύμα της βίας από τη μια πλευρά, άμεση επίθεση στο θύμα της βίας από την άλλη. Αυτό είναι το «κάπου στη μέση». Ευχαριστώ, δε θα πάρω.