Όσο κι αν φανεί παράξενο, θα προτιμούσα ένα σκέτο "πλουτίζω", χωρίς πρόθεση ή τίποτ' άλλο. Όπως βλέπουμε εδώ με την τρίτη έννοια: 3. (μτφ.) αυξάνω, διευρύνω κτ. αποκτώντας, προσθέτοντας κτ. καινούριο: ~ τις γνώσεις / τους προβληματισμούς / τη συλλογή / τη βιβλιοθήκη μου. Tο μουσείο πλουτίστηκε...