Στον Μπαμπινιώτη:
κάνιστρο (το) (κανίστρ-ου | -ων) 1. το πλατύ και αβαθές πανέρι από καλάμι, λυγαριά ή πλαστικό: ~ γεμάτο λουλούδια | με φρέσκα ψωμάκια 2. μπιτόνι, δοχείο για μεταφορά υγρών.
Επίσης, δύο λογιών κάνιστρα σε συσχέτιση με κοινοτικά κείμενα: Καλάθια, δοχεία για τη μεταφορά υγρών...