Από το ΧΛΝΓ:
τικ3 ουσ. (ουδ.) {ακλ.} (προφ.) 1. σημάδι επιλογής ή τσεκαρίσματος (συμβ. ✓, ✓): Βάζω/σημειώνω (ένα) τικ (=μαρκάρω). Βλ. χι2. ΣΥΝ. τσεκ (2) [...]
τικάρισμα ουσ. (ουδ.) (προφ.): μαρκάρισμα ή τσεκάρισμα με σημάδι επιλογής (τικ): τικάρισμα του πεδίου ... τικάρισμα στο...