σπονδή > libation, truce, treaty
σπονδή η [sponδí] Ο29 : ιερή, επίσημη τελετή των αρχαίων Ελλήνων, κατά την οποία έχυναν κάποιο υγρό, κρασί, μέλι κτλ. εκεί όπου τελούνταν θυσία, δηλαδή στην πυρά, στη γη, στη θάλασσα, για εξιλέωση, παράκληση, επικύρωση συνθήκης κτλ. || (πληθ.) επίσημη συνθήκη...