Τώρα που, όπως φαίνεται, «νίκησε» ο John Mavrogordato στο poll, ας πούμε δυο λόγια για τον άνθρωπο. Τα ελάχιστα που ξέρω για αυτόν είναι ότι ήταν καθηγητής Νεότερης Ελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, γεννήθηκε το 1882 και πέθανε το 1970, και ήταν ο πρώτος μεταφραστής του πλήρους corpus της καβαφικής ποίησης που εκδόθηκε για πρώτη φορά από τον εκδοτικό οίκο Chatto & Windus το 1951. Ο Πήτερ Μάκριτζ έχει γράψει βιογραφικό του Μαυροκορδάτου εδώ
http://press.oxforddnb.com/index/53/101053079/
αλλά, δυστυχώς, θέλει συνδρομή για να το διαβάσεις. Αν κανένας από τους φίλους μπορεί να μπει και να μας δώσει περισσότερα στοιχεία, θα του ήμουν ευγνώμων.
Ο Γ. Π. Σαββίδης σε διάλεξή του στο Cambridge το 1984 (που περιλαμβάνεται στα Μικρά Καβαφικά. Α΄ Τόμος, σ. 361-379) χαρακτηρίζει τον Mavrogordato “not only a gentleman and a scholar like Cavafy, but [who] had also some of the poet’s ear for rhythm and sound-patterns”. O Σαββίδης επίσης παραθέτει (στα Μικρά Καβαφικά. Β΄ Τόμος, σ. 216) επιστολή του Mavrogordato στον Καβάφη, το 1932, όπου αφού του εκφράζει τον μεγάλο του θαυμασμό, του ζητάει αντίτυπα των τελευταίων ποιημάτων του.
Αυτό το καθυστερημένο obituary στη Λεξιλογία για έναν ακόμη από τους παλιούς (πατέρες) μεταφραστές θα ήταν ευχής έργο να εμπλουτιστεί.
ΥΓ. Νίκο, ως προς την απορία σου (#16), θα συμφωνήσω με τον Earion (#17). Το εγκώμιο του Καβάφη για τον Αλέξανδρο και την κληρονομιά του, την ελληνιστική εποχή, είναι απολύτως ευθύ και θετικό, δεν έχει τίποτα το ειρωνικό. Αυτό συνάγεται όχι μόνο από τούτο το ποίημα αλλά και από το σύνολο του έργου του. Γενικότερα, η νεότερη κριτική παράδοση που θεωρεί την ειρωνεία το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της καβαφικής ποίησης παντού και πάντα είναι λανθασμένη. Ο ευθύς και κατηγορηματικός Καβάφης είναι εξίσου (για να μην πω περισσότερο) πραγματικός όσο και ο πλάγιος και ειρωνικός. Ακόμη γενικότερα, μπορεί η ειρωνεία να είναι εξέχον χαρακτηριστικό της νεοτερικής (modernist) ποίησης αλλά δεν είναι το αποκλειστικό και είναι λάθος να την αναζητάμε εκεί που δεν υπάρχει. Επίσης, θα πρέπει να μην ταυτίζουμε την ειρωνεία με τον σαρκασμό. Η ειρωνεία στη λογοτεχνία είναι κάτι πολύ ευρύτερο. Θα μπορούσαμε ίσως να φωτίσουμε την έννοια της ειρωνείας, μιλώντας γι’ αυτήν μεταφορικά ή αναλυτικά. Η ειρωνεία είναι μια φιλοφρόνηση στον ακροατή, μια αυτονόητη a priori αναγνώριση της ευφυίας του. Με την ειρωνεία κλείνει ο συγγραφέας στον αναγνώστη το μάτι. Προϋποθέτει και υποβάλλει την αποδοχή ενός ευρέος φάσματος δυνατοτήτων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το ενδεχόμενο της αυτοκριτικής και αυτοειρωνείας. Ο σαρκασμός είναι πρόδηλος και δημώδης, η ειρωνεία είναι λανθάνουσα και αστική. Είναι η αναγνώριση των αντιφάσεων, η παραδοχή ότι δεν υπάρχει ένα μόνο είδος εμπειρίας, αντίληψης ή γνώσης, αλλά πολλά και αντιφερόμενα. Όχι ένα αποκλειστικό νόημα αλλά πολλά και συμπληρωματικά. Είναι μια πλάγια γνώση ή το κράτημα σε κάποια απόσταση, ούτε μικρή ούτε μεγάλη. Η ειρωνεία είναι πάντα δραματική. Είναι θεωρητική και στοχαστική. Αυτούς τους όρους πληροί στο ακέραιο η καβαφική ποίηση. Έχω ασχοληθεί με το θέμα αυτό παλαιότερα, στο δοκίμιό μου "Σικελιανός και Καβάφης: Επικαιρότητα και χρήση της ποίησής τους", περ. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τχ. 1781, Σεπτέμβριος 2005, σ. 359-366. Αν κανείς ενδιαφέρεται, το έχω σε ηλεκτρονική μορφή.