Η παρέμβαση του arberlis (
#19) είναι καίρια και σαφέστατη, οριοθετώντας το πλαίσιο μες στο οποίο πρέπει να κινηθούμε για να προσεγγίσουμε την ποίηση του Καβάφη. Και είναι διεισδυτική στο βαθμό που διακρίνει την ουσία --και την αξία-- της καβαφικής τέχνης στην ειρωνεία. Την ειρωνεία, βέβαια με την υψηλή της έννοια, που αφορά την ίδια τη δομή του ποιητικού λόγου, όπως σωστά εντοπίζει ο Cleanth Brooks και ωραία μεταφέρει ο Άρης Μπερλής στο ολιγοσέλιδο σημείωμά του στη «Νέα Εστία». Αυτή η ειρωνεία διόλου δεν ταυτίζεται με το σχήμα λόγου (και συμπεριφοράς) που υιοθετούμε στην καθημερινή μας ζωή, όταν λόγου χάρη αποκαλούμε τον χοντρό λεπτό και τον κοντό ψηλό, για να δείξουμε πόσο απέχουν από αυτή την ιδιότητα και να τους εκθέσουμε στο γενικό εμπαιγμό (και πολύ σωστά προειδοποιεί ο Μπερλής εναντίον της παρανόησης). Η ειρωνεία του καθημερινού λόγου μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο που το μεταχειρίζεται όποτε το κρίνει χρήσιμο ο ποιητής. Αλλά ένας καλός ποιητής δεν θα μείνει εκεί, γιατί αυτού του είδους η ειρωνεία είναι από τη φύση της επιφανειακή, θα τολμούσα μάλιστα να πω «ευτελής»· δεν οδηγεί πιο πέρα το νόημα, είναι αυτό που βλέπουμε με την πρώτη ανάγνωση.
Συγχωρήστε με που επιμένω στα προφανή, αλλά τα λέω αυτά γιατί αισθάνομαι ότι η συζήτησή μας κινδυνεύει να γλιστρήσει σ’ αυτή την παρερμηνεία, να αναζητούμε δηλαδή αυτή την, ας την ονομάσω «επιφανειακή», ειρωνεία ως μέσο κατανόησης, επειδή, μη συλλαμβάνοντας την πρόθεση του ποιητή, ζητάμε
να τον σώσουμε στα ίδια μας τα δύσπιστα μάτια (Costas).
Τι είναι αυτό που ανησύχησε τους ανησυχούντες (Κήλυ, και Νίκελ και Κώστα και όσους άλλους); Τα πολλά επίθετα; Ο καταιγιστικός ρυθμός της εκφοράς τους; Ο κίνδυνος να βγει στομφώδης ο Καβάφης; Μεγαλορρήμων; Ο ποιητής του υπαινιγμού και των σκιών να ακολουθεί το «ασιατικό» ύφος ρητορικής; Δεν μας έχει συνηθίσει σε τέτοια ο Καβάφης, αυτό είν’ αλήθεια. Αλλά όχι ότι δεν μπορεί να καταφύγει και σε αυτά όταν χρειάζεται. Αίφνης, όταν θέλει να δείξει τον Ιουλιανό σε σύγχυση, σε παραφορά, αραδιάζει ακόμα περισσότερα (ρήματα αυτή τη φορά) με ρυθμό που κόβει την ανάσα:
ανασκουμπώθηκε, νευρίασε, ξεφωνίζει
Σηκώστε, μεταφέρτε τον, βγάλτε τον ...
Ξεθάψτε τον, πάρτε τον ... βγάλτε τον ... διώξτε τον
(Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας)
Ρυθμός πολυβόλου. Δεν έχουμε εδώ έναν υπεύθυνο ηγεμόνα που έχει εξοργιστεί. Έχουμε έναν νεανία, ανασφαλή στο θρόνο του, που αφρίζει, που φέρεται υστερικά. Να προλάβω εδώ την αντίρρησή σας ότι ο ποιητής φωτίζει τον πρωταγωνιστή του αρνητικά (Ποιον; τον Ιουλιανό, τον αγαπημένο του ήρωα, στον οποίο έρχεται και επανέρχεται ουκ ολίγες φορές!) Αλλά έτσι του αρέσει του ποιητή, να παίζει, ακόμη και με αυτά που αγαπά· δεν έχει δισταγμό να στρέψει προς τα εκεί το κάτοπτρο και να στρεβλώσει το είδωλο, όπως μας θυμίζει ο rogerios, αν έτσι εξυπηρετείται υψηλότερος σκοπός:
το ουσιώδες είναι που έσκασε (ο Ιουλιανός «Εις τα περίχωρα...»)
κ’ οι Αλεξανδρινοί τον παίρνουν στο ψιλό
ως είναι το συνήθειό τους, οι απαίσιοι.
(«Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης»)
(Ποιοι; Οι πολίτες της δικής του ιδανικής πόλης, η σαρξ εκ της σαρκός του).
Ώστε μπορεί ο Καβάφης, όταν θέλει, να ανασύρει και αυτό το εργαλείο από την εργαλειοθήκη του. Το ερώτημα ωστόσο παραμένει: είναι δυνατόν να είναι εδώ ο ποιητής κατηγορηματικός; Υπάρχει ειρωνεία και πού έγκειται; Διότι πράγματι
ειρωνεία προς Λακεδαιμονίους χωρίς αυτοειρωνεία προς [ό,τι αντιπροσωπεύει ο Αλέξανδρος]
είναι κομμάτι προβληματική. Και τέλος πάντων πώς χρησιμοποιεί το ιστορικό στοιχείο; Ενδιαφέρεται για το ίδιο το ιστορικό γεγονός ή για τον συμβολικό του απόηχο; Ενδιαφέρεται να εμπλακεί «επιστημονικά» στο παρελθόν, σαν να ήταν ιστορικός; Είναι ο ποιητικός του λόγος υποκείμενος στην ιστορική λεπτομέρεια, ώστε να έχει αντίκρισμα ο έλεγχος που του γίνεται (Costas) ότι ξέχασε από το λογαριασμό τον Δημοσθένη και τους υπόλοιπους Έλληνες (και να δικαιολογούνται συζητήσεις όπως αυτή που επακολούθησε μεταξύ Costas και rogerios περί πόλης-κράτους εναντίον αυτοκρατορίας;) Με το δίκιο του αγανακτεί ο arberlis:
αν πράγματι αδειάζει τους Σπαρτιάτες τόσο σκαιά, χωρίς να τους αφήνει κανένα περιθώριο να πουν τα δικά τους, τότε βεβαιότατα το ποίημα δεν είναι από τα καλύτερά του.(Παρενθετικά υπενθυμίζω --γιατί θα ασχοληθώ με αυτό αργότερα-- ότι ο ποιητής δεν καταδικάζει τους Σπαρτιάτες. Καταδικάζει τη στάση τους, την επιλογή τους, δεν τους απορρίπτει καθεαυτούς συνολικά. Και δεν θα έλεγα ότι τους φέρεται σκαιά, ίσα ίσα δείχνει απέναντί τους μια συγκατάβαση: «Είναι και αυτή μια στάσις. Νοιώθεται»).
Όχι, δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο Καβάφης έγραφε για να «κάνει ιστορία». Γιατί τότε θα καταντούσε ποιητής μιας περιγεγραμμένης πραγματικότητας, δέσμιος ενός τόπου κι ενός χρόνου, που δεν απευθύνεται παρά μόνο σε ακροατές που μετέχουν στην παράδοσή του· ένας έντιμος Βαλαωρίτης, σαν να λέμε, με λίγο πιο ανοιχτούς ορίζοντες. Πράγμα που γνωρίζουμε ότι δεν ισχύει, αν μη τι άλλο εκ του αποτελέσματος, αφού ο Καβάφης έχει εξασφαλίσει ακροατήριο παγκόσμιο.
Αλλά «πού η ειρωνεία» και «πού τα ειρωνικά»; Ας την αναζητήσουμε αλλού.
Ξαναγυρνώ στην ανάλυση του Μπερλή.
Η ειρωνεία ως είδος λόγου προϋποθέτει ένα διπλό ακροατήριο. Από τη μια πλευρά έχουμε αυτούς που ακούνε και καταλαβαίνουν αυτό που ακούνε, και από την άλλη εκείνους που, όταν εννοούνται περισσότερα από όσα ακούγονται, αντιλαμβάνονται όχι μόνο αυτά τα περισσότερα αλλά και το ότι οι άλλοι δεν τα καταλαβαίνουν. Και παρακάτω:
η έννοια της ποιητικής ειρωνείας ίσως δεν είναι τελικά τόσο ξένη προς την παραδοσιακή έννοια της τραγικής ειρωνείας.Τραγική ειρωνεία υπάρχει όταν ο θεατής γνωρίζει την πολύ κρίσιμη λεπτομέρεια που ανατρέπει άρδην το σκηνικό και την οποία αγνοεί ο πρωταγωνιστής. Στον
Οιδίποδα τύραννο, φερειπείν, ο Οιδίποδας αναρωτιέται ποιος άραγε να είναι ο φταίχτης που έστρεψε τους θεούς εναντίον της πόλης, και εξανίσταται, και ζητά την τιμωρία του. Έτσι ο Σοφοκλής οικοδομεί τη δραματική ένταση όλο και περισσότερο, και παίζει με τα αισθήματα του θεατή, γιατί ο θεατής ξέρει ότι αυτός ακριβώς που εκστομίζει αυτά τα λόγια είναι ο ένοχος.
Στη δική μας περίπτωση η αναζήτηση πάση δυνάμει της ειρωνείας οδηγεί τον Κήλυ σε μια ευφυή απόπειρα, να πιαστεί από τον τίτλο, τη χρονολογία 200 π.Χ., και να αναδείξει το χάσμα ανάμεσα στο (κατασκευασμένο;) όραμα του μεγαλείου και στην αδόκητη, αλλά επικείμενη, καταστροφή. Ευφυής η προσπάθεια, δεν αντιλέγω. Βασίζεται στην εγνωσμένη τελειομανία του ποιητή, στο πάθος του μάστορα που δεν αφήνει καμιά λεπτομέρεια στην τύχη. Ο ιδιότροπος γέρων που σκηνοθετούσε τον εαυτό του και το περιβάλλον του, που τοποθετούσε τα κηροπήγια κατάλληλα όταν δεχόταν ξένους για να κρύψει ματαιόδοξα στο σκοτάδι τις ρυτίδες του, ασφαλώς νοιαζόταν να σκηνοθετήσει και τα ποιήματά του, γι’ αυτό και οι χρονολογίες στους τίτλους αφθονούν και έχουν το ειδικό τους βάρος δημιουργώντας ατμόσφαιρα, είτε είναι αόριστες (όπως τα 400 μ.Χ.) είτε ψευδο-σχολαστικές (όπως το 610, έτος θανάτου του Αμμόνη). Αλλά δεν έχει νόημα να παίζει μόνος του ο ποιητής, πρέπει να μπορεί να συμμετέχει στο παιχνίδι κι ο αναγνώστης. Και στην περίπτωση του «200 π.Χ.» μου φαίνεται υπερβολικό να ζητά ο ποιητής τόσο ακριβή ιστορική γνώση από τον αναγνώστη όση προϋποθέτει η ερμηνεία του Κήλυ ώστε να λειτουργήσει η ειρωνεία. Όσο και αν απευθύνεται σε καλλιεργημένο κοινό του, δεν νομίζω να είναι πολλοί αυτοί που μπορούν να ανακαλέσουν αβίαστα πότε έγινε η μάχη των Κυνοσκεφαλών και πότε της Μαγνησίας. Τέτοιου είδους γνώση είναι αρκετά εξειδικευμένη. Με άλλο τρόπο λειτουργούν το 340 μ.Χ. του Μύρη, το 400 μ.Χ. των
Νέων της Σιδώνος ή τα ακραία 595 μ.Χ. (
Μελαγχολία Ιάσωνος Κλεάνδρου) και (το κραυγαλέα αστήρικτο ιστορικά) 628-655 μ.Χ. του Αιμιλιανού Μονάη: εκεί η χρονολογία μπαίνει για να δηλωθεί, κάπως σαν σε μαγικό παραμύθι, το «σε πολύ πολύ ύστερη φάση της Αρχαιότητας, όταν όλος ο μαγικός κόσμος του ελληνισμού έχει σωριαστεί στο χώμα» --και επιπλέον οι ήρωές του δεν είναι πρόσωπα ιστορικά. Το 200 π.Χ. είναι κατ’ εμέ μια στρογγυλή χρονολογία, βολική για να μας εισαγάγει σε μιαν εποχή. Είναι το σημείο της αποκορύφωσης της ακτινοβολίας ενός πολιτισμού, όταν δεν έχουν κάνει ακόμη την εμφάνισή τους τα νέφη. Μου αρέσει η εκδοχή του Σεφέρη που βλέπει σ’ αυτό απλά και καθαρά το «optimum moment of the decline of Hellenism». Γιατί να μην τον ακολουθήσουμε; Επιτέλους ο Καβάφης είναι ποιητής των υπαινιγμών, όχι κρυπτικός. Το παραπάνω που ζητά ο Κήλυ το βρίσκω βεβιασμένο. Ζητώντας από τον αναγνώστη στοιχεία εξωκειμενικά, τον παγιδεύει και χάνει σε πειθώ.
Με ένα λόγο, δεν βλέπω εδώ τραγική ειρωνεία. Δεν απορρίπτω ως ερμηνεία την απόπειρα του Κήλυ, ασφαλώς θα αρέσει σε πολλούς, εγώ όμως κάπου αλλού αναζητώ το νόημα. Αναρωτιέμαι γιατί να μην ισχύει ό,τι στην αρχή έθεσε ο arberlis, ότι
ο ευθύς και κατηγορηματικός Καβάφης είναι εξίσου (για να μην πω περισσότερο) πραγματικός όσο και ο πλάγιος και ειρωνικός;
Αλλά προτού φτάσω εκεί υπάρχει άλλο ένα εμπόδιο στο δρόμο: η αγωνιώδης έκκληση «να διαβάσουμε τον Καβάφη στα συμφραζόμενα της εποχής του». Πώς λοιπόν; Έπαψε ο Καβάφης να είναι διαχρονικός; Να κάτι που δεν καταλαβαίνω. Η διεθνής αποδοχή του; Η μέχρι αηδίας εκμετάλλευσή του (μέχρι και στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας επιστρατεύθηκε άθελά του, κι αν δεν με πιστεύετε δείτε
αυτό), όλα αυτά δεν συνηγορούν στο ότι υπερβαίνει με επιτυχία τα όρια της εποχής του; Ή μήπως η προτροπή είναι να διαβάσουμε μόνο τα συγκεκριμένο ποίημα στα ιστορικά συμφραζόμενα, επειδή αδυνατούμε να το ερμηνεύσουμε με άλλο τρόπο παρά ως καυχησιολογία κινούμενη επικίνδυνα στα όρια της εθνικιστικής αυταρέσκειας; Όχι βέβαια. Ο Καβάφης δεν είχε να λογοδοτήσει σε αποδομιστές, κονστρουκτιβιστές ή μεταμοντέρνους· κανένας Σαΐντ δεν τον περίμενε στη γωνία. Μιλά και στον σημερινό άνθρωπο και μάλιστα με το σύνολο του έργου του (στοχαστικό / γνωμικό, ερωτικό και ό,τι άλλο). Ένα σύγχρονο ποιητή έβγαλε ο ελληνικός κόσμος που περνάει καθώς διαβαίνει ο χρόνος στη χορεία των κλασικών, μην τον μικρύνουμε κι αυτόν.
Αν λοιπόν έχει κάτι να μας πει με όλο το έργο του ο Καβάφης, θα έχει σίγουρα να πει και με αυτό του το ποίημα, όχι πρωτόλειο αλλά έργο ωριμότητας, καμωμένο στα τέλη της ζωής του, αντιπροτελευταίο για τη ακρίβεια στη σειρά του καβαφικού κανόνα.
Ας ορίσουμε λοιπόν το πρόβλημα εκ νέου. Αν ο ποιητής εδώ είναι
ευθύς και κατηγορηματικός, όπως πιστεύω ότι είναι, ποια είναι η πρόθεσή του και ποιες δυνάμεις δρουν στο σύνολο του ποιήματος;
Όχι άλλες, πιστεύω, από εκείνες που βλέπει ο arberlis, απλώς με λίγη παραπάνω έμφαση: από τη μια οι Σπαρτιάτες, που καλούνται να κάνουν μιαν επιλογή --και η επιλογή που τους ζητείται είναι να υπερβούν τα όριά τους, να υψωθούν πάνω από τις περιστάσεις της μικρής καθημερινότητάς τους, να πάψουν να είναι «τα βατράχια γύρω από τη λίμνη»· με αντάλλαγμα την παγκόσμια ακτινοβολία. Τους ζητείται με άλλα λόγια να πραγματοποιήσουν αυτοί πρώτοι τη «στοχαστική προσαρμογή». Κι εκείνοι αρνούνται. Και μένουν πίσω. Από την άλλη, όλα όσα γεννήθηκαν από αυτή την υπέρβαση: τα λαμπρά, τα εκθαμβωτικά επιτεύγματα, το καύχημα του ποιητή. Αυτοί που απάντησαν στην πρόκληση της μοίρας και δικαιώθηκαν. Αυτοί που τόλμησαν τις στοχαστικές προσαρμογές, που τις έκαναν μέρος της ζωής τους, κλειδί της ύπαρξής τους στο διάβα του χρόνου.
Κανονικά, υποστηρίζει ο arberlis,
αυτή η «δραματική ένταση» μεταξύ των δύο μερών δεν θα έπρεπε να υπαγορεύει κανένα «μήνυμα», δεν θα έπρεπε να έχει ηθικό περιεχόμενο. Και όμως όχι. Διαμαρτύρομαι. Έχει και παραέχει ηθικό περιεχόμενο. Ηθικό με την έννοια της ηθικής βέβαια και όχι της ηθικολογίας. Εκκινώντας από ένα συμβάν της ανθρώπινης ιστορίας, ο ποιητής αίρεται πάνω από τα καθέκαστα και στοχάζεται. Τον ενδιαφέρουν οι επιλογές ως στάση ζωής. Τον απασχολούν πανανθρώπινα ερωτήματα: τι το δέον, τι ποιητέον.
Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
(τιμή, πεποίθησή = δεν ήσαν οι Σπαρτιάται... υπηρέται, δεν τους φαινόταν ... περιωπής)
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξανάλεγε.
Είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται.
Γυρίστε σελίδα. Πίσω απ’ το «Che fece … il gran rifiuto» είναι οι «Θερμοπύλες»:
...αλλά με λύπη κιόλας κ’ ευσπλαχνία...
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους
Αν η απουσία μίσους για τους ψευδομένους προσθέτει στο ηθικό ανάστημα, τότε a fortiori καταφάσκεται η κατανόηση που δείχνει στην άχαρη αδυναμία εκείνων που διστάζουν να ξεπεράσουν το στενό τους ορίζοντα.
Δεν χρειάζεται εδώ καμιά καταδίκη. Ο ποιητής, όπως και ο άναξ ο εν Δελφοίς, ούτε λέγει ούτε κρύπτει, αλλά σημαίνει, δηλαδή απλώς μας δείχνει τις συνέπειες:
Κι όμως τον καταβάλλει
Εκείνο τ’ όχι --το σωστό-- εις όλην την ζωή του.
Ναι, ο Καβάφης είναι στοχαστής του ηθικού. Καταπιάνεται με τα μεγάλα, τα αιώνια διλήμματα. Το επισημαίνει ο ίδιος ο Κήλυ στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο από εκεί που αρχίζει να παραθέτει ο Νίκελ:
... the moral balance in Cavafy is weighted on the side of those who face their destiny with courage and wisdom rather than with arrogance or an excess of cynicism, whatever the prospects may seem to be (and they are often other than what his less perceptive characters take for granted).
Ιδού το αγλαό μετέωρο του ποιητικού λόγου. Εκεί που λαχταρούσε να φτάσει ένας Σολωμός και δεν το κατάφερε, αφήνοντας πίσω του κομμάτια κι αποσπάσματα. Το κατάφερε ένας μέσης βαθμίδας υπάλληλος της Αγγλοαιγυπτιακής Εταιρείας Υδάτων, από ξεπεσμένη οικογένεια μεσαίου πλούτου της Αλεξάνδρειας, με το σύμπλεγμα της ξεφτισμένης παλιάς φαναριώτικης ευγένειας και της μη αναγνώρισής του από τους ομοτέχνους του καιρού του.
Πάλι φλυάρησα και συγχωρήστε με. Πείτε πως ήταν το παραλήρημα κάποιου που απλώς επιχείρησε να ερμηνεύσει τον Καβάφη διά του Καβάφη.