Η αστεία λέξη για σήμερα είναι
ο κατώβλεψ, μια λέξη που (πλάκα-πλάκα) προσφέρει αμέσως λύση σε δύο φλέγοντα ζητήματα τα οποία βασανίζουν τον ομιλητή τής ελληνικής: Πρώτον, ποιο είναι το αρσενικό τής λέξης
χαμηλοβλεπούσα (αν και σε
παράδειγμα χρήσης από την Καθημερινή διαπιστώνουμε καίρια σημασιακή διαφοροποίηση), και δεύτερον, ποιος είναι ο δόκιμος τύπος για το περιβόητο
wildebeest (προφ.
βίλντεμπιστ, κάτι σαν τη γνωστή Λέσχη — αν και οι υστεροαποικιακοί αγγλόφωνοι το παρέφθειραν και σε
γουίλντεμπιστ, τρομάρα τους), κτήνος θαυμαστό το γένος τού οποίου καλείται
Κοννοχαίτης στα καθ' ημάς —
γκνου,
γνου,
νιου,
νου, ή μήπως το εξελληνισμένο
γνυς (και με του οποίου την κλίση, όταν κάπου αυτή καθίσει, θα εμπλουτίσουμε ευθύς,
το θρεντάκι με τα εις -ύς);
Ο τύπος
κατώβλεψ πάντως διαθέτει το πλεονέκτημα της παράλληλης ύπαρξης και λογιότατης (
καθαρολόγος που φαίνεται, χειλικόληκτα θέλει) και ομαλότατης (κατά τα πολλά σε -
ωπας και το
πρίγκιπας) κλίσης, αρτύζοντας ευχάριστα τη ζωή και τη γλώσσα μας. Και φυσικά το λιγότερο που μπορούμε να καταθέσουμε προς τιμήν των ανά τον κόσμο αναξιοπαθούντων γνυών είναι το ακόλουθο κείμενο από το τεύχος 77 (Μάιος 1843) του περιοδικού
Αποθήκη των Ωφελίμων Γνώσεων (ακριβώς από κάτω η εικόνα με τίτλο «Αγέλη Κατωβλέπων», η οποία συνοδεύει το άρθρο για τον θρυλικό Κατώβλεπα), στο οποίο διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου (η οποία περιλαμβάνει και το ότι τα
παραπολύ και
επιτοπλείστον γράφονται σε μία λέξη):
Το προτεταγμένον ζώον καλείται Γνυς υπό των Αφρικανών· το δε όνομα Κατώβλεψ έδωκεν ο Αιλιανός εις άγριόν τι ζώον φοβεράς όψεως, κατοικούν την Αφρικήν, και περιγραφόμενον υπ' αυτού εις τρόπον, εξ ου φαίνεται πιθανώτατον ότι εννοούσε τον Γνυν. Ο Πλίνιος λέγει ότι γεννάται εις την Αιθιοπίαν, παρά τας πηγάς του Νείλου· ότι είναι μετρίου μεγέθους, αλλά βραδυπόρος, ότι έχει ογκώδη κεφαλήν, κλίνουσαν προς τα κάτω, και ότι το βλέμμα του είναι θανάσιμον — περιγραφή βεβαίως ανάρμοστος εις τον Γνυν, και παραπολύ απροσδιόριστος και υπερβολική. Ο Γνυς όμως είναι τόσον αλλόκοτον ζώον, ώστε δεν πρέπει να εκπληττώμεθα εάν οι αρχαίοι απέδιδον εις αυτόν τεραστίους ιδιότητας. Φαίνεται ως σύνθετος εκ του ίππου, του βοός, και της ελάφου, διότι μετέχει εκ του χαρακτήρος και των τριών, μάλιστα δε του ίππου· τωόντι, ο τράχηλος, το σώμα, και η ουρά του είναι απαράλλακτα ως ευσχήμου μικρού ίππου· ο τράχηλος καλύπτεται υπ' ορθίας και πυκνής χαίτης, η δε ουρά είναι μακρά και κατάχυτος. Τα σκέλη είναι λεπτά, ρωμαλέα, άριστα συνηρμοσμένα, και όμοια των της ελάφου· η δε κεφαλή και τα κέρατα μας ενθυμίζουσι τον βούβαλον. Οι οφθαλμοί επαπειλούσι, και εμφαίνουσι μεγάλην θηριωδίαν· τα κέρατα, κοινά εις αμφότερα τα γένη, εξαπλούνται ως περικεφαλαία επάνωθεν του μετώπου, όθεν κλίνουσι προς τα κάτω μεταξύ των οφθαλμών, έπειτα δ' εξαίφνης στρέφονται προς τα άνω, στρογγυλευόμενα και λεπτυνόμενα όσον προβαίνουσι, και λήγοντα εις άκρα μετρίας οξύτητος. Η τοποθεσία των είναι τοιαύτη, ώστε επισκιάζουσι τους οφθαλμούς, επιφέροντα ύποπτον και εκδικητικήν πρόσοψιν. Επί των μυκτήρων ίστανται χονδραί τρίχες όμοιαι θυσάνου, και η σιαγών και ο λάρυγξ είναι κεκαλυμμένα με ταυτοειδείς τρίχας, αποτελούσας δασύν πώγωνα· πλήρης δε χαίτη εξαρτάται εκ του υποκάτω μέρους του τραχήλου, και εκ του μέσου των εμπροσθίων μελών. Η κεφαλή του Κατώβλεπος είναι βαρεία, ως η του βοός· το δε στόμα ή ρύγχος αυτού, ον πλατύτατον, σχηματίζει δύο τινά παραρτήματα, εν εφ' εκάστου άκρου, άτινα καλύπτουσιν, ως δικλίδες, τας οπάς των μυκτήρων, δυναμένων να ανοίγωνται και να κλείωνται κατ' αρέσκειαν.
Οι Κατώβλεπες γεννώνται εις τας πεδιάδας της Νοτίου Αφρικής, και τας λοφώδεις χώρας, όπου περιπλανώνται ποτέ μεν μόνοι, ως επιτοπλείστον δε αγεληδόν· μεταναστεύουσι δε κατά τας ώρας του ενιαυτού. Αγνοείται μεν έως πού εκτείνονται εις το ενδότερον· και εις τα απώτερα όμως μέρη, όπου διήλθον περιηγηταί, απήντησαν αγέλας, και κατεδίωξαν αυτάς· διότι το κρέας των τιμάται και υπό των εγχωρίων και υπό των αποίκων. Είναι όμως αγριώτατοι και δυσπρόσιτοι. Άμα όταν ίδωσιν εχθρόν, διατρέχουσι το πεδίον, όχι ατάκτως και συγκεχυμένοι, αλλά κατά σειράν, ακολουθούντες οδηγόν· ενώ δε βλέπονται μακρόθεν καλπάζοντες επί της πεδιάδος, παρεμφέρουσι τοσούτον με τους ραβδωτούς ονάγρους —κάτοχους των αυτών ερημιών— ώστε, αν έλειπε και η του χρώματος διαφορά, ήθελον ευκόλως εκλαμβάνεσθαι αντ' εκείνων. Το χρώμα των είναι γενικώς βαθύ μελάγχροινον, η ουρά των λευκόφαιος, και η χαίτη σχεδόν λευκή. Ταχύτητα, ως εμφαίνεται εκ της ρωμαλεότητος και συναρμογής του σώματος αυτών, έχουσι μεγίστην· πριν δε δράμωσιν, ορμώσιν ένθεν κακείθεν, λακτίζουσι, κερατίζουσι, και δεικνύουσι σφοδράν συγκίνησιν. Σπανίως τολμώσι να προσβάλωσιν άνθρωπον, εκτός οπόταν στενοχωρηθώσι παραπολύ ή τρωθώσι· τότε δε υπερασπίζονται μετ' απελπισίας· πίπτοντες επί των γονάτων, ορμώσι κατά του θρασέος εχθρού των μετά παραδόξου ισχύος και σφοδρότητος, και, αν δεν ήναι άριστα προητοιμασμένος, αφεύκτως θανατόνεται.
Οπόταν ο Κατώβλεψ αλωθή νέος, ημερόνεται άνευ πολλής δυσκολίας· συμπεριφέρεται δε μετά των βοών, αβλαβώς υπάγων εις την νομήν, και πάλιν επαναστρέφων· φαίνεται όμως ότι ολίγοι μόνον γεωργοί ημερόνουν αυτούς, καθό υποκειμένους εις θανατηφόρα εξανθήματα της επιδερμίδος, ά και μεταδίδουν εις τα λοιπά ζώα. Περιωρισμένος ων, καταντά θηριώδης, και δεν δύναταί τις να πλησιάση αυτόν άνευ προφυλάξεως· αι θήλειαι είναι ήττον επικίνδυνοι των αρρένων, και μάλλον ευάγωγοι.
Η θέα του ερυθρού χρώματος λέγεται ότι παροξύνει το ζώον τούτο. «Προς διασκέδασιν,» λέγει Άγγλος περιηγητής, «εδένομεν κόκκινα χειρόμακτρα εις ράβδον, και ανυψούμεν αυτήν ενώπιον των Κατωβλέπων· ούτοι δε επήδων τήδε κακείσε, έτυπτον τας πλευράς με τας μακράς ουράς των, και ανώρυττον την γην με τας οπλάς αυτών, σφοδρώς ηρεθισμένοι, και εις το φαινόμενον έτοιμοι να ορμήσωσι καθ' ημών· έπειτα δε, καθ' ην στιγμήν εμέλλομεν να πυροβολήσωμεν, έφευγον τάχιστα· και απομακρυνόμενοι, παρίστανον το αυτό κωμικόν θέαμα.»