H αγαπημένη μου αστεία λέξη για σήμερα είναι το
ξίκι. Το
ξίκι προέρχεται από την τουρκική γλώσσα, και συγκεκριμένα από το
eksik "ελαττωματικός, λειψός", το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το παλαιοτουρκικό
egsük (με την ίδια σημασία):
http://www.nisanyansozluk.com/?k=eksik. Υπάρχει και έκφραση «ξίκι να γίνει», παναπεί δεν με νοιάζει, δεν δίνω σημασία σ' αυτό στο οποίο αναφέρομαι, κάτι σαν «άιντε χαλάλι κι άι στο καλό». Όταν απευθύνεται σε πρόσωπο, είναι μια ήπια έκφραση για να πεις σε κάποιον «άιντε πάγαινε από 'δώ».
Το
ξίκι έδωσε και επίθετο
ξίκικος, το οποίο σημαίνει "λιποβαρής". Παρεμπ, το
λιποβαρής προσφέρει μια σολομώντεια λύση και στο δίλημμα:
ελλειποβαρής ή
ελλιποβαρής; Γράφεις «λιποβαρής» και καθαρίζεις! Σίγουρα; Χμμ, μάλλον δεν είναι όλα τόσο απλά σ' ετούτη τη ζωή... Όπως έχω γράψει και παλιότερα, για σκεφτείτε για λίγο ότι είστε στο χώρο της ιατρικής, διατροφολογίας, διαιτολογίας ή φυσικής αγωγής. Υπάρχουν δύο "λιπ(ο)-" που παράγουν σύνθετα· το ένα σάς δίνει
λιποβαρής για αυτόν που έχει βάρος λιγότερο του κανονικού, ενώ το άλλο
λιποκύτταρο,
λιποσωμάτωση,
λιποσυλλέκτης για έννοιες που σχετίζονται με το
λίπος. [Κουίζ: Η
λιπόπυγος —αν, δηλαδή, υπήρχε μια τέτοια λέξη— θα ήταν
στεατοπυγική ή ανορεξική;] Τέλος πάντων, εσείς επιλέγετε επομένως συνειδητά να πείτε και να γράψετε "ΕΛλιποβαρής", ώστε να είστε βέβαιοι ότι δεν θα σας παρανοήσουν (είναι σαν να αποφεύγει κάποιος να κάνει
σωστή χρήση της λέξης "ευάριθμος" επειδή φοβάται ότι πολλοί θα καταλάβουν το αντίθετο από 'κείνο που θέλει να πει).
Αυτό λοιπόν το
λιπο- που συνδέεται με το
λείπω (μέσω του συνοπτικού θέματος· πρβλ αόρ. β'
έ-λιπ-ον) είναι, βέβαια, ήδη αρχαίο και έχει δώσει σύνθετα τα επίσης αρχαία
λιποθυμώ,
λιποψυχώ,
λιπόσαρκος,
λιποταξία και
λιπόξυλος, και κατόπιν το
λιποβαρής [1891] μεταξύ άλλων. Το ΕΛΝΕΓ προκρίνει τη γραφή
ελλιποβαρής, θεωρώντας ότι ο τύπος αυτός προέκυψε από το
λιποβαρής υπό την επίδραση του
ελλιπής, ωστόσο το λημματογραφεί σαν να έχει προκύψει από απευθείας σύνθεση προθέματος
ελλιπο- και -
βαρής (για το οποίο -
βαρής βλ. κι εδώ:
http://www.lexilogia.gr/forum/showthread.php?t=5524). [ΣτΖ: Το ΛΚΝ δεν λημματογραφεί ούτε
ελλιποβαρής ούτε
ελλειποβαρής.] Πάντως προσωπικά έχω την αίσθηση πως αυτό που λέει το ΕΛΝΕΓ είναι το σωστό· κι άλλωστε κι εγώ πιο πάνω κάτι τέτοιο περιέγραψα πως πρέπει να συνέβηκε με τον σχηματισμό τής λέξης. Το πλήρες θέμα
λειπ- μπορεί να απαντά σε άλλα παράγωγα του
ελλείπω (όπως π.χ. στα
έλλειμμα,
έλλειψη,
ελλειπτικός), αλλά δεν υπάρχει πρόθημα
ελλειπο- — παρά μόνον
ελλειψο- και
ελλειπτικ-. Επομένως μπορούμε να υιοθετήσουμε ως νέο πρόθημα το
ελλιπο- με αφορμή το
ελλιποβαρής, και να προσθέσουμε στην οικογένειά του και το
ελλιποσύμφωνο "είδος πνευματικής άσκησης όπου ο ασκούμενος συμπληρώνει μια λέξη ή μια φράση από την οποία έχουν αφαιρεθεί όλα τα σύμφωνά της". Αν, από την άλλη, επιθυμούσαμε και να ζευγαρώσουμε τον λόγιο σχηματισμό
(ελ)λιποβαρής με έναν που δεν είναι λόγιος (κατά το σχήμα
εμπροσθοβαρής - μπροστόβαρος), έχουμε ένα μικρό πρόβλημα καθότι και το πρόθημα
λειψ- πάλι σε λόγιες λέξεις όπως
λειψανδρία και
λειψυδρία απαντά, κι επομένως δεν βλέπω καμία τύχη στο
λειψόβαρος (κάποιος ωστόσο γράφει
λειψοβαρής)· άρα εκεί το
ξίκικος είναι μια χαρά. Να σημειώσω, τέλος, ότι η μεταπτωτική βαθμίδα
(ελ)-λιπ- τού ρ.
λείπ-ω μπερδεύει αρκούντως τον κόσμο, με αποτέλεσμα πολλοί να γράφουν *
ελλειπής κλπ. [Κρίμα που το αρχ.
έλλυπος "θλιμμένος" δεν έδωσε παραγωγικό πρόθημα
ελλυπο- — θα ήταν ταμάμ για λογοπαίγνια!]
Για όσους επιθυμούν να παρακάμψουν τον ορθογραφικό σκόπελο και τα διλήμματα του τύπου «να βάλω ΕΛ μπροστά ή όχι», υπάρχει και η βιβλική διέξοδος, από το βιβλίο τού Δανιήλ 5,27:
καὶ αὕτη ἡ γραφὴ ἐντεταγμένη· μανή, θεκέλ, φάρες. τοῦτο τὸ σύγκριμα τοῦ ρήματος· μανή, ἐμέτρησεν ὁ Θεὸς τὴν βασιλείαν σου καὶ ἐπλήρωσεν αὐτήν· θεκέλ, ἐστάθη ἐν ζυγῷ καὶ εὑρέθη ὑστεροῦσα· φάρες, διῄρηται ἡ βασιλεία σου, καὶ ἐδόθη Μήδοις καὶ Πέρσαις. Βέβαια, ούτε το
θεκέλ αποτελεί σίγουρη λύση· παρόλο που είναι η συχνότερη μορφή, θα το βρείτε και παροξύτονο:
θέκελ. [Να το γράφουμε תקל καλύτερα;]
Για μένα αστείο είναι και το ότι το
ξίκι διαφέρει μόνο κατά ένα γράμμα από το
ξίγκι, που μας οδηγεί πάλι στο λίπος! Αλλά εκεί που δύσκολα μπορεί να οδηγηθούμε είναι πιθανότατα στο να συμφωνήσουμε πώς να το ορθογραφούμε τούτο το τελευταίο:
ξίγκι,
ξίγγι,
ξύγγι ή
ξύγκι; Γι' αυτά, όμως, ας γράψει και κάνας άλλος. :)