Αγαπητέ Θεόδωρε,
διαβάζοντάς σε μου έρχεται στο νου η παραβολή του δασκάλου που γεμίζει την κούπα το τσάι χωρίς να σταματά, παρόλο που η κούπα έχει γεμίσει.
Να σου τη θυμίσω; Ένας μαθητής πηγαίνει κοντά στον μεγάλο διδάσκαλο για να μάθει τη σοφία. Ο διδάσκαλος, σιωπηλός, αγνοώντας σχεδόν την παρουσία του μαθητή, γεμίζει μια κούπα με τσάι και δεν σταματά παρόλο που το υγρό ξεχειλίζει και χύνεται. «Δάσκαλε τι κάνεις εκεί;», λέει ο μαθητής, «σταμάτα! η κούπα γέμισε, δεν παίρνει άλλο». «Η κούπα είναι σαν κι εσένα», απαντά ο διδάσκαλος. «Έρχεσαι να μάθεις τη σοφία ήδη γεμάτος και ξέχειλος. Ό,τι καινούργιο έρχεται δεν μπορείς να το κρατήσεις. Μάθε πρώτα να αδειάζεις το πνεύμα σου, ώστε να έχεις μετά χώρο για τη σοφία».
Έτσι νομίζω, Θεόδωρε, ότι έρχεσαι και συ: γεμάτος τις δικές σου θεωρίες. Σου απαντούν και δεν ακούς γιατί δεν θέλεις να ακούσεις.
Μας βεβαιώνεις ότι διάβασες και διαβάζεις βιβλία. Αλλά από όσα έχεις διατυπώσει εδώ (για πολλά από τα οποία δυσκολεύομαι πολύ να βγάλω νόημα, καθώς είναι τρομερά μπερδεμένα) το μόνο που καταλαβαίνω όλον αυτό τον καιρό που σε παρακολουθώ είναι ότι δεν έχεις αφομοιώσει σωστά ό,τι έχεις διαβάσει. Δεν σου φταίει ο καταχθόνιος Σωσσύρ, εσύ δεν έχεις αντιληφθεί τι λέει (και δεν σου υποδεικνύω να τον διαβάσεις απευθείας, υπάρχουν τόσο και τόσα καλά εκλαϊκευτικά βιβλία). Ούτε σου φταίει ο σατανικός Μπαμπινιώτης· στον τομέα του, σαν πανεπιστημιακός δάσκαλος, καλά τη μεταφέρει τη σύγχρονη γλωσσολογία (βρε πώς τα φέρνει η ζωή, να πρέπει να υπερασπιστείς τον Μπαμπινιώτη!). Τον τελευταίο μάλιστα βλέπω ότι τον παρακολουθείς (άρθρα σε εφημερίδες, διάλεξη στο Αιγινήτειο, εκπομπές στην τηλεόραση). Τι περιμένεις άραγε από αυτόν; Να τον συλλάβεις να πέφτει σε αντιφάσεις; Θα ’θελες να τον στριμώξεις ενώπιον ακροατηρίου;
Η ουσία είναι ότι δεν μεταφέρεις σωστά τη διδασκαλία του Σωσσύρ, που σημαίνει ότι δεν την κατανοείς. Καταρχήν ο Σωσσύρ δεν ασχολήθηκε με τη γραφή, ασχολήθηκε με την εξωτερική εκδήλωση του λόγου, αυτό που ο ίδιος όρισε ως «ομιλία». Για να το πω εντελώς απλά, με τον κίνδυνο να απλουστεύσω, περιέγραψε πώς γίνεται αυτή η διαδικασία σε ένα σύστημα επικοινωνίας, σε έναν κώδικα που στο σύνολό του, στην πλήρη του πραγμάτωση, ονομάζεται «γλώσσα»: Έχουμε στο μυαλό μας ενδιάθετες ιδέες, τις οποίες επιθυμούμε να μεταδώσουμε σε κάποιον άλλο. Οι ιδέες αυτές έχουν περιεχόμενο όχι μόνο καθαρά γνωσιακό (αυτό που προσλαμβάνουμε διά των αισθήσεων, που είναι λίγο πολύ κοινό για όλους τους ανθρώπους) αλλά και βιωματικό (αυτό εννοεί ο Σωσσύρ όταν λέει «ψυχικό αποτύπωμα»). Οι ιδέες αυτές μεταφράζονται / μετασχηματίζονται σε ηχητικά στοιχεία (ή, κατά τον ορισμό του, σε «ακουστικές εικόνες»). Αυτά, έχοντας υλική υπόσταση, ταξιδεύουν από τον άνθρωπο πομπό στον άνθρωπο δέκτη, και στον εγκέφαλο του δέκτη μετασχηματίζονται πάλι σε νοητικά σημεία. Τα ηχητικά στοιχεία είναι το σημαίνον (οι ήχοι λ-α-β-α). Ό,τι σχηματίζεται στο μυαλό του δέκτη (εικόνες κινούμενης φωτιάς και αχνίζοντα μέταλλα) είναι το σημαινόμενο. Το σημαινόμενο δεν είναι απαραιτήτως κάτι υλικό, του εξωτερικού κόσμου, μπορεί να είναι αφηρημένες έννοιες (δικαιοσύνη), ιδιότητες (χαζομάρες, παιδιάστικος), καταστάσεις (βαρέθηκα), κι ένα σωρό άλλα άπιαστα. Για να συμπέσουν τα νοήματα και να είναι ταυτόσημα στους δύο εγκεφάλους χρειάζεται μία σύμβαση, όπως σε κάθε σύστημα επικοινωνίας (σύμβαση υπάρχει στα σήματα καπνού των Ινδιάνων, σύμβαση υπάρχει και στα σήματα Μορς). Αυτά εννοούσε ο Μπαμπινιώτης όταν έλεγε ότι υπάρχει η εσωτερική μορφή/πλευρά της λέξης, το σημαινόμενο, και η εξωτερική, το σημαίνον (τα κατάλαβες ανάποδα). Και έρχομαι τώρα στο σπουδαιότερο: η θέση του Σωσσύρ είναι ότι η σχέση μεταξύ ακουστικού σημείου και νοητικού είναι συμβατική / αυθαίρετη. Αυτό δεν είναι μια παραξενιά ενός τσαρλατάνου του 19ου αιώνα, είναι η θεμελιώδης παραδοχή της γλωσσολογίας, είναι αυτό που έβγαλε τη γλωσσολογία από το πλέγμα της εμπειρικής περιπτωσιολογικής αναδίφησης (που ήταν ως τότε) και την έκανε θεωρητική επιστήμη. Το ξαναλέω, ο δεσμός είναι συμβατικός και αυθαίρετος και όχι αποτέλεσμα φυσικών αιτίων.
Και δεν σου φταίει ο Σωσσύρ για έναν ακόμη λόγο, κατά πολύ σπουδαιότερο: η συζήτηση περί του αν η σύνδεση σημαίνοντος-σημαινομένου είναι φυσικοαιτιατή («φύσει») ή αυθαίρετη («θέσει») έχει γίνει ήδη μεταξύ Πλάτωνα και Αριστοτέλη, όπου –-όπως θα περίμενε κανείς-– ο πρώτος υποστήριζε το «φύσει» και ο δεύτερος το «θέσει». Το δε επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε αποφασιστικά εναντίον του «φύσει» ήταν το εξής: αν ήταν φυσικοαιτιατή η σύμβαση, δεν θα περιμέναμε να ισχύει κατεξοχήν σε ηχοποιητικές λέξεις, των οποίων αμέσως θα αναγνωρίζαμε το νόημα από τον ήχο τους; Ε, λοιπόν, δεν ισχύει αυτό σε λέξεις που ηχοποιούν τις φωνές των ζώων. Οι σκύλοι στην Ελλάδα «γαβγίζουν», δηλαδή κάνουν «γαυ γαυ»· οι σκύλοι για τους Εγγλέζους κάνουν «μπαρκ μπαρκ». Οι γάτες σύμφωνα με τα αφτιά των Ελλήνων κάνουν «νιάου νιάου»· σύμφωνα με τα αφτιά των Γάλλων κάνουν «μιολ μιολ». Οι αγελάδες στα ελληνικά «μου(γ)κανίζουν»· στα γερμανικά κάνουν «μπρύλλεν». Δεν αλλάζουν βέβαια οι φωνές των ζώων από χώρα σε χώρα, οι ακουστικές εντυπώσεις των ανθρώπων αλλάζουν, αλλάζει δηλαδή το συμβατικό ακουστικό σημείο με το οποίο επέλεξαν να αποδώσουν το συγκεκριμένο ήχο.
Στη διαδικασία της επικοινωνίας που περιέγραψα πιο πάνω δεν ασχολήθηκα με το πώς αυτό που έχουμε στο μυαλό μας (ας το πούμε συγκεχυμένα «ιδέες») μετασχηματίζεται σε νοητικές παραστάσεις που χρειάζονται τα ακουστικά σημεία για να αποκτήσουν «εξωτερική» υπόσταση. Με αυτό το ζήτημα ασχολήθηκε επί μακρόν η φιλοσοφία (γνωσιοθεωρία) και τώρα τελευταία η γνωστική ψυχολογία. Αλλά είναι έξω από το θέμα μας και δεν είναι του παρόντος.
Αυτά δέχεται η γλωσσολογία ως επιστήμη, αγαπητέ Θεόδωρε. Και δεν είναι ούτε δυσνόητα ούτε δυσπρόσιτα, τα βρίσκει κανείς στην πρώτη τυχούσα εγκυκλοπαίδεια. Τώρα το αν η επιστήμη έχει πάντα δίκιο (γιατί από κάποια στιγμή κι έπειτα εγείρεις και θέματα επιστημολογίας) είναι άλλη κουβέντα. Επιστημολόγος δεν είμαι και δεν μπορώ να πω πολλά. Ξέρω όμως τούτο: η επιστήμη δεν προχωρά με (αναπόδεικτους, σαν τους δικούς σου) ισχυρισμούς, προχωρά με προσωρινές παραδοχές, με προσωρινές –ας τις πούμε– αλήθειες. Διατυπώνονται υποθέσεις, συγκεντρώνονται αποδείξεις, οι υποθέσεις γίνονται θεωρίες. Εάν και εφόσον μπορούν να ερμηνεύσουν μεγάλο / επαρκή αριθμό από τα μέχρι τη στιγμή εκείνη παρατηρούμενα φαινόμενα, και μπορούν να λειτουργήσουν το ίδιο αποτελεσματικά για άλλα φαινόμενα που θα παρατηρηθούν μεταγενέστερα, οι θεωρίες αυτές εγκαθίστανται ως Παραδείγματα. Κάποια φορά εμφανίζονται φαινόμενα που οι μέχρι τότε θεωρίες δεν μπορούν να ερμηνεύσουν και τότε οι θεωρίες αμφισβητούνται / καταπίπτουν και ξαναρχίζουμε απ’ την αρχή. Αυτή είναι η πορεία της επιστήμης. Η οποία επιστήμη στο κάτω κάτω της γραφής δεν ισχυρίζεται απόλυτες αλήθειες, απλώς παραδέχεται προτάσεις που συγκεντρώνουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να είναι ισχυρές από άλλες που συγκεντρώνουν πολύ λιγότερες, πάντοτε υπό τη βάσανο του ορθού ανθρώπινου λόγου και με το κριτήριο της διαψευσιμότητας. Δηλαδή, για να δώσω ένα παράδειγμα, είναι συντριπτικά περισσότερες οι πιθανότητες ότι τη στιγμή που γράφω αυτό το κείμενο βρίσκομαι στην Αθήνα του 2010, στο σπίτι μου, και είναι Δευτέρα απόγευμα με καλοκαιρία, παρά ότι είναι Τρίτη 29 Μαΐου του 1453 και βρίσκομαι στις επάλξεις της Κωνσταντινούπολης, μαχόμενος δίπλα στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.
Αντιλαμβάνεσαι ότι μέχρι στιγμής δεν έκανα λόγο για γραφή. Και πολύ σωστά, γιατί η γραφή είναι το λογικά και ιστορικά ύστερον. Ιστορικά, διότι οι ιστορικές μαρτυρίες –οι μέχρι στιγμής εννοείται– αυτό υποδεικνύουν (και μη μου αναφέρεις τα χαράγματα του Δισπηλιού). Λογικά, διότι η μετάβαση από την επικοινωνία διαμέσου της ομιλίας (που οι νεότερες απόψεις, από τον Τσόμσκυ και μετά, τη θέλουν έμφυτη ικανότητα) στην επικοινωνία διαμέσου εικόνων-συμβόλων προϋποθέτει αυξημένη ικανότητα της νοητικής διεργασίας που στη λογική ονομάζεται «αφαίρεση». Αφαίρεση είναι ακριβώς αυτό που δεν μπορούν να κάνουν τα ζώα, αφαίρεση είναι αυτό που κατακτά ο άνθρωπος καθώς μεγαλώνει και από νήπιο γίνεται παιδί. Αφαίρεση σημαίνει να βλέπω μια εικόνα και να την αντιστοιχίζω με ήχο ή ήχους (γιατί μπορεί να είναι παραπάνω από ένας, όπως π.χ. στις γραφές που εξελίχθηκαν από τη σουμεριακή). Και υπάρχουν στάδια στην αφαίρεση: το πρώτο είναι η αντιστοίχηση σημείων με ολόκληρες λέξεις ή συνδυασμούς λέξεων (εικονογράμματα, ιδεογράμματα), πιο μετά έρχεται η αντιστοίχηση εικόνων με συλλαβές (συλλαβάρια, σαν αυτό της Γραμμικής Β΄, όπου αντίθετα με τα λεγόμενά σου ο Βέντρις δεν στηρίχθηκε στην προφορά –πού να τη βρει άλλωστε· στην αρχή δεν υπέθετε καν ότι αυτό που είχε μπροστά του ήταν ελληνικά· διάβασε το βιβλίο του Τσάντγουικ, είναι συναρπαστικό και διευκρινιστικότατο), και τέλος, ως επιστέγασμα, ως κατάκτηση, η αντιστοίχηση εικονοσυμβόλων με φθόγγους (αλφάβητα), είτε μόνο με σύμφωνα (φοινικικό) είτε –ολοκληρωμένο– σύμφωνα και φωνήεντα (ελληνικό).
Με τα θέματα αυτά άρχισε τώρα τελευταία να ασχολείται η νευροεπιστήμη, και εκεί στο Αιγινήτειο που έδωσε ο Μπ. τη διάλεξη διοργανώνουν για τρίτη χρονιά ενδιαφέροντα κύκλο διαλέξεων με γενικό θέμα το λόγο, ιδωμένο από τη δική τους πλευρά. Ένα πράγμα πάντως ανακαλύπτει η νευροεπιστήμη, ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν έρχεται στον κόσμο έτοιμος με την ικανότητα της ανάγνωσης· η ικανότητα αυτή είναι επίκτητη, και μάλιστα κάθε είδος γραφής διεγείρει διαφορετικό τμήμα του εγκεφάλου. Σου συνιστώ ένα πολύ ωραίο βιβλίο, που αναλύει τις οργανικές επιπτώσεις της ανάγνωσης στον ανθρώπινο εγκέφαλο, λέγεται Ο Προυστ και το καλαμάρι: πώς ο εγκέφαλος έμαθε να διαβάζει, της Maryanne Wolf, από τις Εκδόσεις Πατάκη. Μάλιστα θα σε ενδιαφέρει και για έναν άλλο λόγο: λέει πολλά (και μη αναμενόμενα) για τη δυσλεξία (βρίσκει ότι οι δυσλεκτικοί έχουν άλλου είδους προσόντα, τα οποία μέλλουν να εξελιχθούν σε μεγάλο πλεονέκτημα στο προσεχές μέλλον, καθώς περνάμε από έναν πολιτισμό του γραπτού κειμένου σε έναν πολιτισμό της εικόνας).
διαβάζοντάς σε μου έρχεται στο νου η παραβολή του δασκάλου που γεμίζει την κούπα το τσάι χωρίς να σταματά, παρόλο που η κούπα έχει γεμίσει.
Να σου τη θυμίσω; Ένας μαθητής πηγαίνει κοντά στον μεγάλο διδάσκαλο για να μάθει τη σοφία. Ο διδάσκαλος, σιωπηλός, αγνοώντας σχεδόν την παρουσία του μαθητή, γεμίζει μια κούπα με τσάι και δεν σταματά παρόλο που το υγρό ξεχειλίζει και χύνεται. «Δάσκαλε τι κάνεις εκεί;», λέει ο μαθητής, «σταμάτα! η κούπα γέμισε, δεν παίρνει άλλο». «Η κούπα είναι σαν κι εσένα», απαντά ο διδάσκαλος. «Έρχεσαι να μάθεις τη σοφία ήδη γεμάτος και ξέχειλος. Ό,τι καινούργιο έρχεται δεν μπορείς να το κρατήσεις. Μάθε πρώτα να αδειάζεις το πνεύμα σου, ώστε να έχεις μετά χώρο για τη σοφία».
Έτσι νομίζω, Θεόδωρε, ότι έρχεσαι και συ: γεμάτος τις δικές σου θεωρίες. Σου απαντούν και δεν ακούς γιατί δεν θέλεις να ακούσεις.
Μας βεβαιώνεις ότι διάβασες και διαβάζεις βιβλία. Αλλά από όσα έχεις διατυπώσει εδώ (για πολλά από τα οποία δυσκολεύομαι πολύ να βγάλω νόημα, καθώς είναι τρομερά μπερδεμένα) το μόνο που καταλαβαίνω όλον αυτό τον καιρό που σε παρακολουθώ είναι ότι δεν έχεις αφομοιώσει σωστά ό,τι έχεις διαβάσει. Δεν σου φταίει ο καταχθόνιος Σωσσύρ, εσύ δεν έχεις αντιληφθεί τι λέει (και δεν σου υποδεικνύω να τον διαβάσεις απευθείας, υπάρχουν τόσο και τόσα καλά εκλαϊκευτικά βιβλία). Ούτε σου φταίει ο σατανικός Μπαμπινιώτης· στον τομέα του, σαν πανεπιστημιακός δάσκαλος, καλά τη μεταφέρει τη σύγχρονη γλωσσολογία (βρε πώς τα φέρνει η ζωή, να πρέπει να υπερασπιστείς τον Μπαμπινιώτη!). Τον τελευταίο μάλιστα βλέπω ότι τον παρακολουθείς (άρθρα σε εφημερίδες, διάλεξη στο Αιγινήτειο, εκπομπές στην τηλεόραση). Τι περιμένεις άραγε από αυτόν; Να τον συλλάβεις να πέφτει σε αντιφάσεις; Θα ’θελες να τον στριμώξεις ενώπιον ακροατηρίου;
Η ουσία είναι ότι δεν μεταφέρεις σωστά τη διδασκαλία του Σωσσύρ, που σημαίνει ότι δεν την κατανοείς. Καταρχήν ο Σωσσύρ δεν ασχολήθηκε με τη γραφή, ασχολήθηκε με την εξωτερική εκδήλωση του λόγου, αυτό που ο ίδιος όρισε ως «ομιλία». Για να το πω εντελώς απλά, με τον κίνδυνο να απλουστεύσω, περιέγραψε πώς γίνεται αυτή η διαδικασία σε ένα σύστημα επικοινωνίας, σε έναν κώδικα που στο σύνολό του, στην πλήρη του πραγμάτωση, ονομάζεται «γλώσσα»: Έχουμε στο μυαλό μας ενδιάθετες ιδέες, τις οποίες επιθυμούμε να μεταδώσουμε σε κάποιον άλλο. Οι ιδέες αυτές έχουν περιεχόμενο όχι μόνο καθαρά γνωσιακό (αυτό που προσλαμβάνουμε διά των αισθήσεων, που είναι λίγο πολύ κοινό για όλους τους ανθρώπους) αλλά και βιωματικό (αυτό εννοεί ο Σωσσύρ όταν λέει «ψυχικό αποτύπωμα»). Οι ιδέες αυτές μεταφράζονται / μετασχηματίζονται σε ηχητικά στοιχεία (ή, κατά τον ορισμό του, σε «ακουστικές εικόνες»). Αυτά, έχοντας υλική υπόσταση, ταξιδεύουν από τον άνθρωπο πομπό στον άνθρωπο δέκτη, και στον εγκέφαλο του δέκτη μετασχηματίζονται πάλι σε νοητικά σημεία. Τα ηχητικά στοιχεία είναι το σημαίνον (οι ήχοι λ-α-β-α). Ό,τι σχηματίζεται στο μυαλό του δέκτη (εικόνες κινούμενης φωτιάς και αχνίζοντα μέταλλα) είναι το σημαινόμενο. Το σημαινόμενο δεν είναι απαραιτήτως κάτι υλικό, του εξωτερικού κόσμου, μπορεί να είναι αφηρημένες έννοιες (δικαιοσύνη), ιδιότητες (χαζομάρες, παιδιάστικος), καταστάσεις (βαρέθηκα), κι ένα σωρό άλλα άπιαστα. Για να συμπέσουν τα νοήματα και να είναι ταυτόσημα στους δύο εγκεφάλους χρειάζεται μία σύμβαση, όπως σε κάθε σύστημα επικοινωνίας (σύμβαση υπάρχει στα σήματα καπνού των Ινδιάνων, σύμβαση υπάρχει και στα σήματα Μορς). Αυτά εννοούσε ο Μπαμπινιώτης όταν έλεγε ότι υπάρχει η εσωτερική μορφή/πλευρά της λέξης, το σημαινόμενο, και η εξωτερική, το σημαίνον (τα κατάλαβες ανάποδα). Και έρχομαι τώρα στο σπουδαιότερο: η θέση του Σωσσύρ είναι ότι η σχέση μεταξύ ακουστικού σημείου και νοητικού είναι συμβατική / αυθαίρετη. Αυτό δεν είναι μια παραξενιά ενός τσαρλατάνου του 19ου αιώνα, είναι η θεμελιώδης παραδοχή της γλωσσολογίας, είναι αυτό που έβγαλε τη γλωσσολογία από το πλέγμα της εμπειρικής περιπτωσιολογικής αναδίφησης (που ήταν ως τότε) και την έκανε θεωρητική επιστήμη. Το ξαναλέω, ο δεσμός είναι συμβατικός και αυθαίρετος και όχι αποτέλεσμα φυσικών αιτίων.
Και δεν σου φταίει ο Σωσσύρ για έναν ακόμη λόγο, κατά πολύ σπουδαιότερο: η συζήτηση περί του αν η σύνδεση σημαίνοντος-σημαινομένου είναι φυσικοαιτιατή («φύσει») ή αυθαίρετη («θέσει») έχει γίνει ήδη μεταξύ Πλάτωνα και Αριστοτέλη, όπου –-όπως θα περίμενε κανείς-– ο πρώτος υποστήριζε το «φύσει» και ο δεύτερος το «θέσει». Το δε επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε αποφασιστικά εναντίον του «φύσει» ήταν το εξής: αν ήταν φυσικοαιτιατή η σύμβαση, δεν θα περιμέναμε να ισχύει κατεξοχήν σε ηχοποιητικές λέξεις, των οποίων αμέσως θα αναγνωρίζαμε το νόημα από τον ήχο τους; Ε, λοιπόν, δεν ισχύει αυτό σε λέξεις που ηχοποιούν τις φωνές των ζώων. Οι σκύλοι στην Ελλάδα «γαβγίζουν», δηλαδή κάνουν «γαυ γαυ»· οι σκύλοι για τους Εγγλέζους κάνουν «μπαρκ μπαρκ». Οι γάτες σύμφωνα με τα αφτιά των Ελλήνων κάνουν «νιάου νιάου»· σύμφωνα με τα αφτιά των Γάλλων κάνουν «μιολ μιολ». Οι αγελάδες στα ελληνικά «μου(γ)κανίζουν»· στα γερμανικά κάνουν «μπρύλλεν». Δεν αλλάζουν βέβαια οι φωνές των ζώων από χώρα σε χώρα, οι ακουστικές εντυπώσεις των ανθρώπων αλλάζουν, αλλάζει δηλαδή το συμβατικό ακουστικό σημείο με το οποίο επέλεξαν να αποδώσουν το συγκεκριμένο ήχο.
Στη διαδικασία της επικοινωνίας που περιέγραψα πιο πάνω δεν ασχολήθηκα με το πώς αυτό που έχουμε στο μυαλό μας (ας το πούμε συγκεχυμένα «ιδέες») μετασχηματίζεται σε νοητικές παραστάσεις που χρειάζονται τα ακουστικά σημεία για να αποκτήσουν «εξωτερική» υπόσταση. Με αυτό το ζήτημα ασχολήθηκε επί μακρόν η φιλοσοφία (γνωσιοθεωρία) και τώρα τελευταία η γνωστική ψυχολογία. Αλλά είναι έξω από το θέμα μας και δεν είναι του παρόντος.
Αυτά δέχεται η γλωσσολογία ως επιστήμη, αγαπητέ Θεόδωρε. Και δεν είναι ούτε δυσνόητα ούτε δυσπρόσιτα, τα βρίσκει κανείς στην πρώτη τυχούσα εγκυκλοπαίδεια. Τώρα το αν η επιστήμη έχει πάντα δίκιο (γιατί από κάποια στιγμή κι έπειτα εγείρεις και θέματα επιστημολογίας) είναι άλλη κουβέντα. Επιστημολόγος δεν είμαι και δεν μπορώ να πω πολλά. Ξέρω όμως τούτο: η επιστήμη δεν προχωρά με (αναπόδεικτους, σαν τους δικούς σου) ισχυρισμούς, προχωρά με προσωρινές παραδοχές, με προσωρινές –ας τις πούμε– αλήθειες. Διατυπώνονται υποθέσεις, συγκεντρώνονται αποδείξεις, οι υποθέσεις γίνονται θεωρίες. Εάν και εφόσον μπορούν να ερμηνεύσουν μεγάλο / επαρκή αριθμό από τα μέχρι τη στιγμή εκείνη παρατηρούμενα φαινόμενα, και μπορούν να λειτουργήσουν το ίδιο αποτελεσματικά για άλλα φαινόμενα που θα παρατηρηθούν μεταγενέστερα, οι θεωρίες αυτές εγκαθίστανται ως Παραδείγματα. Κάποια φορά εμφανίζονται φαινόμενα που οι μέχρι τότε θεωρίες δεν μπορούν να ερμηνεύσουν και τότε οι θεωρίες αμφισβητούνται / καταπίπτουν και ξαναρχίζουμε απ’ την αρχή. Αυτή είναι η πορεία της επιστήμης. Η οποία επιστήμη στο κάτω κάτω της γραφής δεν ισχυρίζεται απόλυτες αλήθειες, απλώς παραδέχεται προτάσεις που συγκεντρώνουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να είναι ισχυρές από άλλες που συγκεντρώνουν πολύ λιγότερες, πάντοτε υπό τη βάσανο του ορθού ανθρώπινου λόγου και με το κριτήριο της διαψευσιμότητας. Δηλαδή, για να δώσω ένα παράδειγμα, είναι συντριπτικά περισσότερες οι πιθανότητες ότι τη στιγμή που γράφω αυτό το κείμενο βρίσκομαι στην Αθήνα του 2010, στο σπίτι μου, και είναι Δευτέρα απόγευμα με καλοκαιρία, παρά ότι είναι Τρίτη 29 Μαΐου του 1453 και βρίσκομαι στις επάλξεις της Κωνσταντινούπολης, μαχόμενος δίπλα στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.
Αντιλαμβάνεσαι ότι μέχρι στιγμής δεν έκανα λόγο για γραφή. Και πολύ σωστά, γιατί η γραφή είναι το λογικά και ιστορικά ύστερον. Ιστορικά, διότι οι ιστορικές μαρτυρίες –οι μέχρι στιγμής εννοείται– αυτό υποδεικνύουν (και μη μου αναφέρεις τα χαράγματα του Δισπηλιού). Λογικά, διότι η μετάβαση από την επικοινωνία διαμέσου της ομιλίας (που οι νεότερες απόψεις, από τον Τσόμσκυ και μετά, τη θέλουν έμφυτη ικανότητα) στην επικοινωνία διαμέσου εικόνων-συμβόλων προϋποθέτει αυξημένη ικανότητα της νοητικής διεργασίας που στη λογική ονομάζεται «αφαίρεση». Αφαίρεση είναι ακριβώς αυτό που δεν μπορούν να κάνουν τα ζώα, αφαίρεση είναι αυτό που κατακτά ο άνθρωπος καθώς μεγαλώνει και από νήπιο γίνεται παιδί. Αφαίρεση σημαίνει να βλέπω μια εικόνα και να την αντιστοιχίζω με ήχο ή ήχους (γιατί μπορεί να είναι παραπάνω από ένας, όπως π.χ. στις γραφές που εξελίχθηκαν από τη σουμεριακή). Και υπάρχουν στάδια στην αφαίρεση: το πρώτο είναι η αντιστοίχηση σημείων με ολόκληρες λέξεις ή συνδυασμούς λέξεων (εικονογράμματα, ιδεογράμματα), πιο μετά έρχεται η αντιστοίχηση εικόνων με συλλαβές (συλλαβάρια, σαν αυτό της Γραμμικής Β΄, όπου αντίθετα με τα λεγόμενά σου ο Βέντρις δεν στηρίχθηκε στην προφορά –πού να τη βρει άλλωστε· στην αρχή δεν υπέθετε καν ότι αυτό που είχε μπροστά του ήταν ελληνικά· διάβασε το βιβλίο του Τσάντγουικ, είναι συναρπαστικό και διευκρινιστικότατο), και τέλος, ως επιστέγασμα, ως κατάκτηση, η αντιστοίχηση εικονοσυμβόλων με φθόγγους (αλφάβητα), είτε μόνο με σύμφωνα (φοινικικό) είτε –ολοκληρωμένο– σύμφωνα και φωνήεντα (ελληνικό).
Με τα θέματα αυτά άρχισε τώρα τελευταία να ασχολείται η νευροεπιστήμη, και εκεί στο Αιγινήτειο που έδωσε ο Μπ. τη διάλεξη διοργανώνουν για τρίτη χρονιά ενδιαφέροντα κύκλο διαλέξεων με γενικό θέμα το λόγο, ιδωμένο από τη δική τους πλευρά. Ένα πράγμα πάντως ανακαλύπτει η νευροεπιστήμη, ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν έρχεται στον κόσμο έτοιμος με την ικανότητα της ανάγνωσης· η ικανότητα αυτή είναι επίκτητη, και μάλιστα κάθε είδος γραφής διεγείρει διαφορετικό τμήμα του εγκεφάλου. Σου συνιστώ ένα πολύ ωραίο βιβλίο, που αναλύει τις οργανικές επιπτώσεις της ανάγνωσης στον ανθρώπινο εγκέφαλο, λέγεται Ο Προυστ και το καλαμάρι: πώς ο εγκέφαλος έμαθε να διαβάζει, της Maryanne Wolf, από τις Εκδόσεις Πατάκη. Μάλιστα θα σε ενδιαφέρει και για έναν άλλο λόγο: λέει πολλά (και μη αναμενόμενα) για τη δυσλεξία (βρίσκει ότι οι δυσλεκτικοί έχουν άλλου είδους προσόντα, τα οποία μέλλουν να εξελιχθούν σε μεγάλο πλεονέκτημα στο προσεχές μέλλον, καθώς περνάμε από έναν πολιτισμό του γραπτού κειμένου σε έναν πολιτισμό της εικόνας).