γκάτζετ λαγκ
1. (τεχνοφοβική απορρύθμιση) διαταραχή και απορρύθμιση των σωματικών ρυθμών τεχνοφοβικού ατόμου μετά από πολύωρη έκθεσή του σε νέες τεχνολογίες: Προσπάθησε να μου εξηγήσει πώς θα ανεβάζω τις φωτογραφίες της ψηφιακής στον υπολογιστή και θα τις επεξεργάζομαι και στο τέλος όχι μόνο αποφάσισα να επιστρέψω στην παλιά μου Κάνον αλλά έπαθα κι ένα ξεγυρισμένο γκάτζετ λαγκ που ακόμα να συνέλθω.
2. (τεχνολογική υστέρηση) η απόσταση ανάμεσα στον πεπαλαιωμένο τεχνολογικό εξοπλισμό ενός ατόμου και τα τελευταία εξελιγμένα μοντέλα που τον περιστοιχίζουν: Κάθε φορά που τολμώ να βγάλω το παλιό μου Νόκια σε κοινή θέα, όλοι μου λένε ότι κάτι πρέπει να κάνω για το γκάτζετ λαγκ που με χωρίζει από τη σύγχρονη εποχή.
1. (τεχνοφοβική απορρύθμιση) διαταραχή και απορρύθμιση των σωματικών ρυθμών τεχνοφοβικού ατόμου μετά από πολύωρη έκθεσή του σε νέες τεχνολογίες: Προσπάθησε να μου εξηγήσει πώς θα ανεβάζω τις φωτογραφίες της ψηφιακής στον υπολογιστή και θα τις επεξεργάζομαι και στο τέλος όχι μόνο αποφάσισα να επιστρέψω στην παλιά μου Κάνον αλλά έπαθα κι ένα ξεγυρισμένο γκάτζετ λαγκ που ακόμα να συνέλθω.
2. (τεχνολογική υστέρηση) η απόσταση ανάμεσα στον πεπαλαιωμένο τεχνολογικό εξοπλισμό ενός ατόμου και τα τελευταία εξελιγμένα μοντέλα που τον περιστοιχίζουν: Κάθε φορά που τολμώ να βγάλω το παλιό μου Νόκια σε κοινή θέα, όλοι μου λένε ότι κάτι πρέπει να κάνω για το γκάτζετ λαγκ που με χωρίζει από τη σύγχρονη εποχή.
Last edited: